Σε εξέλιξη βρίσκεται η διαδικασία των διαβουλεύσεων για την αύξηση του κατώτατου μισθού. Μετά το τέλος της περιόδου αυτής και σε υπουργικό συμβούλιο που θα γίνει στις 22 Μαρτίου θα αποφασιστεί ο νέος μισθός, ο οποίος θα τεθεί σε ισχύ την Πρωταπριλιά.

Σε ανάλυση της, η ΓΣΕΕ καταδεικνύει ότι ο μισθός θα πρέπει να είναι 908 ευρώ προκειμένου ο μισθωτός να μπορέσει να ανταπεξέλθει στη σημερινή ακρίβεια. Το νούμερο αυτό προκύπτει από το ότι ο μισθός πρέπει να αντιστοιχεί στο 60% του μεικτού διάμεσου μισθού πλήρους απασχόλησης (που το 2023 ήταν 1.443 ευρώ). Όπως τονίζεται, εάν δεν γίνει η εν λόγω αντιστοίχιση, τότε ο κατώτατος μισθός δεν θα επαρκεί για την κάλυψη των αναγκών του μισθωτού.

Αξίζει να αναφερθεί πως σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση. Στη συγκεκριμένη κατάταξη, η Κύπρος είναι πάνω από την Ελλάδα, με τον κατώτατο μισθό στη Μεγαλόνησο να ανέρχεται στα 1.000 ευρώ. Ακόμη, η Ελλάδα βρίσκεται κάτω από χώρες του Ευρωπαϊκού νότου, όπως η Πορτογαλία, η Μάλτα και η Ισπανία.

«Ναι» στην αύξηση των μισθών αλλά με θετικά μέτρα προς τις επιχειρήσεις

Ενδεικτικά, στο πλαίσιο των διαβουλεύσεων, η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών, Βιοτεχνών, Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ) είναι θετική σε μία νέα αύξηση του κατώτατου μισθού. Σύμφωνα με τις, μέχρι τώρα, πληροφορίες και χωρίς να έχουν ληφθεί ακόμη οι τελικές αποφάσεις, στην έκθεσή της, η ΓΣΕΒΕΕ θεωρεί ότι ο πληθωρισμός θα πρέπει να είναι και το 2024 ο προσδιοριστικός παράγοντας για την αύξηση του κατώτατου μισθού, δηλαδή η αύξηση δεν θα πρέπει να υπολείπεται του πληθωρισμού του 2023.

Όπως υποστηρίζει, μία σημαντική – πέραν του ύψους του πληθωρισμού – αύξηση του κατώτατου μισθού θα πρέπει να συνοδευτεί με ενισχυτικά μέτρα κυρίως προς τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Τέτοια μέτρα θα μπορούσαν να είναι η πλήρης και χωρίς προϋποθέσεις κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος, η καθιέρωση ακατάσχετου επιχειρηματικού λογαριασμού και μία νέα γενναία ρύθμιση οφειλών προς το Δημόσιο. Επιπλέον, κατά την άποψη της ΓΣΕΒΕΕ, θα πρέπει να επανεξεταστεί ο νέος τεκμαρτός τρόπος φορολόγησης των ατομικών επιχειρήσεων, καθώς η σύνδεσή του με το ύψος του κατώτατου μισθού δημιουργεί έναν μόνιμο ανασχετικό παράγοντα για περαιτέρω μισθολογικές αυξήσεις.

Υπέρ μίας λελογισμένης αύξησης τάσσεται η ΕΣΕΕ

Η Ελληνική Συνομοσπονδία Εμπορίου & Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ) τάσσεται υπέρ μίας λελογισμένης αύξησης. Η θέση της ΕΣΕΕ είναι ότι η αύξηση θα πρέπει να αποφασιστεί με γνώμονα το ύψος του πληθωρισμού του 2023, αλλά λαμβάνοντας υπ’ όψιν και τις πραγματικές δυνατότητες των επιχειρήσεων.

Η ΕΣΕΕ ζητά, παράλληλα με την αύξηση του κατώτατου μισθού, επιδότηση των ασφαλιστικών εργοδοτικών εισφορών και κατάργηση επιβαρύνσεων, όπως του τέλους επιτηδεύματος και της προκαταβολής φόρων, ιδιαίτερα τώρα που το τεκμαρτό φορολογητέο εισόδημα συνδέεται με τον κατώτατο μισθό και επισημαίνει ότι η ενίσχυση του εισοδήματος των πλέον αδύναμων οικονομικά πολιτών θα μπορούσε να επιτευχθεί και με στοχευμένα μέτρα κατά της ακρίβειας.

Η πρόταση της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ) είναι ο κατώτατος μισθός να αυξηθεί στα 908 ευρώ μηνιαίως. Όπως εξηγεί, το 2023, ο μικτός διάμεσος μισθός πλήρους απασχόλησης εκτιμάται στα 1.443 ευρώ μηνιαίως, με το 60% του διάμεσου μισθού, που είναι το κατώφλι της σχετικής φτώχειας, να ανέρχεται στα 866 ευρώ. Επιπλέον, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας το 2023 και τον εκτιμώμενο πληθωρισμό για το 2024, ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να ανέλθει στα 908 ευρώ, ώστε να υπάρξει ουσιαστική προστασία των μισθωτών που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό από την ακρίβεια, να απεγκλωβιστούν από την παγίδα της σχετικής φτώχειας και να μην μεταβληθεί η θέση τους στη διανομή του εισοδήματος.

Τι περιλαμβάνεται στην πρόταση της ΓΣΕΕ

Στην ολιστική πρόταση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ) περιλαμβάνονται επίσης τα ακόλουθα:

– Επαναφορά του καθορισμού του κατώτατου μισθού στον θεσμό της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, καθώς ο ρόλος και η λειτουργία της ως ελάχιστου γενικού ορίου προστασίας, με καθολική εφαρμογή σε όλους τους εργαζόμενους, στο πλαίσιο διαβούλευσης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, είναι κρίσιμης σημασίας για την αποδοχή του τελικού προσδιορισμού του ύψους του, την ενίσχυση της κοινωνικής και εργασιακής ειρήνης και, τελικά, τη συμμόρφωση των εργοδοτών, που θα επιτρέψει την αύξηση της αποτελεσματικότητας των θετικών του επιδράσεων στην οικονομία, την κοινωνία και τη δημοκρατία.

– Αποκατάσταση των προστατευτικών ρυθμίσεων του ατομικού και του συλλογικού εργατικού δικαίου (καθολικότητα ισχύος των όρων των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, πλήρης μετενέργειά τους, αρχή της εύνοιας στη «συρροή» τους και επέκταση της ισχύος τους).

– ‘Αρση των θεσμικών και νομοθετικών εμποδίων για την αύξηση της κάλυψης των εργαζομένων από Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (άνω του 80% των μισθωτών).

– Ενίσχυση της Επιθεώρησης Εργασίας για αποτελεσματική αντιμετώπιση της εργοδοτικής παραβατικότητας.

– Ρύθμιση και έλεγχος των ευέλικτων και των άτυπων μορφών εργασίας για την προστασία των κατώτατων ορίων αμοιβής και των συνθηκών εργασίας.