Με τα 26 εκατομμύρια δολάρια που πρόσθεσε στο «οπλοστάσιο» της προεκλογικής του εκστρατείας το βράδυ της 28ης Μαρτίου, ο Τζο Μπάιντεν κατέρριψε το μέχρι εκείνη τη στιγμή ρεκόρ συγκέντρωσης «δωρεών» σε μία και μοναδική εκδήλωση. Κι αυτό είναι κάτι που χρωστά, σε μεγάλο βαθμό, στην παρουσία των δύο Δημοκρατικών προκατόχων του Μπαράκ Ομπάμα και Μπιλ Κλίντον, οι οποίοι – εκτός από το πολιτικό μήνυμα ενότητας που έστειλαν – αποτέλεσαν τους «κράχτες» που έπεισαν πολλούς επώνυμους και εύρωστους οικονομικά Αμερικανούς να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη προκειμένου να τον ενισχύσουν.

Ο Ντόναλντ Τραμπ απάντησε άμεσα, στις 6 Απριλίου, καθώς συγκέντρωσε πάνω από 50 εκατομμύρια σε ένα «γκαλά» στο Μαϊάμι, συντρίβοντας με τη σειρά του το ρεκόρ του αντιπάλου του. Ο τέως πρόεδρος αποδεικνύει έτσι ότι είναι αποφασισμένος και ικανός να ανταγωνιστεί τον Μπάιντεν και σε αυτό το επίπεδο. Ανάμεσα στα ατού του περιλαμβάνεται, αναμφίβολα, η σύζυγός του και τέως πρώτη κυρία Μελάνια, η οποία είναι αρκετά δημοφιλής και επικοινωνιακή. Μάλιστα, το ζεύγος αποφάσισε να μετατρέψει φέτος την 14η Φεβρουαρίου, γνωστή και ως ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου, σε μέσο για την άντληση χρημάτων: Ο Τραμπ πόσταρε το μελιστάλαχτο μήνυμα που της έστειλε και κάλεσε τους οπαδούς του να του δείξουν την αγάπη τους με ένα «κλικ» πάνω σε διάφορα ποσά – από 20 ως 3.300 δολάρια.

Η σπουδή των δύο μονομάχων να γεμίσουν τα ταμεία τους δεν είναι, φυσικά, τυχαία. Κι αυτό διότι, όπως χαρακτηριστικά έγραφε τον Απρίλιο του 2022 η Γουέντι Αντερχιλ, διευθύντρια του NCSL (Εθνικό Συμβούλιο Πολιτειακών Κοινοβουλίων), «η δημοκρατία είναι ανεκτίμητη, αλλά οι εκλογές απαιτούν μεγάλη τσέπη». Κι αυτό είναι κάτι που ισχύει ειδικά για τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, όπου τα ποσά τα οποία δαπανώνται στις προεκλογικές εκστρατείες είναι τεράστια και αυξάνονται διαρκώς.

Οι διαφημιστικές δαπάνες

Πράγματι, όπως εκτιμά η GroupM, που είναι ένας από τους μεγαλύτερους διαφημιστικούς ομίλους παγκοσμίως, στην πορεία προς τις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου θα διατεθούν συνολικά 15,9 δισ. δολάρια που αντιστοιχούν στις διαφημιστικές δαπάνες των δύο αντιπάλων για την προεδρία Μπάιντεν και Τραμπ, αλλά και των εκατοντάδων υποψηφίων για τη Βουλή των Αντιπροσώπων και τη Γερουσία. Το παραπάνω ποσό είναι μεγαλύτερο κατά 30% σε σύγκριση με το αντίστοιχο που δαπανήθηκε στον προεκλογικό «κύκλο» του 2019-20 (όταν το συνολικό κόστος της προεκλογικής περιόδου για τους υποψηφίους υπολογίστηκε στα 14 δισ. δολάρια), ενώ, σύμφωνα με τα προγνωστικά του ίδιου ομίλου, πιθανότατα θα φτάσει στα 20 δισ. στις επόμενες εκλογές, του 2028.

Εύκολα μπορούν, λοιπόν, οι πάντες να καταλάβουν ότι η ενασχόληση με την πολιτική και η εκλογή στους ανώτερους και ανώτατους θώκους της στις ΗΠΑ είναι ένα «σπορ» που αφορά μόνο τους «έχοντες». Ή, έστω, εκείνους που διατηρούν καλές σχέσεις με τους μεγιστάνες του πλούτου και τα διάφορα λόμπι, ώστε να καταφέρουν να διασφαλίσουν τα αναγκαία ποσά που θα τους επιτρέψουν να κάνουν πράξη τις φιλοδοξίες τους.

Ο Ουάσιγκτον και το πρώτο Σύνταγμα

Πρέπει να σημειωθεί, βεβαίως, ότι αυτό δεν αποτελεί ένα φαινόμενο των τελευταίων ετών ή δεκαετιών. Αλλωστε, από τα πρώτα κιόλας βήματα της νεαρής αμερικανικής δημοκρατίας οι «πατέρες» της φρόντισαν ώστε τα ηνία να βρίσκονται πάντοτε στα κατάλληλα χέρια.

Για του λόγου το αληθές, όπως θυμίζει ο Χάουαρντ Ζιν στο μνημειώδες έργο του με τίτλο «Ιστορία του λαού των Ηνωμένων Πολιτειών», ο πρώτος πρόεδρος Τζορτζ Ουάσιγκτον ήταν στην εποχή του ο πλουσιότερος άνθρωπος της χώρας του. Επίσης, από τους 55 ανθρώπους – όλους άντρες – που συγκεντρώθηκαν στη Φιλαδέλφεια το 1787 προκειμένου να συντάξουν το Σύνταγμα των ΗΠΑ, οι περισσότεροι ήταν πλούσιοι και διέθεταν μεγάλες εκτάσεις γης, σκλάβους, βιομηχανίες και ναυτιλιακές επιχειρήσεις, ενώ αρκετοί δάνειζαν συστηματικά μεγάλα χρηματικά ποσά έναντι υψηλών επιτοκίων.

