«Η αναγκαιότητα της αποκατάστασης θα αυξάνεται όλο και περισσότερο, δεδομένου ότι έχουμε κάποιες ιδιαίτερα θλιβερές πρωτιές στην Ευρωπαϊκή Ενωση, όπως είναι τα τροχαία ατυχήματα. Το ίδιο θα συμβεί και με τα περιστατικά που χρήζουν φυσικής ιατρικής αποκατάστασης, εξαιτίας του σύγχρονου τρόπου ζωής που αυξάνει τα εγκεφαλικά επεισόδια αλλά και τις νευρολογικές νόσους, όπως η σκλήρυνση κατά πλάκας». Με αυτόν τον σαφή τρόπο ο Νίκος Ψαρρός, αναπληρωτής διοικητής του Εθνικού Κέντρου Αποκατάστασης, περιγράφει το ζοφερό τοπίο σε έναν ακόμα κρίσιμο τομέα της υγείας και υπογραμμίζει την αυξανόμενη ζήτηση για υποδομές αποκατάστασης. Ομως, την ώρα που οι ανάγκες αυξάνονται, το Εθνικό Σύστημα Υγείας απέχει πολύ από το να τις καλύψει.

Ετσι, η αποκατάσταση εξελίσσεται σε… ιδιωτική υπόθεση, καθώς η πλειονότητα των κλινών βρίσκεται σε ιδιωτικά κέντρα, με μόλις το 10% να βρίσκεται υπό το Δημόσιο. Ειδικότερα, σε όλη την Ελλάδα τα 29 ιδιωτικά κέντρα φυσικής ιατρικής αποκατάστασης διαθέτουν περί τις 2.700 κλίνες για πάσχοντες και τραυματίες. Την ίδια στιγμή, οι κλίνες σε δημόσιες δομές – που έχουν και τη δυνατότητα φιλοξενίας – ανέρχονται συνολικά σε μόλις 305. Σύμφωνα με στοιχεία της 1ης Υγειονομικής Περιφέρειας, στην Αττική βρίσκονται περισσότερες από τις μισές, ήτοι οι 165, ενώ μόνο το Εθνικό Κέντρο Αποκατάστασης, το μοναδικό δημόσιο κέντρο τέτοιου είδους στη χώρα, διαθέτει 127 κλίνες. Επιπλέον κλινικές αποκατάστασης λειτουργούν επίσης εντός τεσσάρων δημόσιων νοσοκομείων της χώρας. Το Γενικό Νοσοκομείο ΚΑΤ διαθέτει 18, το Ασκληπιείο Βούλας 15 και τέλος το Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Γ. Γεννηματάς» 5.

Τα Κέντρα Φυσιατρικής Ιατρικής Αποκατάστασης (ΚΕΦΙΑΠ) στην περιφέρεια ανέρχονται σε 34. Οντας κενά στη στελέχωσή τους σε έμψυχο και υλικό δυναμικό, ωστόσο, η λειτουργία τους καθίσταται μη δυνατή ή περιορίζεται στην παροχή περιορισμένων υπηρεσιών. Ως αποτέλεσμα, οι διατιθέμενες κλίνες στην περιφέρεια (σ.σ. πέραν Αθηνών, Πειραιώς και Νήσων) βάσει των στοιχείων του υπουργείου Υγείας ανέρχονται σε 140 και κατανέμονται ως εξής: Στην 3η Υγειονομική Περιφέρεια Μακεδονίας λειτουργούν 47 κλίνες, στην 4η Υγειονομική Περιφέρεια Μακεδονίας και Θράκης 50 κλίνες, στην 5η Υγειονομική Περιφέρεια Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδα διατίθεται μόλις 1 κλίνη, ενώ στην 6η Υγειονομική Περιφέρεια Πελοποννήσου, Ιονίων Νήσων, Ηπείρου και Δυτικής Ελλάδας υπάρχουν 42 κλίνες.

Τον Αύγουστο του 2023 ο Πανελλήνιος Σύλλογος Φυσικοθεραπευτών με επιστολή του προς τον τότε υπουργό Υγείας Μιχάλη Χρυσοχοΐδη και τον υφυπουργό Μάριο Θεμιστοκλέους ανέδειξε την οριακή κατάσταση των ΚΕΦΙΑΠ. «Οι ασφαλισμένοι μπορούν για τις υγειονομικές τους ανάγκες να προσέρχονται στις Δημόσιες Δομές Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Περίθαλψης (Κέντρα Υγείας, νοσοκομεία κ.λπ.), για τις ανάγκες αποκατάστασης δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα λόγω ύπαρξης ελάχιστων δημόσιων δομών αποκατάστασης ανά τη χώρα, οι οποίες υπολειτουργούν λόγω ελλείψεων σε προσωπικό. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι ανασφάλιστοι πολίτες να μην μπορούν να καλυφθούν ούτε από τους συμβεβλημένους με τον ΕΟΠΥΥ φυσικοθεραπευτές, αλλά ούτε και από τα συμβεβλημένα με τον ΕΟΠΥΥ ιδιωτικά ΚΑΑ» ανέφερε χαρακτηριστικά η επιστολή-σήμα κινδύνου.

