Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι η μεγαλύτερη χερσαία πολεμική σύγκρουση στην Ευρώπη από την εποχή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο φόρος αίματος είναι βαρύς και από τις δύο πλευρές και το κόστος από τις καταστροφές πολύ μεγάλο, ιδίως από τη στιγμή που και οι δύο πλευρές επιδίδονται σε έναν συστηματικό πόλεμο φθοράς του αντιπάλου με ρίψη χιλιάδων βλημάτων πυροβολικού κάθε μέρα. Την ίδια στιγμή είναι ένας πόλεμος που έχει χαράξει πάλι μια βαθιά διαιρετική και συγκρουσιακή γραμμή στο έδαφος της Ευρώπης, αυτό ακριβώς που υποτίθεται ότι όλοι επιδίωξαν να αποφύγουν μετά από δύο Παγκόσμιους Πολέμους που ξεκίνησαν σε ευρωπαϊκό έδαφος.

Και όπως συμβαίνει με τους πολέμους έχουμε και συγκρουόμενα αφηγήματα γι’ αυτόν. Η Ρωσία υποστηρίζει ότι η Ουκρανία ετοιμαζόταν, με την υποστήριξη της Δύσης, για να κάνει μια μεγάλη επίθεση στο Ντονμπάς με σκοπό να το ανακαταλάβει και άρα ήταν υποχρεωμένη να κινηθεί προληπτικά. Η Ουκρανία υποστηρίζει ότι η Ρωσία ούτως ή άλλως διακατεχόμενη από βαθύτερο μίσος για την Ουκρανία, αναζητούσε πρόσχημα για να την καταλάβει με τη βία. Η Δύση λίγο πολύ συντονίζεται με την ουκρανική θέση.

Ρωσία: Αποχωρεί από τη συνθήκη START – Πυρηνικοί πύραυλοι σε ετοιμότητα

Αυτά τα αφηγήματα συγκρούονται και ως προς το ερώτημα για το πώς θα μπορούσε να αποφευχθεί ο πόλεμος. Η Ρωσία υποστηρίζει ότι εάν είχαν τηρηθεί οι προβλέψεις των συμφωνιών του Μινσκ (που περιλάμβαναν τη διεξαγωγή εκλογών στο Ντονέτσκ και το Λουγάνσκ και ένα καθεστώς αυτονομίας) και εάν υπήρχε σαφής δέσμευση για την ουδετερότητα της Ουκρανίας (και τη μη ένταξη στο ΝΑΤΟ), όπως και εγγυήσεις ασφάλειας συνολικά για τη Ρωσία, τότε θα είχε αποφευχθεί η πολεμική σύγκρουση. Η Ουκρανία επιμένει ότι ο πόλεμος θα είχε αποφευχθεί εάν η Ρωσία είχε αποφύγει (ή είχε αποτραπεί) να ξεκινήσει την «ειδική στρατιωτική επιχείρηση».

Το ζήτημα που προκύπτει είναι εάν υπήρξαν στιγμές ακόμη και μετά την εκκίνηση των εχθροπραξιών όπου θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί η κλιμάκωση και θα είχε επέλθει κατάπαυση του πυρός.

Ο διάλογος που δεν έγινε πριν τον πόλεμο

Αρκετό καιρόν πριν τις 24 Φεβρουαρίου 2022, οι υπηρεσίες των ΗΠΑ και άλλων δυτικών χωρών προειδοποιούσαν για ενδεχόμενη μεγάλη στρατιωτική επιχείρηση της Ρωσίας με αφορμή τη σταδιακή συγκέντρωση ρωσικών στρατιωτικών δυνάμεων κοντά στα σύνορα με την Ουκρανία. Αυτές είχαν ξεκινήσει τον Μάρτιο και Απρίλιο του 2021 κοντά στα σύνορα με την Ουκρανία, ενώ από το Οκτώβριο του 2021 υπήρξε συγκέντρωση δυνάμεων και στη Ρωσία και στο έδαφος της Λευκορωσίας. Το καλοκαίρι του 2021 ο Πούτιν έδωσε στη δημοσιότητα το δοκίμιό του για την ενότητα των Ρώσων και των Ουκρανών που θεωρήθηκε ότι παρείχε την ιδεολογική δικαιολόγηση για την προσάρτηση σημαντικού μέρους της Ουκρανίας στη Ρωσία. Πάντως, στο συγκεκριμένο διάστημα η βασική θέση της ρωσικής διπλωματίας ήταν αυτό που χρειάζεται είναι να εφαρμοστούν οι συμφωνίες του Μινσκ.

