Η δημιουργία του Εθνικού Συστήματος Υγείας το 1983 αποτέλεσε μία από τις μεγαλύτερες – αν όχι τη μεγαλύτερη – μεταρρυθμίσεις της Μεταπολίτευσης. Οπως κάθε άνθρωπος που πατάει τα 40, όμως, έτσι και το ΕΣΥ έχει αρχίσει να παρουσιάζει ορισμένες δυσλειτουργίες – πόσω μάλλον όταν έχει περάσει μία δεκαετία υπό τη σκληρή πίεση της λιτότητας. Παρά την υψηλή κατάρτιση των εργαζομένων του, οι οικονομικές πληγές του συστήματος υγείας δημιουργούν προβλήματα στην παροχή των υπηρεσιών υγείας.

Η κυβέρνηση φαίνεται να αναγνωρίζει πως το ΕΣΥ χρειάζεται σημαντική ανανέωση. Γι’ αυτό άλλωστε το έθεσε και στην κορυφή της ατζέντας της πριν από τις εκλογές του 2023. Τα βασικά προβλήματα όμως παραμένουν πολύπλοκα και εν πολλοίς άλυτα. «Τα οικονομικά προβλήματα του ΕΣΥ χωρίζονται σε τρεις μεγάλες αλληλένδετες κατηγορίες: (α) δαπάνες για την υγεία, (β) διαχείριση των νοσοκομειακών πόρων και (γ) κενά στην πρωτοβάθμια φροντίδα» λέει στα «ΝΕΑ» ο Μιχάλης Χλέτσος, καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς (ΠΑΠΕΙ).

1. Δαπάνες για την υγεία

Το 2022, η Ελλάδα δαπάνησε το 8,6% του ΑΕΠ της για την υγεία. Το ποσοστό αυτό είναι ελαφρώς χαμηλότερο από το 9,2%, που ήταν ο μ.ό. των χωρών του ΟΟΣΑ την ίδια χρονιά. Η κατά κεφαλήν δαπάνη για την υγεία βρισκόταν το 2022 στα 3.015 δολάρια στην Ελλάδα, ενώ ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ ήταν στα 4.986 δολάρια. Αν και μεταξύ 2019 και 2022 καταγράφηκε μια σημαντική αύξηση της κατά κεφαλήν δαπάνης κατά 4,4%, είναι σαφές πως η πρόοδος αυτή δεν είναι αρκετή.

Ωστόσο, αυτά τα ποσοστά δεν αφορούν τη δημόσια δαπάνη για την υγεία, αλλά το σύνολο των χρημάτων που δαπανώνται στην υγεία από κράτος και πολίτες μαζί. Η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ σε ό,τι αφορά το ποσοστό του κρατικού προϋπολογισμού που δαπανάται στη δημόσια υγεία με 9,9%. Σε ό,τι αφορά το ποσοστό των δαπανών για την υγεία που προέρχεται από δημόσιους πόρους, δηλαδή φόρους και εισφορές, το ποσοστό ανερχόταν στο 62% το 2022, ενώ ο αντίστοιχος μ.ό. στον ΟΟΣΑ ήταν 73%. Αυτό σημαίνει ότι το υπόλοιπο 38% των δαπανών για την υγεία προερχόταν από μη δημόσιους πόρους και αφορά πληρωμές σε ιδιώτες γιατρούς και ιδιωτικά νοσοκομεία, αγορά φαρμάκων με ιδία συμμετοχή, διενέργεια διαγνωστικών εξετάσεων, αλλά και άτυπες πληρωμές όπως είναι το λεγόμενο «φακελάκι».

Ετσι, δημιουργείται ζήτημα έλλειψης ισότητας στην πρόσβαση στο σύστημα υγείας. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την άνοδο του κόστους για την παροχή υπηρεσιών υγείας που συνεπάγονται οι πιο εξελιγμένες τεχνολογίες και θεραπείες, καθώς και την ταυτόχρονη γήρανση του πληθυσμού, δημιουργούν την άμεση ανάγκη για μεγαλύτερη χρηματοδότηση.

