«Πάμε, εδώ ήρθαμε» ήταν η φράση των θεατών όταν η ταινία έφτανε στις σκηνές που ήδη είχαν δει. Κάτι ανάλογο μας συμβαίνει σήμερα παρακολουθώντας την πολιτική σκηνή, αλλά δεν μπορούμε «να πάμε», γιατί είμαστε πολίτες και όχι «ιδιώτες» και γιατί οι καιροί είναι κρίσιμοι τόσο για την Ελλάδα όσο και την Ευρώπη – χωρίς αμφιβολία η κάλπη των ευρωεκλογών στις 9 Ιουνίου 2024 είναι όσο ποτέ άλλοτε κάλπη εθνική και ευρωπαϊκή ταυτόχρονα.

Πότε είδαμε το ίδιο έργο; Μα στη δεκαετία των μνημονίων. Και πιο έργο ήταν; Εκείνο που εκτός από τα λάθη των ξένων, η πολιτική δημαγωγία και ο παροξυστικός κομματικός ανταγωνισμός βάθυναν την κρίση και κράτησαν την Ελλάδα για δέκα χρόνια στα μνημόνια όταν όλες οι άλλες χώρες είχαν βγει. Βεβαίως η κατάσταση έχει αλλάξει, το επισφράγισαν οι εκλογές του 2019 και του 2023. Ομως η «επιστροφή στην κανονικότητα», όπως ονομάστηκε, στάθηκε λειψή. Δύο νάρκες μεταφέρθηκαν στη νέα φάση και εξακολουθούν να περιφέρονται επικίνδυνα. Η πρώτη είναι το μέγεθος της πτώσης του εισοδήματος της χώρας και των Ελλήνων λόγω της οιονεί χρεοκοπίας – με την πρόσθετη επιδείνωση λόγω πανδημίας. Οι πολίτες και τα νοικοκυριά υποχρεώθηκαν να προσαρμόσουν τη ζωή τους σε χαμηλότερη στάθμη.

Στην πλειονότητά τους το έκαναν με θυσίες αλλά και αξιοπρέπεια. Είναι αλήθεια και όχι αυτοκολακεία ότι η κοινωνία και η δημοκρατία άντεξαν, ότι η Ελλάδα άντεξε, παρότι έζησαν μια από τις πιο καταστροφικές και παρατεταμένες οικονομικές κρίσεις που γνώρισε χώρα του ανεπτυγμένου κόσμου. Δεν θα πρέπει όμως να ξεχνάμε το μέγεθος της βύθισης, γιατί αλλιώς ξεχνάμε το μέγεθος του κοινωνικού προβλήματος και της εθνικής πρόκλησης για το μέλλον. Μας το θυμίζουν άλλωστε η στατιστική και οι αριθμοί. Το 2009, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης ήταν το 95% του μέσου όρου της ΕΕ, το 2012 έπεσε στο 71%, το 2014 έγινε 72% για να πέσει ως το 2018 στο 66%, να επιδεινωθεί στην πανδημία του 2020 στο 62% και να φτάσει σήμερα στο 67%.

Είμαστε σε φάση βελτίωσης της κατάστασης; Ασφαλώς. Ο ρυθμός ανάπτυξης είναι και θα συνεχίσει να είναι υψηλότερος του ευρωπαϊκού, ο κατώτερος μισθός αυξήθηκε αισθητά υπερκαλύπτοντας τον πληθωρισμό, ένας πυρήνας εξωστρεφών επιχειρήσεων αναπτύσσεται με δυναμισμό, η φοροδιαφυγή μοιάζει να περιορίζεται. Ολα αυτά θα ήταν σημαντικά αν η εποχή ήταν «κανονική», αν με άλλα λόγια δεν είχε προηγηθεί η οικονομική κατάρρευση. Το πρόβλημα όμως τώρα είναι ότι έχουμε να καλύψουμε πολύ δρόμο για να ανακτήσουμε αυτά που χάσαμε, αλλά και ότι η αύξηση που ήδη πετυχαίνουμε δεν αλλάζει επαρκώς αυτό που λέμε «παραγωγικό μοντέλο της χώρας». Ο όρος αρχίζει να αντιμετωπίζεται με χλεύη, σαν να είναι αργκό των οικονομολόγων και των διανοουμένων.

Αυτό όμως είναι το νέο πολιτικό στοίχημα. Χωρίς ένα σχεδιασμένο άλμα στην παραγωγικότητα, στις επενδύσεις, στην εξωστρέφεια, στην τεχνολογική αναβάθμιση, οι μισθοί, τα έσοδα για το κοινωνικό κράτος, η ποιότητα της εργασίας και της εκπαίδευσης θα είναι αυτά που είναι. Οπως όμως έλεγε ο Ζακ Ντελόρ, «κανένας δεν μπορεί να ερωτευτεί μια ενιαία αγορά» και μάλλον ούτε «ένα νέο παραγωγικό μοντέλο». Μόνο αν ο στόχος αναβαθμιστεί σε νέο εθνικό αφήγημα μπορεί να κινητοποιήσει ευρύτερες δυνάμεις. Αν δηλαδή ενταχθεί σε ένα πλέγμα αξιών και συμπεριφορών που συνδυάζει συναισθήματα πατριωτισμού, αιτήματα κοινωνικής συνοχής, οικολογική μέριμνα, ατομική υπευθυνότητα και ηθική της εργασίας, εκπαιδευτική και ερευνητική αριστεία. Μόνο αν εισαγάγουμε εικόνες ενός δυναμικότερου εθνικού μέλλοντος στο παρόν θα αποκτήσει η κοινωνία προσανατολισμό και η οολιτική θα μετριάσει τον εγκλωβισμό της στον βραχυπρόθεσμο ορίζοντα των εκάστοτε εκλογών. Εύκολο να το λες, δύσκολο να το βρεις και να το κάνεις. Αυτό πάντως είναι το σημαντικότερο έλλειμμα της σημερινής κυβέρνησης, αυτό της στερεί τη δυνατότητα, για να το πούμε σε αριστερή διάλεκτο, να μετατρέψει την πολιτική κυριαρχία σε σταθερότερη ιδεολογική ηγεμονία.