Χωρίς προσωπικό

Ουσιαστικά, τα δημόσια Κέντρα Φυσικής Ιατρικής Αποκατάστασης που βρίσκονται στην επαρχία, ελλείψει προσωπικού και υποδομών, δεν λειτουργούν ως κλειστά κέντρα νοσηλείας, αλλά προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ως κέντρα ημέρας. Ο Πέτρος Λυμπερίδης, πρόεδρος του Συλλόγου Φυσιοθεραπευτών, τονίζει ότι «σε μία ευαίσθητη περιοχή, όπως είναι η Θράκη, δεν υπάρχει δημόσια δομή» και συμπληρώνει ότι ανάλογα προβλήματα αντιμετωπίζουν οι δομές σε Ρόδο, Αγρίνιο, Ρέθυμνο, Καβάλα, Εδεσσα, Πολύγυρο, Χρυσούπολη κ.ο.κ.

Ο ίδιος υπογραμμίζει την έλλειψη προσωπικού που εντείνει τις «αρρυθμίες»: «Στη Νιγρίτα υπήρχαν δύο οργανικές θέσεις, έφυγαν όμως οι δύο γιατροί και έχει απομείνει μία επικουρική η οποία προσπαθεί να καλύψει το κενό. Ταυτόχρονα, δεν υπάρχουν νοσηλευτές, κρεβάτια, ενώ έχουμε καταγεγραμμένα στο Μητρώο Φυσικοθεραπευτών 11.000 μέλη από τα οποία το 27% δηλώνουν άνεργοι…».

Το αποτέλεσμα είναι μια εξαιρετικά άνιση κατανομή των δομών. «Η Θεσσαλία έχει περίπου 30 ιδιωτικά κέντρα αποκατάστασης τα οποία είναι πολύ περισσότερα σε σχέση με τον αριθμό των ασθενών που καλούνται να υποστηρίξουν», ενώ στην Αττική τα κέντρα αποκατάστασης είναι λιγότερα σε σχέση με τον πληθυσμό και τις ανάγκες του.

Πηγές του υπουργείου Υγείας με τις οποίες επικοινώνησαν «ΤΑ ΝΕΑ» πάντως αναγνωρίζουν ότι το πρόβλημα είναι υπαρκτό, σημειώνοντας ότι ήδη τίθενται οι βάσεις προκειμένου στο άμεσο μέλλον να αντιμετωπιστεί.

Το ΕΣΥ «χρηματοδοτεί» τους ιδιώτες για να καλύψει τα «κενά» του

Οι ελλείψεις δημόσιων υποδομών αποκατάστασης έχουν οδηγήσει σε μια συνθήκη όπου ουσιαστικά το ΕΣΥ «χρηματοδοτεί» έναν ολόκληρο ιδιωτικό κλάδο παροχής υπηρεσιών που αναπτύχθηκε κυρίως για να καλύψει τα «κενά» που δημιουργούνται ακριβώς από την απουσία του.

Σύμφωνα με τον Χρήστο Βιρβίλη, πρόεδρο της Ενωσης Κέντρων Αποκατάστασης, η ιστορία έχει να δείξει μια προσπάθεια του κρατικού τομέα στη δημιουργία και εφαρμογή διαδικασιών αποκατάστασης, είτε κλειστής είτε ημερήσιας νοσηλείας, «όμως για διάφορους λόγους δεν μπορούσαν να έχουν ένα ολοκληρωμένο αποτέλεσμα και να αποτελέσουν επιλογή για τον ασφαλισμένο έλληνα πολίτη γιατί δεν ήταν ολοκληρωμένες». Οπως λέει, η ιδιωτική πρωτοβουλία «είδε» το κενό και έσπευσε να το καλύψει, στηριζόμενη στον αναπτυξιακό νόμο του 2022.

Από τη μεριά του, ο Αντώνης Υάκινθος, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του Κέντρου Αποκατάστασης «Υάκινθος», αναφέρει πως «τα μη κρατικά κέντρα είναι οργανωμένα με ιδιωτικά κριτήρια και με ιδιωτικό management», διευκρινίζοντας πως ο ασφαλισμένος καλείται να πληρώσει ένα ποσό που σχετίζεται με την επιλογή κλίνης.