Πώς όμως θα μπορέσουν να επενδυθούν περισσότερα χρήματα στο ΕΣΥ; Μια πρώτη σκέψη θα ήταν η αύξηση των εισφορών. «Ομως η αύξηση των εισφορών θα φέρει και αύξηση του κόστους εργασίας για τις επιχειρήσεις, πράγμα που θα έχει σημαντικό αντίκτυπο στην οικονομία» λέει ο καθηγητής του ΠΑΠΕΙ. «Ταυτόχρονα, το σενάριο της μεγαλύτερης συμβολής του κράτους στην υγεία έχει άλλες δυσκολίες, καθώς τα χρήματα θα πρέπει να προέρχονται από άλλους νευραλγικούς τομείς, όπως είναι η παιδεία ή η άμυνα» προσθέτει.

«Σε πρώτο στάδιο, η λύση είναι να εξορθολογιστούν οι δαπάνες των δημόσιων νοσοκομείων. Ο εξορθολογισμός αυτός όμως δεν θα πρέπει να γίνει με οριζόντιες περικοπές όπως έγινε στην εποχή των μνημονίων, με αποτέλεσμα τη μείωση των παροχών. Σε δεύτερο χρόνο, θα πρέπει να γίνουν σοβαρές μελέτες για να βρεθεί τρόπος να αυξηθούν τα έσοδα των νοσοκομείων και άλλων δομών της δημόσιας υγείας» υπογραμμίζει ο Μ. Χλέτσος.

2. Διαχείριση νοσοκομειακών πόρων

Η ανάγκη για εξορθολογισμό των δαπανών των δημόσιων νοσοκομείων περνά από την καλή διαχείρισή τους. «Υπάρχει μια λανθασμένη εντύπωση στην Ελλάδα ότι το δημόσιο νοσοκομείο μπορεί να έχει ελλείμματα. Ομως, αν έχει έλλειμμα, το νοσοκομείο είτε θα πρέπει να μειώσει τις δαπάνες του, είτε θα χρωστάει. Τα δημόσια νοσοκομεία πρέπει να είναι οικονομικά βιώσιμα, να υπάρχει ισορροπία μεταξύ εσόδων και δαπανών» τονίζει ο καθηγητής του ΠΑΠΕΙ.

«Οι προϋπολογισμοί των νοσοκομείων είναι τσίμα-τσίμα μετά τον Ιούνιο. Ξεμένουν από χρήματα και δημιουργούνται ελλείψεις σε υλικά, οι υποδομές μένουν ασυντήρητες κ.λπ.» λέει στα «ΝΕΑ» ο Μιχάλης Γιαννάκος, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων Δημοσίων Νοσοκομείων (ΠΟΕΔΗΝ) και προσθέτει: «Τα νοσοκομεία έχουν ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις συνολικού ύψους 1,2 δισ. ευρώ». Το ζήτημα αυτό προκύπτει σε έναν βαθμό από τις καθυστερήσεις που παρατηρούνται στις αποζημιώσεις των νοσοκομείων από τον ΕΟΠΥΥ. «Το νοσοκομείο επιβαρύνεται με τη δαπάνη για τη νοσηλεία των ασθενών, όμως σπάνια πληρώνεται έγκαιρα. Η βραδύτητα αυτή στην αποζημίωση των δημόσιων νοσοκομείων οδηγεί στην αθέτηση υποχρεώσεων» εξηγεί ο Μ. Χλέτσος.

Επιπλέον, σημαντική πληγή για το ΕΣΥ αποτελεί και η διάρθρωση του ανθρώπινου δυναμικού του. Τον Δεκέμβριο του 2022, το ΕΣΥ αριθμούσε 84.230 εργαζομένους στα νοσοκομεία. Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, όμως, η Ελλάδα έχει τους περισσότερους γιατρούς αλλά τους λιγότερους νοσηλευτές στην Ευρώπη. Συγκεκριμένα, το 2021, ο αριθμός των γιατρών ανά 1.000 κατοίκους ήταν 6,3 στην Ελλάδα έναντι 3,7 στον ΟΟΣΑ, ενώ αντιστοιχούσαν μόλις 3,8 νοσηλευτές σε 1.000 κατοίκους, έναντι 9,2 στον ΟΟΣΑ.

