«Αυτή είναι η ώρα του πολέμου» διακήρυξε τη Δευτέρα ο Μπενιαμίν Νετανιάχου, αποκλείοντας την ιδέα μιας εκεχειρίας με τη Χαμάς.

Το Ισραήλ έχει προειδοποιήσει επανειλημμένως ότι ο πόλεμος θα είναι «μακρύς και δύσκολος», κανένας όμως δεν γνωρίζει τι επακριβώς έχει στο μυαλό του για την «επόμενη μέρα» και στο μεταξύ ο κίνδυνος μιας περιφερειακής κλιμάκωσης διαρκώς αυξάνεται.

Ο Τζο Μπάιντεν, βέβαια, παρουσίασε την περασμένη εβδομάδα το όραμά του: μια νέα γενιά ειρηνευτικών συνομιλιών στη Μέση Ανατολή για μια «λύση δύο κρατών», όπου το Ισραήλ θα συνυπήρχε με ένα ανεξάρτητο παλαιστινιακό κράτος. Είναι μια λύση στην οποία έχουν επανέλθει τελευταία με δηλώσεις τους πολλοί και διαφορετικοί, από τον Εμανουέλ Μακρόν μέχρι τον Πάπα Φραγκίσκο και από τον Αραβικό Σύνδεσμο μέχρι τη Μόσχα. Μόνο που άλλοι τόσοι τη θεωρούν νεκρή, και μάλιστα από καιρό, πριν καν πυροδοτήσει η Χαμάς με την πρωτοφανή τρομοκρατική της επίθεση στο Νότιο Ισραήλ τον τελευταίο κύκλο βίας στην περιοχή.

Η ειρηνική συνύπαρξη και η αμοιβαία αναγνώριση ενός εβραϊκού κράτους, του Ισραήλ, και ενός παλαιστινιακού κράτους, στη βάση συνόρων που θα προέκυπταν μέσα από διαπραγματεύσεις, αλλά με αφετηρία τα προ του 1967 σύνορα – η περίφημη «λύση των δύο κρατών» –, βρίσκεται στο τραπέζι από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Εχει αφεθεί στην άκρη ωστόσο από το 2014, όταν κατέρρευσε η τελευταία ειρηνευτική προσπάθεια υπό την αιγίδα των ΗΠΑ, εν μέσω διαφωνιών για τα σύνορα και τους εβραϊκούς οικισμούς, την απελευθέρωση παλαιστινίων κρατουμένων και άλλα ζητήματα.

Ο Τζο Μπάιντεν είναι ο πρώτος αμερικανός πρόεδρος εδώ και τρεις δεκαετίες που δεν ξεκίνησε τη θητεία του προσπαθώντας να πιέσει για κάποιου είδους λύση δύο κρατών – για το είδος της «λύσης» που προωθούσε ο Ντόναλντ Τραμπ ας μη μιλήσουμε καλύτερα. Στη διάρκεια επίσκεψής του στη Δυτική Οχθη την περασμένη χρονιά, ο Μπάιντεν είχε πει πως «το έδαφος δεν είναι πρόσφορο».

Μέχρι πρόσφατα, ο ίδιος επικεντρωνόταν σε μεγάλο βαθμό στην προσπάθεια να αποφευχθεί μια νέα σύγκρουση μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων στη Γάζα και τη Δυτική Οχθη –και στην εξασφάλιση μιας μεγάλης ειρηνευτικής συμφωνίας μεταξύ Ισραήλ και Σαουδικής Αραβίας, που θα περιλάμβανε «σημαντικά μέτρα προς όφελος των Παλαιστινίων». Η επίθεση της Χαμάς, ο νέος πόλεμος που ξέσπασε, άλλαξαν όλα τα δεδομένα.

«Δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω στο στάτους κβο που υπήρχε στις 6 Οκτωβρίου» δήλωσε ο αμερικανός πρόεδρος στις 25 Οκτωβρίου. «Η Χαμάς δεν μπορεί να συνεχίσει να τρομοκρατεί τους ισραηλινούς πολίτες… Οταν αυτή η κρίση τελειώσει, πρέπει να υπάρξει ένα όραμα για το τι ακολουθεί, και κατά την άποψή μας πρέπει να είναι μία λύση δύο κρατών. Σημαίνει μια συγκεντρωμένη προσπάθεια να μπούμε σε ένα μονοπάτι προς την ειρήνη». Ο κατάλογος των εμποδίων, ωστόσο, ήδη μακρύς από πριν, είναι πια ατελείωτος.

Η εχθρότητα στην περιοχή βρίσκεται στα χειρότερα επίπεδά της μετά τη δεύτερη Ιντιφάντα, πριν από δύο δεκαετίες.

Η αίσθηση της ανασφάλειας στην ισραηλινή πλευρά και ο μετεωρικά αυξανόμενος αριθμός των θυμάτων στην παλαιστινιακή δύσκολα θα αφήσουν το οποιοδήποτε περιθώριο για συμβιβασμούς. Η σημερινή κυβέρνηση του Ισραήλ είναι η πλέον ακροδεξιά στην ιστορία του και τα περισσότερα μέλη της δεν θέλουν καν να ακούσουν για λύση δύο κρατών.

Οποιαδήποτε νέα κυβέρνηση προκύψει μεταπολεμικά θα δεχθεί πιθανότατα πιέσεις από τους ισραηλινούς πολίτες να μη συμφωνήσει σε κανένα σχέδιο που θα μπορούσε στα μάτια τους να θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια του ισραηλινού κράτους.

Επιπλέον, το Ισραήλ έχει περάσει δεκαετίες χτίζοντας οικισμούς και άλλες υποδομές σχεδιασμένες ώστε να προσαρτήσουν ουσιαστικά μεγάλο κομμάτι της Δυτικής Οχθης και να καταστήσουν την πιθανότητα ενός συνεκτικού παλαιστινιακού κράτους αδύνατη – η σημερινή κυβέρνηση έχει, φυσικά, επιταχύνει την εποικιστική δραστηριότητα, αντιμετωπίζοντας τη Δυτική Οχθη ως κομμάτι μιας «Ιουδαίας και Σαμάρειας» επί της οποίας οι Εβραίοι έχουν αυτοδίκαιο έλεγχο.

Η Παλαιστινιακή Αρχή, που ελέγχει κομμάτια της Δυτικής Οχθης, είναι εξαιρετικά αποδυναμωμένη, με έναν υπέργηρο ηγέτη, και απαξιωμένη στα μάτια πολλών Παλαιστινίων. Οσο για τη Γάζα, κανένας δεν γνωρίζει σε ποια κατάσταση θα βγει από το χάος.

Πριν καν ξεκινήσει αυτός ο πόλεμος, μόλις ένα 33% των Παλαιστινίων και ένα 34% των ισραηλινών Εβραίων στήριζαν τη λύση των δύο κρατών – τα χαμηλότερα ποσοστά από τις αρχές της δεκαετίας του 1990.