Εναν μήνα νωρίτερα, οι κάλπες του Ιουνίου έδειχναν μάλλον αδιάφορες για τη μεγάλη πολιτική εικόνα. Τα δεδομένα παρέμεναν  αμετάβλητα και στην πραγματικότητα μόνον η μάχη για τη δεύτερη θέση –η αντιπαράθεση, εν ολίγοις, του ΣΥΡΙΖΑ με το ΠΑΣΟΚ για το καλύτερο πλασάρισμα στο κάδρο της αντιπολίτευσης– φαινόταν να κινεί το ενδιαφέρον. Θα μπορούσαν οι ευρωεκλογές να δρομολογήσουν μια αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού; Για το ερώτημα προφανώς η απάντηση παραμένει αρνητική, αλλά έχει τη σημασία του ότι πλέον μπαίνει το ερώτημα. Ενας προβληματισμός έχει αρχίσει να καταγράφεται και λόγω των δημοσκοπικών ευρημάτων. Η άνετη πρωτιά της ΝΔ δεν τίθεται, βέβαια, υπό αμφισβήτηση, αλλά ξαφνικά αρκετοί παρατηρητές και αναλυτές εκτιμούν ότι οι κάλπες του Ιουνίου αποκτούν μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Κυρίως επειδή δεν αποκλείουν το αποτέλεσμα να αποτελέσει το πρώτο πλήγμα από το 2019 στην εικόνα πολιτική κυριαρχίας της ΝΔ.

Με τη γλώσσα των αριθμών αυτό συνεπάγεται ένα εκλογικό ποσοστό στις ευρωεκλογές κάτω από το 30%. Είναι ξεκάθαρο ότι μια βουτιά μεγαλύτερη των δέκα μονάδων έναν χρόνο μετά τις εθνικές εκλογές δεν πρόκειται να δρομολογήσει πολιτικές εξελίξεις – η κυβέρνηση θα συνεχίσει να έχει τον πλήρη έλεγχο των πραγμάτων με ανοικτό ορίζοντα έως το καλοκαίρι του 2027. Αλλά είναι εξίσου σαφές ότι εάν το αποτέλεσμα της ευρωκάλπης ξεπεράσει τα όρια της προειδοποίησης, θα μπορούσε να ανοίξει ένα ρήγμα στη σχέση κυβέρνησης και κοινωνίας – και προσεχώς να μεταβάλλει σχεδιασμούς και προτεραιότητες. Μια κυβέρνηση του 41% μπορεί να προβάλλεται ως λαοπρόβλητη, αλλά είναι αμφίβολο εάν μπορεί να κινείται με το ίδιο πλάνο και μια κυβέρνηση που θα απορρίπτουν σχεδόν οι τρεις στους τέσσερις ψηφοφόρους.

Μια βασική παράμετρος για την επόμενη ημέρα, όπως το εξετάζουν και στο Μαξίμου, είναι και το μείγμα των ψηφοφόρων που θα αποφάσισαν να στείλουν μήνυμα. Εάν ο μεγάλος όγκος μετακινηθεί δεξιότερα, τότε ο επαναπατρισμός μπορεί να αποδειχθεί ευκολότερος. Ο Βελόπουλος και ο Νατσιός σε ένα πολωτικό σκηνικό εθνικών εκλογών δεν θα βρουν τους ίδιους ψηφοφόρους. Εάν οι απώλειες είναι μεγαλύτερες προς την αριστερή πλευρά του χάρτη, τότε ο κύκλος της φθοράς θα έχει ανοίξει στον χώρο του Κέντρου – που ακόμη αποτελεί προνομιακό πεδίο για τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Στο πρωθυπουργικό επιτελείο υπάρχει μια ανησυχία ότι τα μεσάνυχτα της 9ης Ιουνίου θα προσπαθούν να διαχωρίσουν τους δυσαρεστημένους από τους «κοψοχέρηδες».

Είναι η ακρίβεια, όπως είναι και το βάρος της πενταετούς διακυβέρνησης που δικαιολογούν μια κάμψη της εκλογικής δύναμης. Αλλά μια μεγάλη βουτιά δεν θα αποσυνδεθεί από τις τρεις «μαύρες τρύπες», από τις οποίες θεωρούσαν στην κυβέρνηση ότι είχαν ξεφύγει, αλλά ορθώνονται ακόμη μπροστά της απειλητικές. Τα ερωτήματα για τη διαχείριση της τραγωδίας των Τεμπών όχι μόνον πληθαίνουν, αλλά δεν υπάρχουν επαρκείς εξηγήσεις. Τα μέιλ της Αννας Μισέλ Ασημακοπούλου με τα προσωπικά δεδομένα των ομογενών ψηφοφόρων προκαλούν ήδη σοβαρές πολιτικές και νομικές παρενέργειες. Και οι υποκλοπές επιστρέφουν μετά και από την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για την αντισυνταγματική νομοθετική παρέμβαση που έκλεινε την πόρτα ακόμη και της ενημέρωσης για όσους τέθηκαν υπό παρακολούθηση, σχετικά με τους λόγους που βρέθηκαν στο στόχαστρο της ΕΥΠ.

Οι τρεις υποθέσεις αποδεικνύονται παγίδες που μπορεί να οδηγήσουν σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Και έχουν ήδη προκαλέσει το ευρωπαϊκό ενδιαφέρον, βραχυκυκλώνοντας το Μαξίμου. Ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ, Χρήστος Ράμμος, θα συναντήσει τη Δευτέρα τον Νίκο Ανδρουλάκη, ανοίγοντας ένα νέο κεφάλαιο στην υπόθεση των παρακολουθήσεων, αλλά είναι έτοιμος να ξαναβρεθεί και στις επιτροπές του Ευρωκοινοβουλίου. Για μια σειρά από λόγους, μια επιφυλακτική και καχύποπτη ματιά των Βρυξελλών στην Αθήνα, προβληματίζει περισσότερο από κάθε άλλη παρενέργεια τον στενό πρωθυπουργικό πυρήνα. Μεταξύ Τεμπών, διαρροής προσωπικών δεδομένων και υποκλοπών, η κυβέρνηση μπορεί μετεκλογικά να αναζητήσει νέο σχέδιο για να στεγανοποιηθούν οι δεξαμενές των κεντρώων.