«Η τέχνη τού να βάζεις τους κατάλληλους ανθρώπους στην κατάλληλη θέση είναι πρωταρχική στην επιστήμη της διακυβέρνησης· αλλά εκείνη τού να βρίσκεις θέσεις για τους δυσαρεστημένους είναι η πιο δύσκολη». Χωρίς μεγάλη προσπάθεια βρίσκουμε πάντα κάτι έξυπνο που είπε ο Ταλεϋράνδος, γιατί είπε πάρα πολλά έξυπνα, διασκεδαστικά και κυρίως διαχρονικά – σαν το παραπάνω. Εγώ που για τους Γάλλους θρέφω, πολιτικά μιλώντας, μια σταθερή φιλική καχυποψία (την οποία ίσως συμμεριζόταν κι εκείνος) τον σκέφτομαι συχνά.

Αν οι πολιτικοί είχαν τον άγιό τους, πιστεύω πως ο Charles-Maurice de Talleyrand-Périgord θα ήταν o ιδανικός. Γεννήθηκε το 1754 στη θαλπωρή της προεπαναστατικής γαλλικής αριστοκρατίας, γιος του πρίγκιπα του Περιγκόρ, και ξεκίνησε την καριέρα του υπό τη βασιλεία του Λουδοβίκου ΙΣτ’· κατόπιν εξελίχθηκε, στα χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης συντασσόμενος με τους επαναστάτες, μετά με τον Ναπολέοντα, μετά με τον Λουδοβίκο ΙΗ’ και μετά με τον Λουδοβίκο-Φίλιππο. Κληρικός, πολιτικός και διπλωμάτης, επιβίωσε μέσα από έξι εύφλεκτα πολιτικά καθεστώτα, κυριάρχησε στην ευρωπαϊκή πολιτική ζωή για μισό αιώνα στα υψηλότερα επίπεδα διαδοχικών κυβερνήσεων, και το όνομά του έγινε συνώνυμο μιας πονηρής, κυνικής αλλά και αποτελεσματικής διπλωματίας.

Τα λεγόμενά του, πολλά και διασκεδαστικά, σπάνε ακόμα και σήμερα τα τοιχώματα του χρόνου (λ.χ., «Φοβάμαι πολύ περισσότερο μια στρατιά εκατό προβάτων που καθοδηγούνται από ένα λιοντάρι παρά μια στρατιά εκατό λιονταριών που καθοδηγούνται από ένα πρόβατο».) Κάποιοι τον αποκαλούν τον πιο έμπειρο, χρήσιμο και επινοητικό διπλωμάτη της ευρωπαϊκής ιστορίας, άλλοι τον πιο ευέλικτο, επιδέξιο και ασυνείδητο προδότη. Ο συνδυασμός των δύο φυσικά δεν αποκλείεται.  Γιατί όπως και να ‘χει, η πολιτική είναι συνώνυμη του κυνισμού.

Εκείνο το περίφημο «η τέχνη του εφικτού» που μας αρέσει να επαναλαμβάνουμε, αυτό σημαίνει: το πρώτο πράγμα στον αέναο αγώνα της πολιτικής είναι η κατόπτευση του πεδίου της μάχης και η σωστή διαχείριση του βαθέος υπεδάφους της – του ανθρώπινου ορυκτού. Πρέπει να ξέρεις με ποιους έχεις να κάνεις, τι αντιμετωπίζεις, ποια είναι τα αληθινά πρόσωπα φίλων και εχθρών και, κυρίως, τι θέλουν οι πελάτες σου που κρατούν τα ψηφοδέλτιά τους στα χέρια: Θέλουν να προστατεύονται αλλά να μην μπλέκουν σε προστασίες άλλων; Θέλουν τη φύση δική τους και αναλλοίωτη αλλά να χτίζουν όπου θέλουν, ό,τι θέλουν; Θέλουν να συμμετέχουν στην ευρωπαϊκή πολιτική αλλά να εκπροσωπούνται από γραφικές τηλεπερσόνες, αθλητές και γκάνγκστερ; Τι θέλουν για να αισθάνονται οι πιο έξυπνοι, οι πιο περήφανοι, οι πιο μοναδικοί;

Ωστόσο εκεί όπου σταματά το εκπαιδευμένο και έμπειρο βλέμμα του κυνισμού ανοίγεται ένας άλλος, ομολογουμένως θολός, ορίζοντας. Των οραμάτων, των ιδεών, των ονείρων. Των ελπίδων. Ο ορίζοντας μιας θεώρησης ότι η πολιτική δεν είναι μόνο όλα τα παραπάνω αλλά και το επιλεγμένο επάγγελμα κάποιων πεισματικά θαρραλέων που πιστεύουν και εργάζονται για κάτι καλύτερο. Η Βουλή των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ δεν ενέκρινε, παρά τις δυσοίωνες προβλέψεις, χρηματοδότηση 95 δισ. δολαρίων για βοήθεια στην Ουκρανία; Η έκθεση Λέτα για τη μεταρρύθμιση της ενιαίας αγοράς δεν μπορεί να σημαίνει ότι η ενωμένη Ευρώπη ετοιμάζει και μπορεί να φέρει, παρά τις ολούθε αντιστάσεις, αληθινές θετικές βελτιώσεις;

Σας ακούω. Για κάθε καλό νέο που φτάνει στ’ αφτιά μας πατιέται μέσα μας αυτόματα το πάντα άγρυπνο κουμπί του κυνισμού: Ωραία όλα αυτά, αλλά τι κρύβεται από πίσω; Ποιοι κερδίζουν, ποιες τσέπες γεμίζουν, ποια συμφέροντα εξυπηρετούνται; Πάντα κάποιων άλλων, πάντα πίσω από τις πλάτες μας. Γι’ αυτό, ας προφυλάξουμε εμείς τα δικά μας (τα κλειστά μας σύνορα, τα οικοδομήσιμα τετραγωνικά μας, τα εύηχα συνθήματά μας) κι άσ’ τους να λένε τα λόγια τα μεγάλα.

Αποδεχόμαστε τον κυνισμό των πολιτικών μας με τον δικό μας κυνισμό. Με τον δικό μας κυνισμό θρέφουμε τον δικό τους, κι εκείνοι ανταποκρίνονται, εξυπηρετώντας μας. Ναι: είναι ένα παιχνίδι με καθρέφτες. Αλλά οι καθρέφτες σπάνε. Και, όπως είπε ο κυνικότερος όλων (ναι, ο Ταλεϋράνδος), τα όνειρα γεννούν πραγματικότητες.