Τι σας έδωσε ώθηση ν’ ανεβείτε στη σκηνή σε αυτή τη δύσκολη περίοδο της ζωής σας;

Με κινητοποίησε ο Μάνος (σ.σ.: Καρατζογιάννης), τον οποίο γνώρισα στο σπίτι της Λούλας Αναγνωστάκη, όπου είχαμε συναντηθεί πολλές φορές. Αυτόν έπαιρνα τηλέφωνο όταν χρειαζόταν κάτι η Λούλα. Πριν από δύο χρόνια μού είχε προτείνει τον ρόλο στο συγκεκριμένο έργο. Μου άρεσε πολύ και του είπα «ναι». Ομως μεσολάβησε η απώλεια του Λάκη (σ.σ.: Παπαστάθη) και ενώ ξεκινήσαμε πρόβες, κάποια στιγμή τού ζήτησα να σταματήσουμε. Εκείνος επέμεινε ότι έπρεπε να συνεχίσω, ότι θα με βοηθούσε.

Φωτογραφία: Με τον Λάκη Παπαστάθη στην Πορταριά Πηλίου το 1976

Πράγματι αυτό συνέβη. Ξεχνιόμουν στις πρόβες, ξεχνιέμαι τώρα και στις παραστάσεις. Υπάρχουν όμως και στιγμές όπως χθες το βράδυ που ήρθαν δύο φίλοι του Λάκη να δουν την παράσταση και στην τελευταία φράση βούρκωσα.

Συγκινηθήκατε, αναμενόμενο. Αλλά πριν μιλήσουμε για την αφόρητη απώλεια θα ήθελα να μου περιγράψετε την Ιβόν, την ηρωίδα που υποδύεστε.

Είναι μια γυναίκα που οδεύει προς την άνοια. Καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης είναι απολύτως λογική. Μόνο μερικές φορές επαναλαμβάνει κάποιες φράσεις, κάτι που μαρτυρά την κατάστασή της. Βλέπουμε μέσα στο έργο ότι έχει αποδεχθεί τη θνητότητα, αλλά την ίδια στιγμή παρατηρούμε την ανάγκη της να μιλήσει για την προηγούμενη ζωή της. Υπάρχει μια χαρακτηριστική φράση που λέει, «απολαύστε όσο μπορείτε τα ωραία σας πόδια, αγαπητή μου, πριν το κορμί σας επιβάλει τους θλιβερούς του νόμους». Είναι μια εμβληματική φράση που διαπερνά όλο το έργο: για τη νεότητα που χάνεται, για τη διαδρομή της ζωής όπου κάποια στιγμή μοιραία φτάνεις στα γηρατειά.

Εσείς απολαύσατε τη ζωή σας όπως επιθυμούσατε;

Νιώθω ότι ήμουν τυχερή που ως έφηβη έζησα σε μια εποχή πολύ έντονη – τη δεκαετία του ’70. Οταν μπήκα στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου, συναντήθηκα με ανθρώπους που είχαμε κοινά βιώματα, όνειρα και επιθυμίες. Θέλαμε ν’ αλλάξουμε τον κόσμο. Ετσι δημιουργήσαμε το Ελεύθερο Θέατρο. Τώρα που το αφηγούμαι, σκέφτομαι ότι προετοιμαζόμαστε για να συναντήσουμε το πεπρωμένο μας. Σε αυτό το πλαίσιο βάζω την ένταξή μου στην ομάδα αυτή. Ακόμη και για να παίξεις «Οιδίποδα» θα πρέπει να προετοιμάζεσαι όλη σου τη ζωή. Δεν φτάνουν οι δύο μήνες προβών.

Εσείς για ποιον ρόλο προετοιμαστήκατε;

Ισως και γι’ αυτόν τον ρόλο της Ιβόν. Δεν προετοιμάστηκα για να παίξω αρχαίο θέατρο, σίγουρα, και με στενοχωρεί αυτό. Κάποια στιγμή, συζητώντας με τη Ρούλα Πατεράκη για το θέμα της συγκέντρωσης του ηθοποιού, τη ρωτάω τι βοηθάει και μου απαντάει: «Εγώ, Υβόννη μου, είμαι συγκεντρωμένη σε όλη μου τη ζωή». Με αποστόμωσε γιατί αυτό είναι. Η προετοιμασία είναι η συγκέντρωση για να συναντηθείς με τον ρόλο που επιθυμείς.

Σας κόστισε η απουσία αρχαίου δράματος από τη διαδρομή σας;

Οχι, γιατί απόλαυσα μια ποικιλία ρόλων. Επαιξα σε αρχαίο δράμα στις «Ικέτιδες» του Αισχύλου, σε σκηνοθεσία Σταύρου Ντουφεξή, κορυφαία στον Χορό. Ηταν μια εμπειρία έντονη που δεν ήθελα να την επαναλάβω. Μου είχε κοστίσει πολύ.

