Θα ήταν αλήθεια υπερβολή να ανατρέξει κανείς εξήντα χρόνια πριν και να θυμίσει μια φράση της ποιήτριας και πεζογράφου Λείας Χατζοπούλου – Καραβία που είχε δημοσιευθεί στην «Επιθεώρηση Τέχνης»; Μια φράση που έλεγε πως «κανείς δεν μπορεί να είναι ελεύθερος και χορτάτος παρά μόνον όταν όλοι θα είναι ελεύθεροι και χορτάτοι», και να χρεώσει την εποχή μας όχι απλώς με τη διάψευσή της αλλά με την απόλυτη χρεοκοπία της όπως θριαμβευτικά έχει επικρατήσει κάτι το ακριβώς αντίθετο, ότι μπορούμε να νιώθουμε ελεύθεροι και χορτάτοι, αν και πάρα πολλοί άλλοι πεθαίνουν από πείνα σε ανελεύθερα καθεστώτα.

Και η φράση της Λείας Χατζοπούλου – Καραβία δεν θα μπορούσε να έχει εκ των πραγμάτων ιδιαίτερη απήχηση, αφού επρόκειτο για μια όχι ιδιαίτερα γνωστή δημιουργό ακόμα και στην εποχή της, γιατί παρέμεινε ανενεργή μέσα στον χρόνο η φράση «ουδέποτε ώφθη γελών αλλά πολλάκις κλαίων» που απέδιδε την ιδιοσυγκρασιακή ολότητα του Χριστού;

Μια φράση που θα ήταν αδύνατον να μην τη σκεφτείς, αν συνέβαινε να τη γνωρίζεις, βλέποντας στις καλλιτεχνικές σελίδες των «ΝΕΩΝ» της προπερασμένης Τρίτης, 9 Ιανουαρίου, τη φωτογραφία με τον σκηνοθέτη Γιώργο Λάνθιμο και τους συνεργάτες του (Εμα Στόουν, Γουίλεμ Νταφόε, Μαρκ Ράφαλο, Ραμού Γιούσεφ) στην ταινία «Poor Things», που κέρδισε δύο Χρυσές Σφαίρες, όχι απλώς να γελάνε ευτυχείς κατά τη διάρκεια της απονομής (με εξαίρεση τον σκηνοθέτη που παραμένει, αν και χαμογελαστός, σοβαρός), αλλά ξελιγωμένους στα γέλια να έχουν διπλωθεί κυριολεκτικά στα δύο. Αν σκεφτούμε πως υπάρχει μια κατηγορία; Τάξη; Πώς να την αποκαλέσει κανείς που δεν μπορεί να εννοηθεί αποκλειστικά και μόνο σε σχέση με την επιτυχία που μπορεί να γνωρίσει λόγω των επιδόσεών της, αυτή είναι η τάξη ή η κατηγορία των καλλιτεχνών. Με αποτέλεσμα να πρόκειται για μια φωτογραφία που όσο και αν εκνευρίζει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό προβληματίζει.

Ετσι όπως καταγγέλλει την υποκρισία ενός χώρου που δεν μπορεί να εννοηθεί ποτέ χωρίς την παράμετρο μιας στοιχειώδους ευαισθησίας για οτιδήποτε δραματικό, απάνθρωπο ή εγκληματικό, μπορεί να συντελείται στον κόσμο την ίδια στιγμή που στον χώρο αυτό συμβαίνει να αποδίδεται μια οποιαδήποτε διάκριση. Αν σε οποιονδήποτε πολιτικό ή επιχειρηματία, χωρίς να περιέχει οποιαδήποτε μομφή η παρατήρηση αυτή, που επιτρέπεται να κορδώνεται με τις επιτυχίες του, δεν μπορεί να ισχύει το ίδιο για τον κάθε καλλιτέχνη που από τη φύση του – όπως δεν συμβαίνει με τον πολιτικό ή τον επιχειρηματία – μοιράζεται με ένα αίσθημα προσωπικής ευθύνης και ενοχής όσα δεν έγινε κατορθωτό να αλλάξουν και παραμένουν σε δραματική ισχύ για ένα μεγάλο μέρος της ανθρωπότητας.

Δεν υπάρχει δημιουργός που δεν φιλοδοξεί ή δεν φιλοδόξησε να δει τον κόσμο αυτό, ενώ θα τον αποχαιρετά, να έχει αλλάξει έστω και ελάχιστα προς το καλύτερο. Μην εμπλακούμε σε συζήτηση για το τι είναι το καλύτερο, αφού όλοι το γνωρίζουμε βαθιά μέσα μας. Οπως γνωρίζουμε ότι το να επιχαίρεις έως λιποθυμίας με μια διάκριση ή ένα βραβείο, αυτοκαταγγέλλεσαι αυτομάτως ως μη καλλιτέχνης. Φτάνει να παρατηρήσει κανείς, χωρίς να χρειάζεται να εμβαθύνει ιδιαίτερα, πως όσες διακρίσεις ή βραβεία έγιναν γνωστά ή παρέμειναν άγνωστα στην ιστορία της ανθρωπότητας, εξελίχθηκαν ως μια συνέχεια με την ίδια «φυσικότητα» που διαιωνίστηκαν μέσα σ’ αυτήν οι συμφορές, οι εξολοθρεμοί και οι πόλεμοι.