Στο Παγκράτι δεν υπάρχει ούτε ένας κάτοικος που να μην ξέρει την Ολγα Γεροβασίλη. Μένει εκεί περίπου μία δωδεκαετία, συχνάζει σε συγκεκριμένα μέρη, γνωρίζει τα μέσα και τα έξω μιας γειτονιάς που μετατρέπεται σταδιακά σε αποθήκη Airbnb.

Ολοι εκείνοι που τη συναντούν στον δρόμο, που της έσφιξαν το χέρι τη Δευτέρα το μεσημέρι στην οδό Αρριανού, γνωρίζουν πως πριν από λίγες μέρες η γειτόνισσά τους, η πρώην υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ και αντιπρόεδρος της Βουλής, έγινε πρώτο θέμα στις ειδήσεις: στη φράση του Στέφανου Κασσελάκη «βρείτε αντίπαλο και πάμε» στην εναρκτήρια ομιλία του στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ ήταν εκείνη που σήκωσε το γάντι. Είναι προφανές πως δεν μετανιώνει για την απόφασή της. «Εκτιμώ ότι έπρεπε να το κάνω. Εξάλλου στην πολιτική, όλες οι επιλογές μας κρίνονται τελικά σε βάθος χρόνου» λέει για τη στιγμή που σηκώθηκε στο βήμα για να δηλώσει παρούσα σε μια διαδικασία εκλογής από τη βάση. Και παράλληλα ξεκαθαρίζει για το μέλλον: «Εγώ ρόλο εσωκομματικής αντιπολίτευσης ούτε έπαιξα ούτε θα παίξω. Τη γνώμη μου την έλεγα πάντα και θα τη λέω. Το βράδυ που τελείωσε το συνέδριο, έκανα δημόσια δήλωση ότι σέβομαι την απόφασή του και θα δουλέψουμε όλοι μαζί με στόχο το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα στις ευρωεκλογές».

Η χαλαρότητα με την οποία αντιμετωπίζει τα όσα συνέβησαν εκείνο το επεισοδιακό τριήμερο είναι αφοπλιστική. Ενδεχομένως είναι μια στάση αναμενόμενη για μια πολιτικό που κλήθηκε να διαχειριστεί κρίσιμα υπουργεία και διαπραγμάτευση με τους θεσμούς την περίοδο των Μνημονίων, όχι όμως για μια αριστερή γυναίκα που είδε στο Σώμα του συνεδρίου κάποιους να τη γιουχάρουν οπαδικά όχι μία, αλλά δύο φορές μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα. «Ομολογουμένως δεν ήταν εύκολο. Πάντα υπήρχαν πολιτικές αψιμαχίες, αλλά με άλλη μορφή. Να σου πω την αλήθεια όμως, σκεφτόμουν μόνο αυτό που ήθελα να πω. Και τη διαφωνία μου για τον τρόπο αντίδρασης τη διατύπωσα εκείνη τη στιγμή ανοιχτά» διηγείται. «Τα όρια της αντίδρασης και ο τρόπος που κάποιος τη διατυπώνει είναι στ’ αλήθεια μέτρο πολιτισμού. Οχι μόνο της πολιτικής ή της κομματικής κουλτούρας. Εχω πλήρη συναίσθηση όμως ότι αντιθέσεις υπάρχουν και κάποια στιγμή οξύνονται». Και παρά τα όσα συνέβησαν, για εκείνη δεν υπάρχει άλλος δρόμος από τη συνύπαρξη την επόμενη μέρα. «Αυτό είναι αυτονόητο. Τα κόμματα δεν αποτελούνται από ανθρώπους της ίδιας άποψης, είναι αθροίσματα και αντανάκλαση της κοινωνίας. Ωστόσο επειδή στην Αριστερά τα κύρια χαρακτηριστικά είναι άλλου τύπου, ό,τι έγινε δεν αναλογεί σ’ αυτό που θέλουμε να εκφράσουμε οι άνθρωποι του προοδευτικού χώρου». Στο προηγούμενο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, το 2022, εκείνη ήταν στη θέση του προέδρου του συνεδρίου – και υπενθυμίζει ότι όταν ένας σύνεδρος φέρθηκε με ακραίο τρόπο ήταν εκείνη που τον απέβαλε. «Δεν νομίζω ότι ο Πάνος Ρήγας είχε πρόθεση να το αφήσει, ήταν έντονη η στιγμή, διευκρίνισε.

