Ο 94χρονος Πέτρος Ρεπούσης κοιτάζει χαμογελαστός την κάμερα καθώς διηγείται την ιστορία της ζωής του. Γεννημένος σε ένα μικρό χωριό της Κεφαλονιάς βρέθηκε από νωρίς αντιμέτωπος με δύσκολες καταστάσεις. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και ενώ οι ιταλικές και γερμανικές αρχές κατοχής είχαν απαλλοτριώσει τεράστιες ποσότητες τροφίμων ασκώντας παράλληλα ασύλληπτη τρομοκρατία στον πληθυσμό, ο ίδιος, όπως και πολλοί άλλοι, εγκατέλειψε το χωριό και μετακόμισε στην Αθήνα. Αλλαξε πολλές δουλειές για να επιβιώσει, μέχρι το 1958, όταν κυνηγημένος από τη φτώχεια αποφάσισε να μεταναστεύσει στην Αυστραλία ακολουθώντας τον αδελφό του που ζούσε ήδη στο Νιουκάστλ. Κάπως έτσι ξεκίνησε μια περιπέτεια σχεδόν 70 χρόνων στην άλλη άκρη του κόσμου.

Η ιστορία του Πέτρου Ρεπούση αποτελεί, πλέον, καταγεγραμμένο κομμάτι του εθνικού αρχείου της Αυστραλίας, καθώς περιλαμβάνεται μαζί με περίπου 120 άλλες προφορικές μαρτυρίες Ελλήνων της Διασποράς σε ένα καινοτόμο Project: στο Αρχείο Ελληνοαυστραλών, ένα σημαντικό έργο που υλοποιήθηκε από επίσημους φορείς της Αυστραλίας με σκοπό να διασώσει την ιστορία των ελλήνων μεταναστών και να την ενσωματώσει στο ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο της χώρας. Το Project υλοποιήθηκε από το Πανεπιστήμιο της Νέας Νότιας Ουαλίας και τη Δημόσια Βιβλιοθήκη Νέας Νότιας Ουαλίας, σε συνεργασία με το Αυστραλιανό Συμβούλιο Ερευνας και την Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα της περιοχής και η επίσημη παρουσίασή του πραγματοποιήθηκε πριν από λίγες ημέρες.

Ο αυθορμητισμός με τον οποίο μοιράστηκαν τις προσωπικές τους μνήμες αυτοί οι 120 άνθρωποι, έφερε στο φως κάτι που απουσιάζει από τις ιστορικές καταγραφές: το πώς βιώνεται η μετανάστευση στην καθημερινότητα. Το υλικό συμπληρώνουν 500 φωτογραφίες που παραχώρησαν οι συνεντευξιαζόμενοι και που αποτυπώνουν στιγμές από την άφιξη και τη ζωή τους στην Αυστραλία.

«Πού είναι ο κόσμος;»

«Την πρώτη μου εβδομάδα στο Νιουκάστλ, παρατήρησα ότι οι άνθρωποι δεν βγαίνουν έξω τις Κυριακές», λέει σε κάποιο σημείο της αφήγησής του ο Πέτρος Ρεπούσης. «Μόλις τελείωσε η εβδομάδα με παίρνει ο αδελφός μου για να πάμε μια κυριακάτικη βόλτα στην πόλη – και εκεί… δεν είδα κανέναν απολύτως! Είχα συνηθίσει να ζω στην Αθήνα όπου περνούσα υπέροχα παρότι δεν είχαμε σχεδόν καθόλου χρήματα αλλά ήμουν νέος… Ρωτάω, λοιπόν, τον αδελφό μου: “Ε, Τάσο, πού είναι ο κόσμος;”. “Εεε…”, μου απαντάει. “Τι εννοείς «εεε»;” του λέω. “Κοίτα, εδώ, τις Κυριακές οι άνθρωποι μένουν μέσα. Σπανίως βγαίνουν έξω εκτός κι αν είναι καλοκαίρι”, μου λέει. “Και τι κάνουν;” ρώτησα εγώ. Δεν θυμάμαι τι μου απάντησε και του λέω “Τάσο, φεύγω! Σου το ορκίζομαι, δεν μπορώ να μείνω σε ένα τέτοιο μέρος!”». Τελικά έμεινε… «Κανείς δεν θέλει να εγκαταλείψει την πατρίδα του, για να είμαι ειλικρινής», λέει. «Ποιος θέλει να αφήσει πίσω τους γονείς του; Ομως αν δεν έχεις να φας, όταν δεν έχεις δουλειά, όταν δεν υπάρχουν δουλειές, τι να κάνεις; (…) Δεν ήρθαμε για να δούμε το μέρος. Ηρθαμε για να ζήσουμε. Να βρούμε εργασία. Ολοι οι νέοι εγκατέλειψαν τα χωριά. Ολόκληρη η γενιά μου έφυγε».

