Οι ποντιακές λύρες έγραψαν τον επίλογο χθες μαζί με τους αγαπημένους του ανθρώπους, την οικογένειά του, τους φίλους, τους συγγενείς αλλά και πλήθος κόσμου που τον αγάπησε μέσα από τα τραγούδια του. Τα τελευταία λόγια που ακούστηκαν στην εξόδιο ακολουθία ήταν οι στίχοι από το εμβληματικό τραγούδι της ποντιακής παράδοσης «Αϊτέντς επαραπέτανεν ψηλά σα επουράνια, ούι αμάν αμάν, / ψηλά σα επουράνια, ούι αμάν αμάν, ούι αμάν αμάν». Ιδανικός αποχαιρετισμός για έναν τραγουδιστή που αγάπησε την παράδοσή του και σε αυτή στηρίχθηκε στα πρώτα δειλά βήματα της καλλιτεχνικής αναζήτησής του. Από εκείνες τις ανήσυχες και αμήχανες στιγμές μέχρι προχθές που είδε το φως του ήλιου για τελευταία φορά, ο Βασίλης Καρράς κατάφερε να δημιουργήσει μία από τις πιο ευγενείς και τρυφερές σελίδες στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού.

Και μοιάζει σχεδόν αυτονόητο – στα όρια του «εξυπναδικισμού» – η παρατήρηση ότι ο δημοφιλής καλλιτέχνης που έφυγε από τη ζωή στα 70 του χρόνια ανήκει σ’ εκείνη την ισχνή μειονότητα των καλλιτεχνών οι οποίοι μπορούν, με τη δύναμη της προσωπικότητάς τους, να λειτουργούν υπερβατικά. Να προσελκύουν δηλαδή και τα βλέμματα όσων βρίσκονται απέναντι από το είδος που εκπροσωπούν. Αυτή είναι η αλήθεια και το ακριβές περίγραμμά της δόθηκε τόσο από τον τρόπο όσο και από το ποιοι τον αποχαιρέτησαν μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τραγουδιστές και συνεργάτες του που μοιράστηκαν μαζί τα πολλά χιλιόμετρα στις νυχτερινές πίστες, αλλά κι αυτοί που συναντήθηκαν λίγες στιγμές μαζί του δίνοντάς του ρεπορτόριο «εκτός γραμμής» κι εκείνος τους το ανταπέδωσε με την ειλικρινή και ανεπιτήδευτη ερμηνεία του. Από τους Πυξ Λαξ, που του άνοιξαν τις πύλες του έντεχνου, μέχρι τον Μίλτο Πασχαλίδη και τον Σωκράτη Μάλαμα, ο Βασίλης Καρράς, που ερμήνευσε τραγούδια τους, είναι «ο τζέντλεμαν», «το καρντάσι», «ο άρχοντας» και τόσα άλλα όμορφα λόγια, όλα από καρδιάς.

Κανείς δεν μπορούσε να προσπεράσει τον όγκο της προσωπικότητάς του, τη γενναιοδωρία της ψυχής του και την παιδική του καρδιά. Αν διαβάσει κανείς απομονωμένες αυτές τις λέξεις, σχεδόν ολισθαίνουν σε γραφικά πεδία, όμως δίπλα στο όνομα του Βασίλη Καρρά αποδίδουν με χειρουργική ακρίβεια όλα όσα εκείνος θέλησε και κατάφερε να γίνει. Και εδώ αξίζει να μείνει κανείς για να προσπαθήσει να κατανοήσει γιατί είχε τόση εκτίμηση από μουσικόφιλους εκτός των δικών του καλλιτεχνικών τειχών.

Ο δρόμος προς τις πίστες

Από το Κοκκινοχώρι της Καβάλας καταγόταν. Πρόσφυγες από τον Πόντο οι παππούδες του και οι γονείς του, ο Δαμιανός και η Ασπασία. Αγρότες στις καπνοκαλλιέργειες της περιοχής που έδιναν τις μάχες τους σε δύσκολες εποχές, οικονομικά στενάχωρες. Αναζητώντας μια καλύτερη τύχη, η οικογένεια του Βασίλη Καρρά – κατά κόσμον Κεσογλίδη – μετακομίζει στη Σταυρούπολη Θεσσαλονίκης όταν ήταν 10 ετών. Τα πρώτα ακούσματά του ήταν οι μεγάλες φωνές των Καζαντζίδη, Γαβαλά, Καίτης Γκρέυ, Μαρινέλλας. Μαγεύεται από τις ερμηνείες τους και αρχίζει να ονειρεύεται τον δικό του δρόμο στο λαϊκό τραγούδι.

Η πρώτη του μουσική εμφάνιση ήταν στα 16 του, στο νυχτερινό κέντρο Πρόσφυγας στον Εύοσμο, τραγουδώντας ποντιακά. Ξεχωρίζει όμως για τις ερμηνείες του στα λαϊκά. Εκείνα τα πρώτα βήματά του μπορεί να ήταν ενθαρρυντικά, αλλά ο προσγειωμένος νεαρός Βασίλης δεν αφήνει την πρωινή εργασία: πλανόδιος, κουλουρτζής, λαχειοπώλης και αμέτρητες άλλες εργασίες του ποδαριού. Τελειώνει το Γυμνάσιο, γράφεται στην τεχνική σχολή «Δημόκριτος», αποφοιτά και από τη δραματική σχολή, στην οποία έπαιξε τον Ιππόλυτο από την τραγωδία του Ευριπίδη για να εισαχθεί. Στα 20 παντρεύεται τη Χριστίνα, με την οποία συμπλήρωσαν 50 χρόνια γάμου.

Τα πράσινο φως για τη δυναμικότερη είσοδό του στη νυχτερινή καλλιτεχνική ζωή άναψε ένα βράδυ, όταν ο αγαπημένος Βασίλης Καρράς πήγε μαζί με την παρέα του σε ένα ταβερνάκι με μια μικρή ορχήστρα και άρχισε να τραγουδάει στο τραπέζι. Ενας μουσικός τον πλησιάζει και τον προσκαλεί να πηγαίνει τα Σάββατα να λέει εκεί «κάνα τραγουδάκι».

Ετσι έγινε: με τα ποντιακά και τα λαϊκά τραγούδια που ερμηνεύει αρχίζει να φτιάχνει το κοινό του, αλλά συνεχίζει να δουλεύει το πρωί ως μηχανικός αυτοκινήτων. Εχει ζήτηση όμως και εκτός της ταβέρνας αφού τον καλούν σε πανηγύρια στα χωριά, σε ταβέρνες στον Λαγκαδά, στα Γιαννιτσά, στη Βέροια. Σε κάθε εμφάνισή του το κοινό του μεγάλωνε. Μεγάλωναν και οι πίστες και από τη Θεσσαλονίκη βρέθηκε κάτω από τους τεράστιους προβολείς της πρωτεύουσας και τα φώτα των μεγάλων κέντρων του εξωτερικού. Οπου υπήρχαν Ελληνες λατρεύτηκε και όπου ακουγόταν ελληνική γλώσσα ήχησαν στίχοι από τα τραγούδια του, θυμίζοντας ότι ο θεός των αγνών και αληθινών συναισθημάτων ανήκει σε όλους.