Στη συνέντευξη που έδωσε τον περασμένο Σεπτέμβριο στη ΔΕΘ, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είπε δύο πράγματα για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας. Οτι θεωρούσε «πολύ άδικο, προσβλητικό και προβληματικό για την ίδια την Πρόεδρο και για τον θεσμό να ανακυκλώνεται μια συζήτηση πριν από την ώρα της». Και ότι η πρόθεση πάντα του προτείνοντος τον ΠτΔ είναι «να σεβαστεί το πνεύμα του Συντάγματος και να έχει τη μέγιστη δυνατή συναίνεση».

Ως προς το πρώτο, τη βασική ευθύνη είχε ο ίδιος: μπορούσε να πει ότι η θητεία της Κατερίνας Σακελλαροπούλου ήταν επιτυχημένη και άρα θα ανανεωνόταν ή δεν ήταν επιτυχημένη για λόγους που θα εξηγούσε και άρα θα πρότεινε ένα άλλο πρόσωπο. Αντί γι’αυτό, έλεγε στις συνεντεύξεις του ότι το σκεφτόταν, κάτι που ήταν άκομψο (κάποιος θα πρόσθετε «άδικο, προσβλητικό και προβληματικό») για την Πρόεδρο, και άφηνε να διαρρέουν διάφορα ονόματα, προφανώς για να δει πώς θα αντιδρούσε η δεξιά πτέρυγα της Νέας Δημοκρατίας.

Ως προς το δεύτερο, είναι φανερό ότι απέτυχε. Οχι επειδή ο Κώστας Τασούλας δεν θα είναι ένας καλός Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Αλλά επειδή ο Πρωθυπουργός τον επέλεξε με γνώμονα την ενότητα του κόμματός του και όχι την αναζήτηση της «μέγιστης δυνατής συναίνεσης». Ηξερε λοιπόν ότι η αντιπολίτευση θα τον καταψήφιζε. Οπως ήξερε και ότι το επιχείρημα πως είχε ψηφιστεί πρόεδρος της Βουλής με ευρεία συναίνεση ήταν εξαρχής σαθρό: το ίδιο είχε καταφέρει άλλωστε και η Ζωή Κωνσταντοπούλου!

Για τίποτα από τα παραπάνω δεν ευθύνεται ο νεοεκλεγείς Πρόεδρος. Κι αν αφήσει κανείς έξω κάποιες σκιές στη θητεία του ως δημάρχου Κηφισιάς, εξαιτίας των οποίων η Ελλάδα καταδικάστηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι δεν ευθύνεται προσωπικά ούτε και για όσα του καταλογίζουν κατά την άσκηση του τελευταίου του αξιώματος. Διότι, εν τέλει, τόσο τα «μαγικά» μαθηματικά που επέτρεψαν την αλλαγή της σύνθεσης του ΕΣΡ με πλειοψηφία μικρότερη των 3/5 όσο και η μη «αξιοποίηση» της δικογραφίας της ευρωπαίας εισαγγελέα για τη σύμβαση 717 κομματικές αποφάσεις ήταν, όχι προσωπικές. Εκείνος απλώς τις υλοποίησε. Ουδείς όμως, ούτε ο ίδιος, αμφισβήτησε ποτέ ότι ο Τασούλας ήταν κομματικό στέλεχος. Το ζητούμενο είναι να γίνει ένας υπερκομματικός Πρόεδρος, να ενσαρκώσει δηλαδή την εθνική ενότητα για την οποία μίλησε μετά την εκλογή του. Και αυτό πράγματι εξαρτάται απολύτως από τον ίδιο.

Η παρουσία, πάλι, της Κατερίνας Σακελλαροπούλου σ’εκείνο το μπαρ μετά την ψήφιση του νόμου για τον γάμο των ομοφύλων ήταν προσωπική της απόφαση, για την οποία δεν μετάνιωσε ποτέ. Ολα δείχνουν ότι γι’αυτήν ακριβώς τη συμβολική επιδοκιμασία της διεύρυνσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων την «τιμώρησε» ο Πρωθυπουργός. Ισως σε κάποια μελλοντική τηλεοπτική του συνέντευξη να μας ενημερώσει επισήμως κι εκείνος αν είναι έτσι.