Γιατί;

Δεν άντεχα να το ξαναζήσω δεύτερη φορά. Θυμάμαι ότι είχα καθίσει στο ξενοδοχείο και σκεφτόμουν πώς θα βγω στην Επίδαυρο, πώς θα σταθώ απέναντι στον κόσμο. Είχα αυτή την αγωνία και την πίεση. Ενιωθα ότι δεν ήμουν προετοιμασμένη σωματικά και πνευματικά. Για παράδειγμα, η Αμαλία Μουτούση πηγαινοερχόταν κάθε μέρα από το ξενοδοχείο μέχρι την Επίδαυρο με τα πόδια – μεγάλη απόσταση. Είναι ένας είδος πρωταθλητισμού, στο οποίο δεν είχα τις δυνάμεις ν’ αφοσιωθώ. Ηθοποιός όμως δεν είναι μόνο εκείνος που πάει στην Επίδαυρο. Η Λαμπέτη δεν είχε παίξει ποτέ αρχαίο δράμα. Δεν ήταν καλή ηθοποιός;

Αναμφισβήτητα. Αν και ξέρω ότι είναι δύσκολο να μιλάτε, θα ήθελα να μου πείτε για την απουσία του ανθρώπου…

…με τον οποίο ήμασταν μαζί πενήντα χρόνια. Ποτέ δεν είσαι προετοιμασμένος για μια τέτοια απώλεια. Φεύγει το έδαφος κάτω από τα πόδια σου, κάτι γκρεμίζεται. Είναι οδυνηρό. Με καθόρισε η κοινή ζωή μας. Ηταν ένας σπουδαίος άνθρωπος, μια πολυσχιδής προσωπικότητα. Η πνευματικότητά του και το ταλέντο του μ’ έθρεφαν, μου έδιναν ζωή. Είχαμε χωρίσει για ένα διάστημα, έπειτα σμίξαμε ξανά και επιλέξαμε να ζούμε σε χωριστά σπίτια αλλά να είμαστε μαζί. Μου λείπει η προστασία του, η ευφυΐα του, η παρουσία του. Η γλύκα και η αγάπη που είχε για τους ανθρώπους, τις αδικημένες πνευματικές προσωπικότητες, τους ελάσσονες ποιητές.

Βιώσατε όμως την απώλεια και του πατέρα σας. Είναι σκληρό για ένα παιδί να χάνει τον γονιό του σε αυτή την τρυφερή ηλικία.

Σίγουρα, αλλά το ξεπερνάει γιατί έχει όλη τη ζωή μπροστά του. Εχω μνήμες από τον πατέρα μου που με καθόρισαν. Κάπνιζε Ασσο άφιλτρο και διάβαζε κάθε μέρα «ΤΑ ΝΕΑ». Κι εγώ εξακολουθώ να τα διαβάζω.

Ο θάνατός του θα λέγατε ότι δρομολόγησε μια σειρά από γεγονότα τα οποία δεν μπορούσατε να ελέγξετε, όπως, για παράδειγμα, η έλλειψη οικονομικής σταθερότητας;

Ετσι είναι. Μπήκε ευτυχώς από νωρίς η τέχνη στη ζωή μου και η δύναμή της μου έδωσε ώθηση, και τρόπο αν θες, για να ζήσω. Οταν έφυγε ο πατέρας μου από τη ζωή, αναγκαστήκαμε να δουλέψουμε όλοι στην οικογένεια για να ζήσουμε. Χάσαμε την προστασία του. Αναζήτησα στον Λάκη αυτή την προστασία, γιατί έλειπε η προστασία του πατέρα μου.

Δεν είναι δυσβάσταχτο βάρος για ένα παιδί να αναγκάζεται να εργαστεί;

Μεγάλο. Στερήθηκα την ανεμελιά και μια ζωή με περισσότερα εφόδια. Οταν πέθανε ο πατέρας μου, άρχισα να συμμετέχω – από 13 ετών – σε παραστάσεις και κάποιες φορές ήμουν μοντέλο στη Σχολή Καλών Τεχνών. Φυσικά, με την επίβλεψη της μητέρας μου πάντα. Κι εγώ και οι αδελφές μου εργαζόμασταν για να συνεισφέρουμε στον οικογενειακό προϋπολογισμό. Εχασα την ευκαιρία να συνεχίσω τα μαθήματα των γλωσσών και της μουσικής που έκανα όσο ζούσε ο πατέρας μου και μπορούσε να τα πληρώνει. Ενα απωθημένο που έχω είναι το ότι δεν έμαθα μουσική – είχα ξεκινήσει, όπως είπα, μαθήματα πιάνου.

