Το Σαββατοκύριακο που πέρασε, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, οι υπηρεσίες καθαριότητας του Ιδρύματος εργάστηκαν υπερωρίες καθαρίζοντας την κουρελαρία των αφισών, κομματικών και παραταξιακών, που είναι η ταπετσαρία διαφόρων τοίχων, τα πανό που κρέμονταν σε διάφορα σημεία και τις μπογιές από γκράφιτι και συνθήματα.

Ο κοσμήτορας, ο γενναίος Παναγιώτης Γκλαβίνης, εξήγησε ότι η γενική καθαριότητα έπρεπε να γίνει, επειδή την Κυριακή θα επισκέπτονταν το Πανεπιστήμιο μαθητές αλλά και μεγάλος αριθμός ασκούμενων δικηγόρων που έδιναν εξετάσεις για να λάβουν άδεια ασκήσεως επαγγέλματος. «Δεν μπορούσαμε να επιτρέψουμε να βγει προς τα έξω μια εικόνα παρακμής του δημοσίου χώρου μας», εξήγησε ο κοσμήτορας. Και πρόσθεσε:

«Σε λίγες μέρες, θα διεξαχθούν φοιτητικές εκλογές. Η αφισοκόλληση είναι μια παθογένεια της Μεταπολίτευσης. Την εποχή του Διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, στα οποία είστε όλοι ενεργοί, κατ’ επιλογήν σας, η αφισοκόλληση δεν είναι παρά ένα μέσο βίαιης επιβολής τού μηνύματος που κάποιοι επιχειρούν να περάσουν στους συναδέλφους τους χωρίς να τα καταφέρνουν και γι’ αυτό τους το επιβάλλουν, αναγκάζοντάς τους να το υφίστανται στον χώρο όπου αναγκαστικά ζουν και κινούνται. Αυτό έχει όνομα και λέγεται αισθητικός φασισμός. Μην τον ανέχεστε πλέον».

Του Κώστα Σκλαβενίτη

Ο κοσμήτορας έχει δίκιο, αλλά να είναι βέβαιος ότι δεν θα ακουστεί. Αν δεν άρχισαν ήδη να βρωμίζουν εκ νέου τους τοίχους οι καλοί φοιτητές που δεν τους αρέσουν όσα λέει, θα το διαπράξουν σήμερα-αύριο. Δεν είναι μόνο η αντανακλαστική επιβίωση της ψευδαίσθησης δύναμης, που υπαγορεύει τις ταπετσαρίες στους τοίχους – όποιος κολλάει ή βάφει περισσότερες επιφάνειες είναι περισσότερο δυνατός. Οι φοιτητικές παρατάξεις, οι νεολαίες ή οι ομάδες των αναρχοαυτόνομων πρέπει να λειτουργούν σαν στρατός, συνεπώς η αφισοκόλληση και η αφισορρύπανση είναι η τακτική πολεμική άσκηση επιρροής επί του πεδίου, στις σχολές. Στο Διαδίκτυο η ισχύς δεν είναι άμεσα μετρήσιμη.

Αλλά, παραπέρα, η ασχήμια και η βρωμιά έχουν φτάσει να θεωρούνται ριζοσπαστική πράξη, επειδή η καθαριότητα θεωρείται εκδήλωση κομφορμισμού και έκφραση της καθεστωτικής τάξης που, ως γνωστόν, τα επαναστατικά κινήματα εχθρεύονται (αλλά, όπως διδάσκει η ιστορία, την αποθεώνουν αν αυτά επικρατήσουν). Παλιά, υπήρχε ένα σαρκαστικό στιχάκι που έλεγε ότι «η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά – κι η άλλη μισή είναι η βρώμα». Σήμερα, η βρωμιά στα πανεπιστήμια ταυτίζεται με την επανάσταση, με την απείθεια ή, έστω, με τον αντικομφορμισμό.

Αλλ’ η επιβολή της βρωμιάς ως αισθητική της ψαγμένης νεολαίας είναι αυτό που λέει ο κοσμήτορας, «αισθητικός φασισμός». Που επιβάλλεται επί όλης της ακαδημαϊκής κοινότητας, ως κεκτημένο. Τι είδους κεκτημένο; Κεκτημένο στην ουσία ενός μονοδιάστατου τρόπου των ριζοσπαστών κάθε είδους να κάνουν αισθητή την παρουσία τους. (Ο Μανώλης Ρασούλης, πριν από την επέλαση της πολιτικής ορθότητας, μιλούσε για την εκδίκηση της γυφτιάς).

Η ίδια αισθητική, ανενόχλητη, έχει άλλωστε κυριεύσει το κέντρο των περισσότερων πόλεων, καταφέρνοντας να κρύψει την όποια αρχιτεκτονική ιδιαιτερότητα, την όποια φυσική ομορφιά, το όποιο κτιστό περιβάλλον. Οι ριζοσπάστες χειριστές της ασχήμιας επιδιώκουν να κάνουν γκρίζες τις ζωές μας – και σε μεγάλο βαθμό το έχουν καταφέρει.

ΥΓ. Πήρε τηλέφωνο ο Μπάμπης Μπαρμπουνάκης, πρόεδρος των Εκδοτών Βόρειας Ελλάδας, για να μου πει ότι η προσφώνηση, «σεΐχα», στην έναρξη της Εκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης, αφορούσε γυναίκα. Σου λέει, ο σεΐχης, θηλυκόν: η σεΐχα! Ο,τι πεις πρόεδρε.