Μία εβδομάδα πριν από τις γενικές εκλογές στη Γερμανία, η έκβαση είναι ανοιχτή και η αβεβαιότητα μεγάλη. Πολλοί ψηφοφόροι εξακολουθούν να αναζητούν τον λόγο για να πάνε στις κάλπες, αλλά και το κόμμα που θα ψηφίσουν.
Η κριτική στη μεταναστευτική πολιτική της τελευταίας δεκαετίας κυριάρχησε στη δημόσια αντιπαράθεση, στα μέσα ενημέρωσης και σε πολλές προεκλογικές συγκεντρώσεις. Οι δολοφονίες ενός δίχρονου παιδιού και ενός θαρραλέου άνδρα που προσπάθησε να σταματήσει τον αφγανό δράστη στην πόλη Ασάφενμπουργκ της βόρειας Βαυαρίας τον Ιανουάριο του 2025 κυριάρχησαν στα πρωτοσέλιδα και στα αιτήματα από όλα τα πολιτικά στρατόπεδα.
Αλλά αυτή η συγκυριακή εστίαση δεν αντικατοπτρίζει τους καθοριστικούς λόγους για την απόφαση των περισσότερων ψηφοφόρων. Η Γερμανία είναι μια χώρα μετανάστευσης. Σε κανένα άλλο βιομηχανικό κράτος – εκτός από τις ΗΠΑ – δεν υπάρχουν τόσοι πολλοί άνθρωποι γεννημένοι σε άλλη χώρα. Μόνο τα τελευταία δέκα χρόνια, περισσότερα από τρία εκατομμύρια πρόσφυγες ήρθαν στη Γερμανία, συμπεριλαμβανομένων 1,24 εκατ. από την Ουκρανία.
Η αίσθηση της υπερφόρτωσης της χώρας είναι εμφανής τόσο στους υποστηρικτές όσο και στους επικριτές της μετανάστευσης στη Γερμανία. Αντανακλάται στην αναζήτηση κατοικίας, στις κοινωνικές υποδομές, στη συνεχή κριτική για την κατάσταση σιδηροδρομικού δικτύου, στο εκπαιδευτικό σύστημα και στο σύστημα υγείας και, τέλος, στην πρόσληψη μιας έλλειψης ασφάλειας στους δημόσιους χώρους. Αυτό το εκρηκτικό κοκτέιλ απογοήτευσης, φόβου, ανησυχίας για το μέλλον της αγοράς εργασίας και την απειλούμενη φτώχεια στα γηρατειά συνδέει τη διαχείριση του Μεταναστευτικού με τις οικονομικές προκλήσεις για τους περισσότερους ψηφοφόρους στη Γερμανία.
Η κυβέρνηση συνασπισμού του καγκελάριου Ολαφ Σολτς ήταν ένα πολιτικό πείραμα. Για πρώτη φορά, τρία κόμματα συμφώνησαν σε κυβερνητική συνεργασία που αρχικά έδωσε ελπίδες και την υπόσχεση βελτιώσεων στην πλειονότητα των Γερμανών. Ωστόσο, η εμπειρία των τελευταίων τριών ετών έδειξε ότι αυτή η πλειοψηφία μετατράπηκε σε κυβέρνηση μειοψηφίας, η ελπίδα έδωσε τη θέση της στην ευχή: «Οχι άλλα τέτοια!».
Το αίτημα για «όχι πια business as usual» είναι βαθιά ριζωμένο στο γερμανικό εκλογικό σώμα, διαπερνά οριζόντια όλα τα κόμματα. Η επιθυμία για αλλαγή στην πολιτική, αλλά και για το πώς θα μιλήσουμε διαφορετικά για την πολιτική, η συζήτηση για το ποιος πρέπει να επωμιστεί ποια βάρη, ποια ευθύνη πρέπει να αναληφθεί για τα λάθη και, πάνω απ’ όλα, πώς τα πράγματα μπορούν να βελτιωθούν το συντομότερο δυνατό, είναι κοινός παρονομαστής σε όλα τα κομματικά ακροατήρια στη Γερμανία.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο αναδύονται σήμερα στην προεκλογική εκστρατεία νέες πλειοψηφίες και πολιτικοί αστερισμοί που ήταν αδύνατον να υπάρξουν μόλις πριν από τρία χρόνια στις τελευταίες γενικές εκλογές. Οι Χριστιανοδημοκράτες (CDU) με υποψήφιο καγκελάριο τον Φρίντριχ Μερτς κερδίζουν πλειοψηφίες στην Μπούντεσταγκ για τη μεταναστευτική πολιτική με τη βοήθεια του ακροδεξιού AfD (Εναλλακτική για τη Γερμανία) και του πρώην κόμματος του «φωτεινού σηματοδότη» FDP (Ελεύθεροι Δημοκράτες).
Το γερμανικό κομματικό τοπίο και η πολιτική πόλωση μοιάζουν όλο και περισσότερο με τις εξελίξεις στις γειτονικές ευρωπαϊκές χώρες, Αυστρία, Ολλανδία, Γαλλία, Σλοβακία. Η μακροχρόνια σταθερά στη Γερμανία – ποτέ πλειοψηφία στην Ομοσπονδιακή Βουλή με ένα ακροδεξιό κόμμα – γίνεται λιγότερο πιθανή πολιτικά και όλο και περισσότερο αποδεκτή ως πιθανότητα κοινωνικά.
Για πολλούς ψηφοφόρους, η απόφαση να πάνε στην κάλπη και η επιλογή ενός κόμματος στις 23 Φεβρουαρίου θα είναι δύσκολη. Ορισμένοι θα ψηφίσουν με τη «γροθιά στην τσέπη». Αλλοι θέλουν αλλαγή, αλλά δεν γνωρίζουν καθόλου πώς αυτή μπορεί να οργανωθεί. Η επιθυμία να γνωρίζουν τις πιθανές μετεκλογικές, κυβερνητικές συμμαχίες δύο, τριών, ακόμη και τεσσάρων κομμάτων, κάνει την απόφαση ακόμη πιο δύσκολη.
Καλώς ήρθατε στη σημερινή Γερμανία!
Ο Γενς Μπάστιαν ήταν συνεργάτης
του Ινστιτούτου Stiftung Wissenschaft und Politik (SWP) στο Βερολίνο από το 2022
έως το τέλος του 2024.