«Υπάρχει Θεός»

Οι διηγήσεις είναι συγκινητικές. Οι λεπτομέρειές τους αναβιώνουν τρυφερές στιγμές. Η 98χρονη Κατίνα Μέξη έφτασε στην Αυστραλία το 1956, μαζί με τον μικρό της γιο για να βρει τον σύζυγό της που βρισκόταν ήδη εκεί. Εζησε μια οδυνηρή εμπειρία. Εχοντας εξαπατηθεί στην Αθήνα από τον ταξιδιωτικό πράκτορα που θα κανόνιζε το ταξίδι τους στην Αυστραλία, βρέθηκε εγκλωβισμένη, χωρίς χρήματα στο λιμάνι του Πορτ Σάιντ στην Αίγυπτο περιμένοντας το καράβι για το Σίδνεϊ. «Εκλαιγα. Τι τραύμα! Τότε έφτασε μια παρέα και κάθισε σε άλλο παγκάκι. Ο Θέμος (σ.σ.: ο γιος της) πήγε κοντά τους. Τους ακούει να μιλούν ελληνικά. Επιστρέφει και λέει “Μαμά, μαμά! Ελληνες είναι! Είναι Ελληνες!”. Αρχισαν μια συζήτηση με τον Θέμο. (…) Τότε κάποια στιγμή ακούμε ένα κουδούνι. Μετά λένε στον Θέμο να μου πει ότι είναι ώρα για φαγητό. “Μαμά, μαμά, ήρθε η ώρα να φάμε!”. Είπα, “Θέμο, δεν έχουμε λεφτά να πληρώσουμε για φαγητό”. “Μα, μαμά, πεινάω”. Τότε είπα “Σας παρακαλώ, κύριε, πάρτε το παιδί μου, εγώ δεν πεινάω”. “Oχι, κυρία, πρέπει να έρθετε μαζί μας να φάμε”. Με ρώτησε για τις περιστάσεις μου, και είπα ότι έγινε αυτό κι αυτό. Αποδεικνύεται ότι ήταν από τη Ρόδο. Μου είπε, “κυρία, μία ξαδέλφη μου μού έδωσε 10 λίρες για να της ψωνίσω στο Αντεν. Θα σου δανείσω αυτά τα χρήματα και όταν φτάσουμε στην Αυστραλία μπορείς να με πληρώσεις πίσω”. Είπα, “υπάρχει Θεός”. Και έτσι, πήγαμε και φάγαμε…».

Η Κρατική Βιβλιοθήκη της Νέας Νότιας Ουαλίας είναι ένα από τα παλαιότερα και πιο σημαντικά δημόσια ιδρύματα της Αυστραλίας. Από το 1826 συλλέγει και συντηρεί αρχεία που σχετίζονται με την κοινωνική ιστορία της περιοχής και ολόκληρης της χώρας. Οι πλούσιες συλλογές της, φυσικές και ψηφιακές, επιτρέπουν στους Αυστραλούς να εξετάζουν το παρελθόν τους και με βάση αυτό να οραματίζονται το μέλλον. Οι ιθύνοντες της βιβλιοθήκης θεωρούν πολύ σημαντική τη δημιουργία του Αρχείου Ελληνοαυστραλών καθώς ρίχνει φως στην πολυπολιτισμική ιστορία του Σίδνεϊ και στη διαμόρφωση της σημερινής φυσιογνωμίας της Αυστραλίας.