Η τέχνη του θεάτρου σάς ισορρόπησε;

Αυτή η ισορροπία έρχεται μόνο αν εσύ σταθείς με πραγματικό ενδιαφέρον απέναντί της. Αν δηλαδή για κάθε έργο αναζητήσεις όλα εκείνα τα στοιχεία που συνδέονται με την εποχή του. Να μάθεις όσο περισσότερα μπορείς για τις άλλες τέχνες της εποχής του και γενικότερα για το ιστορικό συγκείμενο.

Φωτογραφία: Με τη Λούλα Αναγνωστάκη στην Αγία Παρασκευή, τέλη της δεκαετίας του 1980

Διαφορετικά, έχεις μια επιδερμική σχέση με το θέατρο και βεβαίως ελλιπή. Ξέρεις, για μένα ταλέντο είναι η περιέργεια για τη γνώση, για τον κόσμο, για τις εμπειρίες. Αυτή σε σπρώχνει προς το άγνωστο.

Τελικά, οδηγηθήκατε από ανάγκη ή από βαθιά επιθυμία; Είναι ξεκάθαρο αυτό μέσα σας;

Μου το έκανες πολύ συγκεκριμένο, δεν το είχα σκεφτεί έτσι. Ναι, βέβαια, στο θέατρο αναζήτησα τη θαλπωρή και την προστασία που στερήθηκα από την απουσία του πατέρα. Στα πρόσωπα του θεάτρου. Φυσικά εκκινούσα από την οικονομική ανάγκη. Αλλά την ίδια στιγμή αυτή η ανάγκη πυροδοτούσε την περιέργειά μου, παρόλο που δεν υπήρχε ένα πνευματικό περιβάλλον στο σπίτι που να με ωθούσε προς τη γνώση.

Ηταν εγγενές στοιχείο της προσωπικότητάς σας;

Νομίζω ναι. Θυμάμαι ότι κάποια στιγμή είχε πέσει στα χέρια μου το βιβλίο του Κάρολου Ντίκενς «Ιστορία δύο πόλεων» που έχει έναν εξαιρετικό πρόλογο: «Ηταν οι καλύτεροι καιροί, ήταν οι χειρότεροι καιροί, ήταν η εποχή της σοφίας, ήταν η εποχή της ανοησίας, ήταν τα χρόνια της πίστης, ήταν τα χρόνια της δυσπιστίας, ήταν η εποχή του φωτός, ήταν η εποχή του σκότους, ήταν η άνοιξη της ελπίδας, ήταν ο χειμώνας της απελπισίας, είχαμε τα πάντα μπροστά μας, δεν είχαμε τίποτε». Πήγαινα στη γειτονιά και ζητούσα από τις κυρίες να μου το εξηγήσουν. Μονό μία σήκωσε το βλέμμα της από το πλεκτό της και μου έδωσε μια απάντηση όσο πιο απλή μπορούσε για να το κατανοήσω: «Είναι η ζωή έτσι. Εχει και το ένα και το άλλο». Αυτό το βιβλίο λοιπόν, που το διάβασα 9 ετών, με καθόρισε. Μου άνοιξε πολλά παράθυρα στο μυαλό μου.

Και προβληματισμούς.

Ναι, γιατί θυμάμαι ότι άρχισα, ας πούμε, να παρατηρώ τα πάντα γύρω μου με άλλη ματιά. Εβλεπα την ανισότητα, έγινε ορατή: το κορίτσι που ζούσε σ’ ένα σπίτι δίπατο με δικό του δωμάτιο, ενώ εμείς – με τις αδελφές μου – μοιραζόμασταν το ίδιο.

Υπάρχει κάποιο έργο που έχει την ίδια επίδραση για εσάς;

Εχω την εμπειρία μιας συγκλονιστικής παράστασης, στην οποία έπαιζα 14 ετών: το «Εγκλημα και τιμωρία» σε σκηνοθεσία Γιώργου Σεβαστίκογλου με τον θίασο Αλεξανδράκη – Γεωργούλη στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Ημουν πολύ τυχερή για αυτές τις συναντήσεις. Σε αυτή την παράσταση αποφάσισα ότι θέλω να γίνω ηθοποιός. Αλλά δεν θα μπορούσα ν’ αφήσω απ΄ έξω και εκείνα τα έργα επιθεώρησης που παίζαμε στο Ελεύθερο Θέατρο, με πολιτικό λόγο. Από την άλλη με περιόρισε γιατί, για παράδειγμα, δεν έχω παίξει ποτέ Σαίξπηρ ή Τσέχοφ σε μεγάλους ρόλους ή σε έργο της Λούλας Αναγνωστάκη. Δεν με εμπιστεύονταν. Μου στοίχισε αυτό γιατί έπρεπε να τους πείσω. Εδωσα μάχη για να κερδίσω αυτή την εμπιστοσύνη.