Εδώ όμως έρχεται η δεύτερη νάρκη από την προηγούμενη δεκαετία για να χειροτερέψει τα πράγματα: η αχαλίνωτη οξύτητα και εχθροπάθεια που κυρίευσαν τον πολιτικό λόγο και τον κομματικό ανταγωνισμό. Η φτωχοποίηση δημιούργησε ένα υπόστρωμα κοινωνικής επισφάλειας το οποίο ευνόησε τον ανορθολογισμό και την τοξικότητα, που με τη σειρά τους εμποδίζουν έναν ορθολογικότερο σχεδιασμό του μέλλοντος. Είναι αστείο να ανησυχούμε σήμερα στην Ελλάδα για τους ανύπαρκτους κινδύνους που υποτίθεται ότι απειλούν το κράτος δικαίου και να παραγνωρίζουμε την εθνική ζημιά που επιφέρει η απίθανη υποβάθμιση του πολιτικού λόγου και της κομματικής αμετροέπειας. Πάντα είχαμε κομματική πόλωση, αλλά το μέγεθος του ανορθολογισμού, της συνωμοσιολογίας και των «ψεκασμένων» είναι πρωτοφανές. Είναι αλήθεια ότι ανάλογα συμπτώματα εμφανίζονται στις περισσότερες δυτικές δημοκρατίες καθώς πιέζονται από την κοινωνική δυσανεξία, την οικονομική και πολιτισμική ανασφάλεια, τις πολυκρίσεις, τον λαϊκισμό και την επίδραση των social media. Στην Ελλάδα όμως οι δύο κληρονομιές της προηγούμενης δεκαετίας αλληλοενισχύονται και από κοινού επιδεινώνουν την κατάσταση.

Το χειρότερο είναι ότι αυτές οι παθογένειες έχουν εγγραφεί, και έτσι παρατείνονται, στα κύτταρα του νέου κομματικού συστήματος που προέκυψε μετά το 2012. Αναδρομικά, καταλαβαίνουμε ότι τότε επισφραγίστηκε στην Ελλάδα το τέλος της ιστορικής κομμουνιστικής Αριστεράς με τη μετάλλαξή της σε ένα κόμμα αριστερόστροφου λαϊκισμού, ενώ παράλληλα αποδεκατίστηκε το κεντροαριστερό φιλοευρωπαϊκό κόμμα εξουσίας. Τα δύο παράλληλα φαινόμενα ήταν η ελληνική εκδήλωση των δύο μεγάλων ιστορικών διαψεύσεων. Από τη μια, τέλειωσε η προσδοκία της επανάστασης, απέτυχε ο υπαρκτός σοσιαλισμός ως ιστορικά εναλλακτικό κοινωνικό μοντέλο, και, από την άλλη, δεν βρέθηκε η μεγάλη μεταρρύθμιση που υποσχόταν η σοσιαλδημοκρατία. Απότοκο εκείνων των εξελίξεων είναι η σημερινή μιζέρια του αριστερού και κεντροαριστερού χώρου.

Σε αυτό το ιστορικό κενό οι μεγάλες επαγγελίες έδωσαν τη θέση τους σε έναν ακαθόριστο και φτωχό «αντισυστημισμό», πρόσφορο για πάσα χρήση. Ετσι, δημιουργήθηκε ένα κλειστό κύκλωμα ζήτησης και προφοράς στα δύο αντίθετα άκρα του συστήματος, το αριστερό και το δεξιό. Ενα υπολογίσιμο ποσοστό εκλογέων δήλωνε ή αισθανόταν οργή για το «σύστημα». Από τη μεριά της πολιτικής προσφοράς, ο ΣΥΡΙΖΑ και από απέναντι οι γνωστοί αστέρες της Ακροδεξιάς ανταποκρίνονταν στη ζήτηση κορυφώνοντας την εχθροπάθεια με την αντιμνημονιακή δημαγωγία ή αργότερα στην πανδημία με τον «ψεκασμένο» αντιεμβολιασμό. Η κοινωνική πλειοψηφία τούς περιθωριοποίησε το 2019 και το 2023, όμως από όσο φαίνεται οι εστίες παραμένουν. Ετοιμες να υιοθετήσουν ό,τι τρελό και συνωμοσιολογικό τίθεται σε κυκλοφορία, ενώ την ίδια στιγμή αναφύονται πρωτοφανείς και αλλοπρόσαλλες ηγεσίες που φιλοδοξούν να αντιπροσωπεύσουν αυτούς τους χώρους.

Το μείγμα είναι τοξικό. Ελλειψη ενός δυναμικού εθνικού αφηγήματος, ιστορική αμηχανία της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς, μη ισορροπημένο κομματικό σύστημα, ακαθόριστος «αντισυστημισμός», διαθέσιμες δεξαμενές ανορθολογισμού και εχθροπάθειας. Το έργο το έχουμε ξαναδεί και ίσως αυτό μας προστατέψει από το να το ξαναδούμε.

Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο