«Οι μιναρέδες είναι οι ξιφολόγχες μας, οι θόλοι είναι τα κράνη μας και οι πιστοί οι στρατιώτες μας. Αυτόν τον στρατό περιμένει η θρησκεία μου». Για αυτή τη διασκευή ποιήματος του εθνικιστή Ζιγιά Γκιοκάλπ, ο ισλαμοσυντηρητικός Ταγίπ Ερντογάν έμεινε τέσσερις μήνες στη φυλακή, το 1999, για υποκίνηση «θρησκευτικού ή φυλετικού μίσους» στην Τουρκία.

Είχε επίσης ωθηθεί σε παραίτηση από δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης, που ήταν η αφετηρία μιας πολυτάραχης για τον ίδιο και τη γείτονα πολιτικής πορείας.

Έκτοτε ο Ερντογάν κέρδισε πέντε βουλευτικές εκλογές με το ισλαμοσυντηρητικό κόμμα του, το AKP, δύο προεδρικές αναμετρήσεις και τρία δημοψηφίσματα, στηριζόμενος στα «πήλινα πόδια» μιας αλματώδους οικονομικής ανάπτυξης.

Επέζησε μιας απόπειρας πραξικοπήματος το 2016, που ο ίδιος αποδίδει στις ΗΠΑ και στους γκιουλενιστές, αλλά πολλοί θεωρούν «στημένο» από τον ίδιο, κυβερνώντας μετέπειτα με ακόμη μεγαλύτερο αυταρχισμό την Τουρκία.

Με το πιο πρόσφατο δημοψήφισμα, το 2017, «χαλύβδωσε» την ηγεμονία του, επιβάλλοντας ένα μονοπρόσωπο προεδρικό σύστημα… α λα τούρκα και αποκτώντας το παρατσούκλι του «νεο-Σουλτάνου».

‘Επειτα από 20 και πλέον χρόνια στην εξουσία, σήμερα δίνει μάχη «με νύχια και με δόντια» να κρατηθεί σε αυτή, κόντρα στις προβλέψεις, αλλά και στη συρρίκνωση των ποσοστών του ίδιου και του AKP.

Με καταμετρημένο το 99,38% των ψήφων μέχρι το μεσημέρι της Δευτέρας, την επομένη των εκλογών, τα βλέμματα ήταν στραμμένα στην ενσωμάτωση της ψήφου των 1,8 εκατομμυρίων αποδήμων που άσκησαν το εκλογικό τους δικαίωμα σε αυτές τις εκλογές.

Στο παρελθόν στήριξαν σε υψηλά ποσοστά τον Ερντογάν.

«Δεν θα επιτρέψουμε ένα τετελεσμένο γεγονός με χειραγώγηση ξένων ψήφων», διεμύνησε ο Σινάν Ογάν, ο εθνικιστής προεδρικός υποψήφιος που εξασφαλίζει ποσοστό άνω του 5% στις εκλογές της Κυριακής και αναδεικνύεται σε ρυθμιστή ενός δεύτερου γύρου, στις 28 του μήνα.

Μια χώρα στο «νήμα»

Όπως και να έχει, ο 69χρονος Ταγίπ Ερντογάν δείχνει πολιτικά «πολύ σκληρός για πεθάνει».

Έμεινε «ζωντανός» απέναντι στην ετερόκλητη συμμαχία της αντιπολίτευσης και στον προεδρικό της υποψήφιο, Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, τον οποίο κατηγορεί ότι στηρίζει την «τρομοκρατία» και ότι είναι υποχείριο της Δύσης.

Παρά την αυταρχική διακυβέρνησή του, επέζησε της πολιτικής φθοράς, των καταστροφικών χειρισμών του -από την οικονομία, μέχρι τους φονικούς σεισμούς του περασμένου Φεβρουαρίου- και των δημοσκοπικών προβλέψεων.

Όπως όλα δείχνουν, οδεύει ακάθεκτος προς έναν -πρωτοφανή για τα τουρκικά δεδομένα- δεύτερο γύρο προεδρικών εκλογών.

Όχι μόνο με τον «αέρα» της πρωτιάς στις κάλπες της 14ης Μαΐου, αλλά και της επικράτησης του κυβερνητικού συνασπισμού του -μεταξύ ισλαμοσυντηρητικών, ακροδεξιών και υπερεθνικιστών- στις βουλευτικές εκλογές, και δη με την εξασφάλιση κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.

Μένει να αποτιμηθεί εάν η πρόσφατη ομοβροντία δημοσιευμάτων στην δυτικό Τύπο υπέρ της καταψήφισής του λειτούργησε ως «βούτυρο» στο προεκλογικό «ψωμί» του Τούρκου προέδρου.