Αλλά και στο Μέριλαντ, μερικά χρόνια νωρίτερα (το 1776), προϋπόθεση για να θέσει κάποιος υποψηφιότητα για το αξίωμα του κυβερνήτη ήταν να διαθέτει περιουσία τουλάχιστον 5.000 στερλινών, ενώ το αντίστοιχο ποσό για μια θέση γερουσιαστή ανερχόταν στις 1.000 στερλίνες. Με τον τρόπο αυτόν, όμως, το 90% του πληθυσμού αποκλειόταν από τη διεκδίκηση οποιουδήποτε δημόσιου αξιώματος.

Η προέλευση των χρημάτων

Η αλήθεια, βεβαίως, είναι ότι ειδικά τα τελευταία χρόνια η παραπάνω οικονομική διάσταση γίνεται ολοένα μεγαλύτερη και πιο σημαντική, αποδεικνύοντας την ολοένα μεγαλύτερη σημασία που έχει η επικοινωνία (ή, αλλιώς, η προπαγάνδα) κατά τις προεκλογικές περιόδους. Ενδεικτικά, στην πορεία προς τις εκλογές του 2020, οι διεκδικητές του χρίσματος δαπάνησαν 6,6 δισ. δολάρια, ποσό που ξεπερνά το άθροισμα των αντίστοιχων δαπανών στις δύο προηγούμενες αναμετρήσεις, του 2012 και του 2016.

Ενδιαφέρον έχει και η προέλευση αυτών των χρημάτων. Με βάση τα στοιχεία του 2020, το 20% περίπου καλύφθηκε από όσους συνεισέφεραν ποσά μέχρι 200 δολάρια, ενώ το 50% περίπου αντιστοιχούσε σε εισφορές της τάξης των 200-2.800 δολαρίων, που αποτελούσαν επισήμως και το ανώτατο όριο. Ομως, τα επιτελεία συγκροτούν τις αποκαλούμενες Επιτροπές Πολιτικής Δράσης (PAC) οι οποίες, εκμεταλλευόμενες τους πιο χαλαρούς κανόνες, οργανώνουν σειρά εκδηλώσεων (όπως το προαναφερθέν δείπνο με την παρουσία Μπάιντεν, Ομπάμα και Κλίντον) και διασφαλίζουν σημαντικές «δωρεές».

Ταυτόχρονα, υπάρχει και ο θεσμός των Super-PAC, μέσω των οποίων οι επιχειρηματικοί όμιλοι είναι σε θέση να χρηματοδοτούν τους εκλεκτούς τους χωρίς πρακτικά να υπόκεινται σε όρια. Ορισμένοι, μάλιστα, από αυτούς (αν όχι οι περισσότεροι) φροντίζουν να «μοιράζουν» τις εισφορές τους αναλογικά με τα ποσοστά των δημοσκοπήσεων, έτσι ώστε να διασφαλίσουν πως όποιο και να είναι το αποτέλεσμα των εκλογών, τα συμφέροντά τους δεν θα κινδυνεύσουν.

Ενα σύστημα καλά μελετημένο και οργανωμένο σύστημα, δίχως αμφιβολία…

Οι απολαβές του προέδρου

Οι απολαβές του εκάστοτε προέδρου των ΗΠΑ μπορεί να μην είναι αμελητέες σε απόλυτους αριθμούς, αποτελούν όμως… ψίχουλα εάν συγκριθούν με τα ποσά που αυτοί και οι κάθε λογής «δωρητές» δαπανούν προκειμένου να εκλεγούν στον ανώτατο πολιτικό θώκο της χώρας. Σήμερα, λοιπόν, με βάση την απόφαση που έλαβε το Κογκρέσο το 2001, ο Τζο Μπάιντεν λαμβάνει ετησίως 400.000 δολάρια – όπως και ο Ντόναλντ Τραμπ πριν από αυτόν, αλλά και ο Μπαράκ Ομπάμα και ο Μπιλ Κλίντον. Ακριβώς τα διπλάσια, δηλαδή, σε σύγκριση με ό,τι τις τρεις προηγούμενες δεκαετίες. Επρόκειτο, όπως σημειωνόταν, για ένδειξη σεβασμού προς «μία από τις πιο δύσκολες, απαιτητικές και σημαντικές δουλειές στον πλανήτη».

Εκτός δε από τον μισθό του, ο Μπάιντεν δικαιούται 50.000 δολάρια για διάφορα έξοδα, 19.000 δολάρια για διασκέδαση, ενώ έχει πρόσβαση σε έναν αφορολόγητο λογαριασμό 100.000 δολαρίων για ταξίδια. Οσο για την κρατική σύνταξη που δικαιούται, σήμερα ο Τραμπ λαμβάνει το ποσό των 230.000 δολαρίων ετησίως.

Αξίζει να σημειωθεί ότι, συγκριτικά, ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ (σήμερα η Κάμαλα Χάρις) αμείβεται με 243.500 δολάρια ετησίως, ο επικεφαλής της πλειοψηφίας της Γερουσίας με 193.400 δολάρια (οι υπόλοιποι γερουσιαστές λαμβάνουν 174.000), ενώ ο/η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου 180.000 δολάρια.