Με τουλάχιστον 1.500 πρόσφυγες και μετανάστες να έχουν ήδη διανύσει τα περίπου 150 ναυτικά μίλια σε ανοιχτή θάλασσα από τα αφρικανικά παράλια προς τη Νότια Κρήτη και τη Γαύδο, γίνεται εύκολα αντιληπτό πως τους τελευταίους μήνες έχει «ανοίξει» ένας καινούργιος θαλάσσιος μεταναστευτικός διάδρομος.

Την ίδια στιγμή, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι – πληροφορίες θέλουν ο αριθμός τους να αγγίζει τις 50.000 – περιμένουν σε αποθήκες στην Ανατολική Λιβύη, έτοιμοι να ακολουθήσουν το νέο αυτό… δρομολόγιο, πραγματοποιώντας το επικίνδυνο ταξίδι, το οποίο έχουν πληρώσει αδρά.

Ο μεταναστευτικός αυτός δρόμος «άνοιξε» στην πράξη από τον περασμένο Οκτώβριο, όταν οι πρώτες βάρκες πλησίαζαν τις ελληνικές ακτές. Η τακτική των διακινητών παραμένει ίδια: στοιβάζουν κατά δεκάδες σε ξύλινα σκάφη και αναχωρούν από τις ακτές της Αφρικής, με… επίκεντρο – τις περισσότερες φορές – το Τομπρούκ της Λιβύης, όπου οι μετανάστες φτάνουν μέσω Αιγύπτου.

Οι κινήσεις της ιταλικής κυβέρνησης με τη συμφωνία με την Αλβανία για τα στρατόπεδα προσφύγων από τη μία, οι αυστηρότεροι έλεγχοι στο Αιγαίο και τον Εβρο από την άλλη, έχουν κάνει αυτή τη στιγμή «δημοφιλέστερη» για τους διακινητές τη διαδρομή της Δυτικής Μεσογείου, από τα αφρικανικά παράλια προς την Ισπανία και ιδιαίτερα τα Κανάρια Νησιά. Ωστόσο, ο νέος δρόμος που έχει χαραχτεί και στοχεύει στα νότια της Κρήτης είναι βέβαιο πως δημιουργεί μια μεταναστευτική πίεση που γίνεται ολοένα και εντονότερη, με τις δημοτικές αρχές της Νότιας Κρήτης αλλά και τους Λιμενικούς, οι οποίοι με όσες δυνάμεις διαθέτουν προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τη νέα πραγματικότητα, να απευθύνουν κραυγή αγωνίας.

Ο καλός καιρός σχεδόν πάντα φέρνει καραβιές προς τη Γαύδο και τις νότιες περιοχές της Κρήτης. Είναι ενδεικτικό πως το 2023 είχαν καταγραφεί συνολικά 21 περιστατικά, ενώ από τις αρχές του 2024 έως σήμερα τα περιστατικά έχουν ήδη φτάσει τα 24.

«Τα προηγούμενα χρόνια είχαμε ελάχιστα περιστατικά όλο το έτος. Ηταν συνήθως ένα μεγάλο αλιευτικό με περισσότερα από 300-400 άτομα. Είχαν άλλον προορισμό, συνήθως την Ιταλία, και έμπαιναν στον δικό μας χώρο είτε λόγω βλάβης είτε εξαιτίας του καιρού. Τώρα αυτό έχει αλλάξει. Πλέον έχει χαραχτεί άλλη διαδρομή. Μιλάμε για τουλάχιστον τέσσερα περιστατικά όταν ο καιρός είναι καλός, όπου κάθε βάρκα έχει περισσότερα από 30 άτομα» εξηγεί στα «ΝΕΑ» ο πρόεδρος της Ενωσης Προσωπικού Λιμενικού Σώματος Δυτικής Κρήτης, Βασίλης Κατσικανδαράκης. Προσθέτει δε πως το προφίλ των ανθρώπων που ακολουθούν αυτόν τον μεταναστευτικό δρόμο είναι διαφορετικό από εκείνο όσων επιλέγουν την ανατολική δίοδο της Μεσογείου. «Πρόκειται ως επί το πλείστον για Αιγύπτιους».

Η ένταση του φαινομένου είναι πλέον πολύ μεγάλη και όπως τονίζει ο κ. Κατσικανδαράκης οι δυνάμεις αντιμετώπισής του είναι λιγοστές. «Η υπηρεσία μας είναι υποστελεχωμένη. Είχαμε κάνει αναφορές για την υποστελέχωση πολύ πριν οι ροές καταγράψουν αύξηση. Δεν είμαστε προετοιμασμένοι να διαχειριστούμε τα λιγοστά άτομα αυτό που συμβαίνει. Το προσωπικό έχει φτάσει στα όριά του». Αντίστοιχα, στη Γαύδο, που δεν είχε ζήσει τέτοιες καταστάσεις, με τους μετανάστες να αποβιβάζονται σε μια απομακρυσμένη παραλία του νησιού, οι λιγοστοί μόνιμοι κάτοικοι τον χειμώνα δεν μπορούν να σηκώσουν μόνοι το βάρος.

Και δεν είναι μόνο ο ανθρώπινος παράγοντας που με αυτή την κατάσταση βρίσκεται σε οριακό σημείο. Ακριβώς επειδή η ευρύτερη περιοχή δεν ήταν στη… λίστα των διακινητών με τις «δημοφιλείς» διαδρομές, δεν υπήρξε πρόβλεψη για υποδομές φιλοξενίας και ενός οργανωμένου μηχανισμού αντιμετώπισης της παράνομης μετανάστευσης. Ετσι, από το νησί της Γαύδου οι μετανάστες – όταν ο καιρός το επιτρέπει – μεταφέρονται λίγες ώρες μετά την άφιξή τους στα Χανιά. Αλλά ούτε εκεί υπάρχει κατάλληλος χώρος, με τη φιλοξενία των ανθρώπων αυτών να γίνεται σε στεγασμένο χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων πίσω από το Λιμεναρχείο Χανίων.