«Εχουμε ελάχιστους νοσηλευτές, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, όπου υπάρχουν διαφορετικές κατηγορίες νοσηλευτών για την κάλυψη των αναγκών των ασθενών και οι νοσηλευτές λειτουργούν εν πολλοίς σαν γιατροί» λέει ο καθηγητής του ΠΑΠΕΙ.

Ταυτόχρονα, οι μισθοί των υγειονομικών είναι αρκετά χαμηλότεροι από αυτούς σε χώρες της Δ. Ευρώπης, με αποτέλεσμα πολλοί έλληνες γιατροί να μεταναστεύουν ή να αφήνουν το ΕΣΥ για τον ιδιωτικό τομέα. «Κάθε μήνα, περίπου 300 υπάλληλοι φεύγουν από το ΕΣΥ» ισχυρίζεται ο Μιχάλης Γιαννάκος. Ο μισθός ενός γιατρού στη χώρα μας υπολογίζεται πως είναι κατά 2,6 φορές μεγαλύτερος από τον μέσο μισθό, την ώρα που ο αντίστοιχος μ.ό. του ΟΟΣΑ είναι 2,8.

Εξάλλου, υπάρχουν σοβαρές ελλείψεις προσωπικού, όπως έχει δείξει το ρεπορτάζ και η σκληρή πραγματικότητα. «Οι προσλήψεις είναι ελάχιστες και χρειάζονται έως και πέντε χρόνια για να ολοκληρωθεί η διαδικασία της πρόσληψης» τονίζει ο πρόεδρος της ΠΟΕΔΗΝ. Στο προεκλογικό πρόγραμμα της κυβέρνησης συγκαταλεγόταν ο στόχος για αύξηση του νοσηλευτικού προσωπικού κατά 10.000, ώστε να φτάσουμε τον ευρωπαϊκό μ.ό. με 2,2 νοσηλευτές ανά κλίνη. Ηδη, έχουν προκηρυχθεί περίπου 950 θέσεις ειδικευμένων ιατρών και 2.145 θέσεις νοσηλευτικού προσωπικού, ενώ οι προσλήψεις αναμένεται να φτάσουν τις 6.500 εντός του 2024.

3. Κενά στην πρωτοβάθμια φροντίδα

Η τρίτη μεγάλη πληγή του ΕΣΥ αφορά την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, η οποία είναι αρκετά υποβαθμισμένη στη χώρα μας. «Η εμπειρία της πανδημίας του Covid-19 έδειξε ότι το μεγάλο βάρος το σήκωσαν τα νοσοκομεία, ενώ δεν θα έπρεπε να είναι έτσι» τονίζει ο Μιχάλης Χλέτσος.

«Αντί να έχουμε καλή πρωτοβάθμια φροντίδα, πηγαίνουμε στα νοσοκομεία, δημιουργώντας επιβάρυνση στα επείγοντα. Μια λύση θα ήταν να υπάρχουν κέντρα υγείας αστικού τύπου που θα λειτουργούν σε 24ωρη βάση» λέει ο ίδιος. Η κυβέρνηση φέρεται ότι κάνει κάποια βήματα προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της πρωτοβάθμιας φροντίδας, καθώς έχει δεσμευθεί για τη δημιουργία 156 κέντρων υγείας μέχρι το 2027.

Οπως επισημαίνει ο καθηγητής του ΠΑΠΕΙ, η κυβέρνηση σωστά αναγνώρισε στην προηγούμενη θητεία της την ανάγκη για τη δημιουργία ατομικού φακέλου ασθενούς. Με νέα ρύθμιση, το υπουργείο Υγείας φέρνει αλλαγές στον ήδη υπάρχοντα θεσμό του προσωπικού γιατρού, με στόχο την κάλυψη όλων των πολιτών με την προσθήκη 1.379 νέων προσωπικών γιατρών στο σύστημα μέχρι το τέλος του έτους.