Παρατηρώ τις τελευταίες ημέρες την άοκνη προσπάθεια που κάνουν οι πολιτικοί αρχηγοί, κυρίως οι κ. Μητσοτάκης και Τσίπρας, να προσεγγίσουν τους νέους.

Ο πρωθυπουργός έδωσε και συνέντευξη σε μια youtuber, με 100 χιλιάδες followers σε instagram και YouTube, θέλοντας να δείξει ότι «το ΄χει» με τις νέες τάσεις και δεν «μασάει» να βρεθεί απέναντι σε έναν εκπρόσωπο της «Gen Z».

Ο δε Αλέξης Τσίπρας πήγε πρόσφατα σε ένα στέκι νεολαίας στη Νέα Σμύρνη και μίλησε για το «παραμύθι» της κυβέρνησης, ξορκίζοντας βεβαίως την κατηγορία ότι και ο ίδιος είπε «παραμύθια».

Ακόμη και η επιλογή για το ψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ μιας νεαρής, και αξιόλογης όπως φαίνεται, δικηγόρου, μόλις 25 ετών ή η ανακοίνωση της ΝΔ ότι ο μέσος όρος ηλικίας των υποψήφιων στις εκλογές είναι τα 44 έτη, δείχνει μια αγωνία των κομμάτων να προσεγγίσουν τη νεολαία.

Τους νέους που απέχουν, αυτούς που είναι στη γκρίζα ζώνη των αναποφάσιστων, τις γενιές των απανωτών κρίσεων.

Θεμιτή η προσπάθεια των πολιτικών αρχηγών, και του Νίκου Ανδρουλάκη βεβαίως ο οποίος ως νεότερος έχει πέραση σε τμήματα της νεολαίας.

Όμως, είναι πραγματική η προσέγγιση αυτή ή απλά περιορίζεται στην επικοινωνία; Εχει στρατηγική να ξαναφέρει στην πολιτική τους νέους ή απλά είναι στρατηγική κάποιων επικοινωνιολόγων που αρέσκονται να κάνουν προτάσεις χωρίς τις περισσότερες φορές να έχουν την παραμικρή ιδέα για το τι λέει και πώς αισθάνεται η κοινωνία;

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι 55 ετών, ο Αλέξης Τσίπρας είναι 48 ετών, ο Νίκος Ανδρουλάκης είναι 44 ετών, ο Γιάνης Βαρουφάκης πάτησε τα 62, ο δε Δημήτρης Κουτσούμπας είναι στα 67 του.

Και παρά το γεγονός ότι δεν είναι μόνο ηλικιακό το ζήτημα, το ερώτημα είναι αν μπορούν να προσεγγίσουν οι πολιτικοί αρχηγοί τους 17άρηδες που θα ψηφίσουν για πρώτη φορά, τους 20άρηδες που σπουδάζουν σε πανεπιστήμια – χάος, τους 30άρηδες που βγήκαν στην αγορά εργασίας και βγάζουν το μήνα με 600-700 ευρώ, δουλεύοντας όχι 8ωρα αλλά και 10 ώρες και πάνω.

Πολύ αμφιβάλλω ότι μια επικοινωνιακή εκστρατεία προσέλκυσης των νέων στα κόμματα –και μάλιστα μόλις λίγες εβδομάδες πριν από τις εκλογές- μπορεί να έχει αποτέλεσμα. Και τελικά μάλλον κρίνεται αρνητικά από τους νέους που γίνονται ακόμη πιο απολιτίκ ή οδηγούνται σε ακραίες επιλογές.

Εν ολίγοις, οι νέοι δε θέλουν πρωθυπουργούς youtubers ή τουιτεράδες. Δεν θέλουν καν «νεόγερους» της πολιτικής που φοράνε νεανικά ρούχα για να καλύψουν τις παλαιοκομματικές νοοτροπίες και δεσμεύσεις τους. Ούτε αυτούς που χρησιμοποιούν την «αργκό» των νέων στα στέκια τους και περιμένουν απλά από τους πιτσιρικάδες να γίνουν κλακαδόροι σε απίστευτες κοινοτοπίες.

Οι νέοι ηλικίας 17 – 30 είναι τα παιδιά των απανωτών κρίσεων. Είναι τα παιδιά που είδαν τις οικογένειές τους το 2010 να σφίγγουν το ζωνάρι, πληρώνοντας τα μνημόνια και λέγοντας στα παιδιά τους ότι η εποχή της ευμάρειας τέλειωσε.

Είναι οι νέοι που βγήκαν στις πλατείες των αγανακτισμένων για να διεκδικήσουν ένα καλύτερο μέλλον, και προδόθηκαν από αυτούς που τους υποσχέθηκαν τα πάντα. Είναι ακόμη κι αυτοί που χόρευαν στο Σύνταγμα στη «γιορτή δημοκρατίας» και απογοητεύτηκαν από τη συνέχεια.

Είναι τα παιδιά που σπουδάζουν σε Πανεπιστήμια τα οποία πολλές φορές δεν λειτουργούν κανονικά. Και που παίρνουν πτυχία χωρίς αντίκρισμα.

Νέοι με απίθανες γνώσεις και δεξιότητες που ψάχνουν να βρουν δουλειά και είτε μένουν άνεργοι για καιρό είτε αμείβονται με άθλιους μισθούς.

Είναι και τα παιδιά που βρέθηκαν στη δίνη της υγειονομικής κρίσης του κοροναϊού, κλεισμένοι στα παιδικά τους δωμάτια και κάνοντας μαθήματα με τηλεκπαίδευση.

Παιδιά «καμένα» από την κλεισούρα, χωρίς παρέες, χωρίς κοινωνικές σχέσεις που σήμερα καλούνται να πάνε να ψηφίσουν.

Τι; Ποιους;

Οι νέοι θέλουν όραμα, θέλουν ελπίδα, ζητούν ανθρώπους που θα τους εμπιστευτούν, πολιτικούς που δεν θα τους πουν ψέματα κι όχι πολιτικούς που απλά θα τους χτυπήσουν στην πλάτη.

Θέλουν μια καλύτερη Ελλάδα, πιο αξιοκρατική, που δεν θα ανέχεται το ρουσφέτι και που οι άξιοι θα έχουν αξία ενώ οι «ξεγάνωτοι τενεκέδες» θα μπουν τη γωνία.

Ας ρίξουν μια ματιά οι πολιτικοί στις απαντήσεις των νέων όταν τους ρωτούν για την πολιτική και τα κόμματα. Ισως να καταλάβουν ότι δεν μπορούν να τους συμπεριφέρονται απλά ως εν δυνάμει «πελάτες».