Οι καλύψεις

Ο ΕΟΠΥΥ καλύπτει στο ακέραιο την παραμονή ενός ασθενούς σε τετράκλινο δωμάτιο, όμως σε περίπτωση που ο ασθενής προτιμήσει αναβάθμιση της διαμονής του σε τρίκλινο, δίκλινο ή μονόκλινο δωμάτιο, επιβαρύνεται με την αντίστοιχη διαφορά κόστους, η οποία «αξιολογείται με τιμοκαταλόγους που κατατίθενται στον ΕΟΠΥΥ σε ένα ποσό που είναι υποπολλαπλάσιο από το ειδικό νοσήλιο του ΕΟΠΥΥ, 15%-20%, μεσοσταθμικά», εξηγεί ο Χρήστος Βιρβίλης. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως ο ασθενής σε ένα ιδιωτικό κέντρο αποκατάστασης μπορεί να πληρώσει από 300 μέχρι και 900 ευρώ τον μήνα, ανάλογα με τη μονάδα και την κλίνη που θα τον φιλοξενήσει.

Ο Αντώνης Υάκινθος, υπεραμυνόμενος του ρόλου που επιτελούν τα ιδιωτικά κέντρα αποκατάστασης, υποστηρίζει πως δημιουργήθηκαν γιατί συμβάλλουν στην οικονομία της Υγείας. «Παλαιότερα ο ασθενής ζούσε δύο ή και τρεις μήνες μέσα στο νοσοκομείο. Το κόστος είναι τεράστιο, είτε στην Ελλάδα είτε στο εξωτερικό. Στο κέντρο αποκατάστασης είναι πολύ μικρότερο, είναι το 1/4», λέει.

Πάντως, οι επιχειρηματίες εκφράζουν και αυτοί ανησυχία για ενδεχόμενη υποχρηματοδότηση των υπηρεσιών τους, καθώς ενώ μέχρι πρότινος ο ΕΟΠΥΥ αποζημίωνε τον εκάστοτε ασφαλισμένο με το κλειστό νοσήλιο των 150 ευρώ, πλέον αυτό ύστερα από «κούρεμα» ανέρχεται στα 85 ευρώ. Κατά τον Χρήστο Βιρβίλη, «ο ΕΟΠΥΥ προσπαθεί συνεχώς να χρηματοδοτήσει την παροχή υπηρεσιών με βάση τα οικονομικά του μεγέθη και όχι με βάση τις πραγματικές ανάγκες των ασφαλισμένων. Εντούτοις, ο κλάδος, προκειμένου να αντεπεξέλθει, έχει έντονο δανεισμό. Οι περισσότερες δομές, δε, συνιστούν οικογενειακές επιχειρήσεις. Κάποια ιδιωτικά κέντρα έχουν εξωστρέφεια, ωστόσο τα περισσότερα βρίσκονται σε οριακή κατάσταση».

Για τον ίδιο, το μεγαλύτερο «αγκάθι» είναι η μη τήρηση του ειδικού νοσηλίου στο ακέραιο. «Υπάρχει μια ανεπίκαιρη αντιμετώπιση των παθήσεων σε ό,τι αφορά τις πραγματικές ανάγκες αυτών», υπογραμμίζει, συμπληρώνοντας πως «οι παροχές υπηρεσιών Υγείας, όπως προσδιορίζονται από το νομικό πλαίσιο, δεν έχουν επικαιροποιηθεί βάσει των καινούργιων πρωτοκόλλων – επιστημονικών οδηγιών αναφορικά με τις παθήσεις και την αντιμετώπισή τους».

Υψηλό επίπεδο

Στον δημόσιο τομέα το Εθνικό Κέντρο Αποκατάστασης διαχειρίζεται τον κυριότερο όγκο των περιστατικών, καθώς είναι το μοναδικό που προσφέρει ολοκληρωμένες υπηρεσίες στους πάσχοντες. Ο Νίκος Ψαρρός, αναπληρωτής διοικητής του Εθνικού Κέντρου Αποκατάστασης, αναφέρει ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζει είναι τα ίδια και χρόνια που ταλανίζουν ολόκληρο το ΕΣΥ: «Υποστελέχωση, έλλειψη ειδικοτήτων και νοσηλευτικού προσωπικού, στενότητα χρηματοδότησης και φυσικά αναμονές». Οι τελευταίες, σπεύδει να διευκρινίσει, δεν ξεπερνούν σε διάρκεια τις λίγες εβδομάδες, με τους ασθενείς όμως να αναγκάζονται να στρέφονται στα ιδιωτικά κέντρα έως ότου «έρθει η σειρά τους».

«Παρ’ όλες τις παθογένειες, το επίπεδο αποκατάστασης είναι εξαιρετικά υψηλό, καθώς το Εθνικό Κέντρο Αποκατάστασης είναι στελεχωμένο με πανεπιστημιακούς καθηγητές, ενώ εσχάτως μπήκε και στη σφαίρα της ρομποτικής, ανταγωνιζόμενο επί ίσοις όροις τα ιδιωτικά κέντρα με τους δυνάμει ανεξάντλητους πόρους», καταλήγει.