Με την ίδια συντροφική διάθεση που αναφέρεται σε εκείνους που την αποδοκίμασαν και σε εκείνους που δεν κατάφεραν να τους σταματήσουν, μιλάει και για τον Στέφανο Κασσελάκη – τον οποίο συνάντησε λίγα μέτρα παραπάνω από το σημείο του δικού μας ραντεβού. «Το ζήτημα με τον Στέφανο Κασσελάκη δεν ήταν προσωπικό έτσι κι αλλιώς. Πολιτική ήταν η αντιπαράθεση» ανέφερε. Μα, δεν είναι το πολιτικό προσωπικό; «Για να είναι κανείς χρήσιμος στην πολιτική, όσο κι αν κάποια στιγμή υπάρχουν εντάσεις, οφείλει να το αντέχει. Εγώ δεν είμαι εκρηκτικός χαρακτήρας, προφανώς υπάρχουν στιγμές έντασης, αλλά ελέγχω χωρίς να καταστέλλω τα συναισθήματά μου. Για κάποιους πιο εκρηκτικούς το αντιλαμβάνομαι» λέει.

Οι φήμες για τον Τσίπρα

Ολα τα λεγόμενά της συγκλίνουν στο ίδιο διά ταύτα – επί της ουσίας, περιγράφει την πρωτοβουλία της στο συνέδριο ως μια πολιτική αντίδραση, που τώρα πια μπαίνει στην άκρη για χάρη του μέλλοντος του κόμματος. Ο ελέφαντας στο συνέδριο, όμως, δεν ήταν η ίδια. Η ερώτηση είναι ευθεία: Ο Αλέξης Τσίπρας την ώθησε να απαντήσει στον Κασσελάκη; Λειτούργησε ως αντ’ αυτού; «Με τον Τσίπρα οι σχέσεις μας είναι στενές, αλλά δεν μιλήσαμε πριν αποφασίσω. Οι ερμηνείες δίνονται για να τις ταιριάξει ο καθένας στο αφήγημά του. Προφανώς, δεν ισχύει. Ημουν μέλος του Σώματος του συνεδρίου, έβλεπα ότι αυτή η πρόκληση έπρεπε να απαντηθεί, για να δράσει ως κάθαρση. Αντέδρασα στην πρόκληση του προέδρου Κασσελάκη προς το Σώμα». Στο τραπέζι πέφτει σιωπή – βλέπει εμφανώς τη δυσπιστία στα μάτια απέναντί της. «Αν αυτό ήταν ένα οργανωμένο σχέδιο, θα γινόταν αλλιώς. Ενδεχομένως να ήταν και άλλη η εξέλιξη» σχολιάζει γελώντας. Στη μεγάλη εικόνα των πραγμάτων, ο Τσίπρας έχει συνδεθεί όχι μόνο με την ίδια, αλλά με ολόκληρη την ιστορία του ΣΥΡΙΖΑ τα χρόνια που βρέθηκε στην ηγεσία του. Η Γεροβασίλη συμφωνεί πως υπήρξαν πολλές φορές που το κόμμα δεν κατάφερε να ακολουθήσει τον φυσικό ηγέτη του: «Από την ώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ γίνεται κυβερνητικό κόμμα, οργανωτικά συνεχίζει να έχει τη δύναμη του μικρού ποσοστού. Ολες οι δυνάμεις αυτού του χώρου, που δεν είχε εμπειρία διακυβέρνησης, έπρεπε να στοιχηθούν στην κυβερνητική προσπάθεια και τα πράγματα έγιναν πιο δύσκολα για το κόμμα» εξηγεί. «Μετά τις εκλογές του 2019, οι πολίτες είπαν ότι θέλουν να κρατήσουν τον Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης με 31%. Ξεκίνησε μια προσπάθεια μετασχηματισμού και διεύρυνσης, αναγνωρίζοντας το πρόβλημα. Συνομολογήσαμε ευρύτατα, πλειοψηφικά πως το κόμμα έπρεπε να αλλάξει. Ξεκινάει η διαδικασία και έρχεται η πανδημία – κάτι που πήγε να ανοίξει, αυτομάτως έκλεισε».

