Βλέποντας κανείς τα νέα θύματα του στενού πρωθυπουργικού περιβάλλοντος, τους Παπασταύρο και Μπρατάκο να πέφτουν απ’ το βαρύ λεπίδι ενός αρχηγού που… δεν σηκώνει μύγα στο τίμιο σπαθί του, ξαφνικά τον φαντάζεσαι σε θέση… Μανταλένας: στη βάρκα που είχε ήδη μεταφέρει τον Δημητριάδη και τώρα τους δύο εν λόγω, με τον Μητσοτάκη να φωνάζει για τον επόμενο. Ομως η βάρκα δεν πλέει σαν εκείνη της ταινίας, μα προς έναν σκοτεινό Αχέροντα πολιτικής ανθρωποθυσίας. Και βέβαια, όλοι αυτοί τα έκαναν όλα μόνοι τους. Καλά τους έκανε λοιπόν. Αμέ! Τι; Πώς;

Αν ο συγκλονιστικός πίνακας του Μπέκλιν «Το νησί των νεκρών» είχε και κάτι κωμικό, θα ήταν σίγουρα εκείνος η πιο κατάλληλη εικόνα. Εκεί που ο νεκροπομπός, ντυμένος στα λευκά, τους οδηγεί στην πύλη του κάτω κόσμου. Θεωρείται πιθανό ο Μπέκλιν να εμπνεύστηκε το έργο από το Ποντικονήσι στην Κέρκυρα. Ενδιαφέρον έχει μάλιστα το γεγονός ότι ενώ έχει ζωγραφίσει και το αντίστοιχο «Νησί της ζωής», αυτό δεν είχε ασκήσει ούτε πολλοστημόριο της επίδρασης και σημασίας του «αδελφού» πίνακα – όμως άλλη κουβέντα αυτή (οι εναπομείναντες… ζωντανοί στο «γραφείο των νεκρών», των… μελλοθανάτων του Κυριάκου, όχι ο Μπέκλιν)…

Πάντως είτε μέσα από το ελληνικό σινεμά του ’60, είτε μέσα από τον μεγάλο ευρωπαϊκό ρομαντισμό του 19ου αιώνα, η ουσία παραμένει η ίδια – και αυτό άλλωστε την κάνει «κλασική»: και η ουσία είναι ότι στοιχειώδης κοινωνική δικαιοσύνη απαιτεί να εντάξουν πλέον αμέσως το επάγγελμα «άνθρωπος του Κυριάκου» στα «βαρέα και ανθυγιεινά μέχρι θανάτου». Ειδικότερα δε τις κατηγορίες «υποτίθεται αντ’ αυτού», «γενικός δερβέναγας», «λύνει και δένει», «μηνυματοκομιστής» και, φυσικά, «άνθρωπος ασπίδα». Ολοι αυτοί έχουν ημερομηνία λήξεως και μάλιστα πολύ πιο σύντομη απ’ αυτή που γράφει η ταμπελίτσα τους. Βέβαια, δεν είναι λίγο να ρίχνεις το κορμί σου στη μάχη για να σωθεί ο πρόεδρος. Είναι και τιμητικό φαίνεται. Γιατί αν όχι, πώς θα πάει μετά εκείνος στη Βουλή να πει στους πολίτες «σας κοιτάω στα μάτια», που αν είχε λεχθεί μόλις λίγες εβδομάδες πριν ίσως και να είχε φέρει τα πάνω κάτω στα Οσκαρ…

Πάντως, στα μάτια ή αλλού, όπου κι αν κοιτάει τους πολίτες ο Πρωθυπουργός, φαίνεται ότι δεν κοιτάει και πολύ τι έχουν στο μυαλό τους για το πώς χειρίζεται τα πράγματα: στην υπόθεση των Τεμπών που μόλις συζητήθηκε μέσω της εκ προοιμίου ατελέσφορης πρότασης Ανδρουλάκη, τα ποσοστά δυσπιστίας της κοινής γνώμης έναντι των χειρισμών της κυβέρνησης έχουν μετρηθεί σε τερατώδη επίπεδα. Και αυτό έγινε εκρηκτικό από τις δραματικές αποκαλύψεις του «Βήματος της Κυριακής», για τις οποίες ο Πρωθυπουργός δεν βρήκε να πει μια λέξη. Αλλά επειδή όλο κοιτάει μάτια, μάλλον ο άνθρωπος δεν έχει προλάβει να δει νούμερα, ούτε να πληροφορηθεί γεγονότα. Θα τον δουν κάποια στιγμή αυτά…

Δεν χρειάζεται να επαναληφθεί εδώ το πασίγνωστο με τη «γυναίκα του Καίσαρα». Το τι είναι ή δεν είναι εν προκειμένω «η γυναίκα του Καίσαρα» είναι κάτι που θα το βρει η Δικαιοσύνη. Και πρόκειται για μία υπόθεση σπαρακτική, που θα καίει για πολλά χρόνια τις καρδιές των ανθρώπων και που είναι και εξαιρετικά πολύπλοκη για να κάνει ο καθένας τον ειδικό και να τη «λύνει» σε 500 λέξεις. Ομως, το πώς «φαίνεται η γυναίκα του Καίσαρα» δεν είναι δουλειά της Δικαιοσύνης. Είναι δουλεία της πολιτικής εξουσίας. Που κάνει ό,τι μπορεί και δεν μπορεί για να πείσει ακόμα και τους πιο μετριοπαθείς ότι μιλάμε για πολύ σκοτεινή διαχείριση, πάλι απευθείας απ’ την πηγή. Αρέσει δεν αρέσει στον Μητσοτάκη, δεν υπάρχει άνθρωπος σήμερα στην Ελλάδα που να τον εμπιστεύεται έναντι της υπόθεσης. Και ας κοιτάει όσα μάτια θέλει. Και μόλις προχθές, με την αποπομπή των δύο ανθρώπων του, ουσιαστικά έβαλε και ο ίδιος φαρδιά-πλατιά την υπογραφή του σε αυτή τη δημοκοπικά καταμετρημένη, πάγκοινη διαπίστωση, που ούτε ανατρέπεται, ούτε ξεπερνιέται.