Μένει επίσης να φανεί εάν θα επικρατήσει και κυρίως, σε περίπτωση που αυτό συμβεί, και πώς θα διαμορφώσει αυτό που ο ίδιος ονομάζει «νέο αιώνα της Τουρκίας».

Την δεύτερη 100ετία δηλαδή από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας από τον Κεμάλ Ατατούρκ, στην οποία ο Ταγίπ Ερντογάν θέλει να αφήσει την δική του πολιτική «σφραγίδα», με μια  τρίτη και τελευταία θητεία στην τουρκική προεδρία.

Διακηρύττει ότι θέλει μια Τουρκία ως ισχυρή περιφερειακή δύναμη και οικονομικά ισχυρή, παράγοντα του διεθνούς «γίγνεσθαι» ως βασικό εκφραστή του πολιτικού σουνιτικού Ισλάμ σε έναν πολυπολικό κόσμο.

Διατηρεί τον αναθεωρητισμό του -που κατά πολλούς αναμένεται να κλιμακωθεί- και διφορούμενη στάση στις εξωτερικές σχέσεις, πατώντας μονίμως σε δύο «βάρκες».

Αρκετοί αναλυτές διαβλέπουν πάντως μια υπό όρους επαναδιαπραγμάτευση με τη Δύση, ενόσω η Τουρκία «ποντάρει» σταθερά στον στρατηγικό ρόλο της ως το μοναδικό μουσουλμανικό μέλος του ΝΑΤΟ, διατηρεί θέση στο «τραπέζι» των G20 και γεωγραφικά αποτελεί το εμπορικό «σταυροδρόμι» μεταξύ Ασίας και Ευρώπης.

Δρόμος στρωμένος με «αγκάθια»

Στο εσωτερικό ωστόσο οι κάλπες αναδεικνύουν μια χώρα διχασμένη, με δύο διαφορετικά οράματα για την επόμενη ημέρα και αντίθετες θεωρήσεις για το κράτος δικαίου και τις δημοκρατικές αξίες.

Και δη με τον Ερντογάν απέναντι στο πιο προοδευτικό και το νεανικό τμήμα της τουρκικής κοινωνίας.

Αυτό αναμένεται να καταστεί ακόμη πιο εμφανές στις δύο εβδομάδες που θα μεσολαβήσουν μέχρι τον β’ γύρο των προεδρικών εκλογών.

Θα είναι ένα μεγάλο «στοίχημα» για το ετερόκλητο μπλοκ της αντιπολίτευσης, η συνοχή του οποίου φέρεται να δοκιμάζεται από τα αποτελέσματα του α’ γύρου και της προεδρικής υποψηφιότητας του Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, στην οποία είχε αρχικά αντιταχθεί προεκλογικά η εθνικίστρια Μεράλ Ακσενέρ.

Στο φόντο εν τω μεταξύ χάσκουν οι ανησυχητικές προοπτικές της τουρκικής οικονομίας, εν μέσω προβλέψεων για προσφυγή στο ΔΝΤ, και ενός εντεινόμενου «φλερτ» της Άγκυρας υπό τον Ερντογάν με την -εναλλακτική της δολαριοποιημένης οικονομίας- ομάδα των BRICS,  όπου πρωτοστατούν η Ρωσία και η Κίνα.

Μέγα ερώτημα τώρα παραμένει εάν ο Ερντογάν θα συνεχίσει -εφόσον επανεκλεγεί- τις ανορθόδοξες νομισματικές πολιτικές του, γνωστές ως Erdoganomics.

Την τελευταία διετία οδήγησαν σε καταβαράθρωση της λίρας και με το κλείσιμο της κάλπης της Κυριακής την οδηγούν σε νέα πτώση.

Έφερεαν επίμονα υψηλό -αν και επισήμως συρρικνούμενο- πληθωρισμό. Φυγή ξένων κεφαλαίων. Εξαΰλωση των συναλλαγματικών αποθεμάτων.

Κοντολογίς τα ανοιχτά μέτωπα είναι πολλά για την όποια επόμενη ημέρα στην Τουρκία, με ορατό τον κίνδυνο μιας συστημική κρίσης.

Στον μετεκλογικό ορίζοντα εν τω μεταξύ η διαδοχή του Ερντογάν παραμένει εξαιρετικά «θολή».

Στο «στρατόπεδο» της κεμαλικής αντιπολίτευσης πάντως δείχνει ήδη να μεσουρανεί το «αστέρι» του νυν δημάρχου Κωνσταντινούπολης και υποψήφιου αντιπροέδρου του Κιλιτσντάρογλου, Εκρέμ Ιμάμογλου.