Το στοίχημα της διεύρυνσης

Ηταν προφανές πως με τη λέξη «μετασχηματισμός» δεν εννοούσαν όλοι στον ΣΥΡΙΖΑ το ίδιο. «Οι διαφορετικές οπτικές πάνω στη διεύρυνση φάνηκαν αργότερα και αυτή η κατάσταση ολοκληρώθηκε μετά τη διάσπαση. Η αλήθεια είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ως κομματικός οργανισμός άπλωσε αριθμητικά το 2022, αλλά αυτό δεν κατάφερε να το κάνει δομή οργανωτική. Ισως αυτό ισχύει μέχρι σήμερα» λέει η Γεροβασίλη. Με όλη τη συζήτηση περί Μεταπολίτευσης και τα αποτελέσματα της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ από το 2015 έως το 2019, η πρώην υπουργός πιστεύει ξεκάθαρα πως οι οργανωτικές αδυναμίες δυσκόλεψαν και την παρακαταθήκη του κόμματος – «η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν «γειωνόταν». Με έναν καλύτερο κομματικό μηχανισμό, πράγματα που έκανε καλά θα μπορούσαν να επικοινωνηθούν καλύτερα στην κοινωνία. Αλλωστε το επικοινωνιακό στοιχείο δεν ήταν το δυνατό σημείο του ΣΥΡΙΖΑ, ειδικά σε ένα περιβάλλον μιντιακό εχθρικό». Για εκείνη τα σημαντικά της κυβέρνησης του κόμματός της δεν είναι μόνο τα μεγάλα, όπως αναφέρθηκαν από τον πρώην πρωθυπουργό: «Ως υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης διαπραγματεύτηκα αρκετά με τους δανειστές τα ζητήματα του δημόσιου τομέα, έχοντας κατά νου ότι ναι, απαιτούνται μεταρρυθμίσεις – ήμουν υπουργός για παράδειγμα, όταν έγινε η ηλεκτρονική αξιολόγηση, παρ’ όλες τις αντιδράσεις και συνδικαλιστικών φορέων.

Ακόμα και οι δανειστές αναγνώρισαν ότι το Δημόσιο πρέπει να στελεχωθεί σε κρίσιμες υπηρεσίες, γιατί μιλάμε για παιδεία, υγεία, δομές κοινωνικού κράτους, αστυνομία, πυροσβεστική – δεν περίμενε η κλιματική κρίση να αλλάξει η κυβέρνηση. Επί ΣΥΡΙΖΑ, στάθηκαν όρθιες δομές με μεγάλο κόπο. Και είμαι περήφανη που μερικές αποφάσεις έχουν την υπογραφή μου. Ολα αυτά υποτιμήθηκαν για διάφορους λόγους, πολλοί εξ αυτών οφείλονται και σε εμάς». Και αυτά που δεν έγιναν σωστά – οι τηλεοπτικές άδειες, η Novartis; «Στις άδειες υπήρξαν λάθη στον χειρισμό, δεν ήταν λάθος ο στόχος. Κι αυτός ήταν η εξυγίανση του τοπίου, που φυσικά δεν επετεύχθη. Οι λάθος χειρισμοί όχι μόνο δεν έλυσαν το πρόβλημα, αλλά συσκότιζαν και τον λόγο για τον οποίο έγινε ο διαγωνισμός» λέει για το πρώτο. «Συνεχίζω να πιστεύω ότι η Novartis είναι ένα μεγάλο σκάνδαλο που θάφτηκε, με πολιτικές και ποινικές ευθύνες» εξηγεί. «Τα ονόματα τα έστειλε η Δικαιοσύνη στη Βουλή. Η Βουλή ή έπρεπε να συστήσει η ίδια επιτροπή διερεύνησης ή να επιστρέψει το θέμα στη Δικαιοσύνη. Αποφάσισε το δεύτερο. Κι ενώ ο στόχος ήταν να μην υπάρξει πολιτική εμπλοκή και να αφεθεί απερίσπαστη η Δικαιοσύνη στην κρίση της, για διάφορους λόγους δημιουργήθηκαν αντίστροφες εντυπώσεις» αναφέρει για το δεύτερο.

Δύο δεδομένα από εκείνη την περίοδο επηρέασαν και την επόμενη ημέρα του ΣΥΡΙΖΑ: η κριτική για το «μαξιλάρι» και η συνεργασία με τους ΑΝΕΛ. «Τα ακούω, αλλά δεν τα υιοθετώ» λέει για τα όσα έχουν ακουστεί και εντός του κόμματός της. «Το «μαξιλάρι» και η ρύθμιση του χρέους είναι ο λόγος που από το 2019 και μετά η κυβέρνηση δρα χωρίς επιπλέον περιορισμούς. Παραδώσαμε τη χώρα με ρυθμισμένο χρέος και σε ρυθμό ανάπτυξης, έτσι – και με τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης – άντεξε στην πανδημία» επισημαίνει η Γεροβασίλη. Οσο για τους Ανεξάρτητους Ελληνες και τα όσα λέγονται σήμερα από πρώην συντρόφους της που αποχώρησαν το φθινόπωρο φτιάχνοντας τη Νέα Αριστερά, η οπτική της είναι πως «όλα τα θέματα, για να αναλυθούν σωστά, πρέπει να μπαίνουν στον χώρο και στον χρόνο που γίνονται.

Εκ των υστέρων και εκ του ασφαλούς η συζήτηση είναι διαφορετική. Μιλάμε πάντα επί πραγματικού, όχι υπό το πρίσμα του τι θα θέλαμε να γίνει. Δεν είναι σωστή ανάγνωση της Ιστορίας αυτή. Από την πλευρά των ΑΝΕΛ ιδιαίτερα εμπόδια δεν είχαμε, ξέραμε όμως ότι υπάρχει μια οριακή γραμμή που ήταν η Συμφωνία των Πρεσπών.

Παρά τις προφανείς διαφορές μας, δεν νομίζω ότι έδρασαν ανασταλτικά. Προφανώς αλλιώς θα μιλούσαμε σήμερα». Η ευθύνη, τότε και τώρα, για τη Γεροβασίλη τους βαραίνει όλους: «Ενα κόμμα κινείται συντεταγμένα, πλειοψηφικά και τις ευθύνες τις φέρουμε συλλογικά, δεν απαλλάσσεται κανείς. Ο Τσίπρας πήρε μερίδιο ευθύνης, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν φέρουμε ευθύνες οι υπόλοιποι, είτε γιατί επιδείξαμε αργά αντανακλαστικά είτε γιατί μας άρεσε η πολυφωνία. Οταν κάτι πάει καλά, όλοι συμμέτοχοι είμαστε. Οταν πάει λάθος, αναζητείται διέξοδος διαφυγής. Δεν το βρίσκω ούτε ορθό ούτε έντιμο για όποιον το κάνει». Η Γεροβασίλη εκτός από πολιτικός είναι και γιατρός – και με τη μια και με την άλλη της ιδιότητα μπορεί να πει με απόλυτη βεβαιότητα πως ένας άνθρωπος πρέπει να μάθει να υπερβαίνει τα τραύματά του για να μπορέσει να προχωρήσει στο μέλλον.

Μετά τη διπλή ήττα

Και ένα τέτοιο, για τον ΣΥΡΙΖΑ και για την ίδια, ήταν η διπλή ήττα του καλοκαιριού και η παραίτηση του Τσίπρα. «Εκανα πολλές μέρες να συνέλθω, όλοι προσπαθούσαμε να αναγνώσουμε τι και πώς. Περάσαμε μια συλλογική θλίψη, μόνο που τα πράγματα έτρεχαν πάλι πολύ πιο γρήγορα απ’ όσο μπορούσαμε να συνειδητοποιήσουμε και να αφομοιώσουμε» εξομολογείται.

Δεν πίστεψε, λέει, στιγμή πως ο ΣΥΡΙΖΑ τελείωσε. «Σκέφτηκα ότι θα αλλάξει. Είμαι από τους ανθρώπους που πίστευα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να αλλάξει, ανταποκρινόμενος στις ανάγκες της εποχής και των καιρών». Συμφωνεί με τον τωρινό πρόεδρο, πως αν τα πράγματα στον ΣΥΡΙΖΑ λειτουργούσαν κανονικά, δεν θα εκλεγόταν ποτέ; «Τι εννοούμε κανονικό; Αν το κόμμα μας είχε δελφίνους; Οχι δεν είχε, αποδεδειγμένα. Γι’ αυτό βγήκε ο Στέφανος Κασσελάκης, ανεβάζοντας τον αριθμό όσων ήρθαν στις εκλογές, που έψαχναν ένα φρέσκο πρόσωπο να εκφράσει τη φιλοδοξία της επόμενης ημέρας. Από τη μεριά μου, πίστευα ότι αυτός ως εκλεγμένος πρόεδρος έπρεπε να πάρει τον χώρο και τον χρόνο του για να γνωριστούμε, να ομογενοποιηθούμε και να προχωρήσουμε. Αυτή ήταν η άποψή μου και αυτή είναι η στάση μου».

Και το αποτέλεσμα τη δικαίωσε; «Δεν έχουμε φτάσει ακόμα στο αποτέλεσμα» λέει, δηλώνοντας «χωρίς ταμπού» για φυσιογνωμικές αλλαγές στον ΣΥΡΙΖΑ και προοδευτικές συνεργασίες επί του προγράμματος: «Θεωρώ ότι το brand του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί για κάποιους να έχει αρνητικό πρόσημο, αλλά πρέπει να παραμείνει. Τα σύμβολα παίζουν τον ρόλο τους, αλλά πρέπει να συνοδεύονται από πολιτικές».

«Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να βγει από τις ευρωεκλογές δυνατός και να είναι ο βασικός πόλος της ανασύνθεσης του ευρύτερου προοδευτικού χώρου. Αυτήν την ανάγκη την αναγνωρίζουμε όλοι» λέει για τις ερχόμενες ευρωεκλογές. Μπροστά στην κακή πρόγνωση χαμογελάει. «Δεν υπάρχουν κοινωνίες που πεθαίνουν. Και ξέρεις πόσες φορές ήρθε το τέλος του κόσμου τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια;».