Προς τα τέλη του 2021 η Ρωσία πήρε μια ακόμη πρωτοβουλία προτείνοντας στο ΝΑΤΟ και τη Δύση ένα νέο πλαίσιο συλλογικής ασφάλειας στην Ευρώπη που ουσιαστικά θα επέστρεφε στους όρους που ίσχυαν πριν το μεγάλο κύμα επέκτασης του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά.

Σε εκείνο το σημείο ουσιαστικός διάλογος δεν έγινε. Από τη μια οι χώρες του ΝΑΤΟ, δεν ήταν έτοιμες να δεχτούν μια τέτοια αναδίπλωση ουσιαστικά της συμμαχίας – που θα εκλαμβανόταν και ως μειωμένη ικανότητα να υπερασπιστεί τα συμφέροντα των μελών της –, από την άλλη η Ρωσία πια έδειχνε να είχε αποφασίσει ότι δεν θα υπήρχε διάλογος, οπότε διατύπωνε αιτήματα και διεκδικήσεις που αφορούσαν περισσότερο το πώς άρθρωνε το αφήγημά της, παρά μια ειλικρινή προσπάθεια για διαπραγμάτευση.

Το αποτέλεσμα ήταν σε εκείνη τη φάση να μην ληφθούν πρωτοβουλίες για κάποιο διάλογο που έστω θα «κέρδιζε» χρόνο, ακόμη και εάν δεν αφορούσε το σύνολο των διακυβευμάτων.

Την ίδια στιγμή φαίνεται ότι ο ίδιος ο Ουκρανός πρόεδρος σταδιακά μετατοπιζόταν από μια αρχική θέση, που είχε αποτυπωθεί και το 2019 ότι θα μπορούσε να υπάρξει μια συμφωνία και ειρηνευτική διαδικασία με τη Ρωσία, στη θέση που φαίνεται ότι είχε από την αρχή του 2021 και που ήταν ότι δεν υπήρχε περιθώριο συμφωνίας και το μόνο που μπορούσε να γίνει ήταν να προσπαθήσει η Ουκρανία να ανακτήσει το Ντονέτσκ και το Λουγκάντς είτε με πολιτικά είτε με στρατιωτικά μέσα.

Πάντως, η εφημερίδα Washington Post αναφέρει σε άρθρο της ότι ανώτερος αμερικανός διπλωμάτης στην πρεσβεία των ΗΠΑ στο Κίεβο το καλοκαίρι του 2019, ήταν μάλλον αρνητικός απέναντι σε οποιαδήποτε προσπάθεια για εφαρμογή των προβλέψεων των συμφωνιών του Μινσκ στη βάση της «φόρμουλας Σταϊνχάουερ» (μια που ήταν ο πρώην Γερμανός υπουργός Εξωτερικών που την είχε επεξεργαστεί).

Η εκκίνηση της «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης» και το γιατί δεν υπήρξε κάποια προσπάθεια για συνεννόηση

Παρότι ορισμένες πλευρές δεν έχουν αποσαφηνιστεί, φαίνεται ότι η Ρωσία, που εμφανώς είχε κάνει προετοιμασία για μεγάλη πολεμική επιχείρηση στο έδαφος της Ουκρανίας, εξέλαβε την κλιμάκωση των βίαιων επεισοδίων στην «γραμμή επαφής» που είχε διαμορφωθεί το 2014 ως προάγγελο μιας μεγάλης ουκρανικής επίθεσης με σκοπό την ανακατάληψη των περιοχών του Ντονμπάς που ήταν υπό τον έλεγχο των υποστηριζόμενων από τη Μόσχα αυτονομιστών.

Αυτό επιτάχυνε την απόφαση για να προχωρήσει η «ειδική στρατιωτική επιχείρηση», που όντως ξεκίνησε στις 24 Φεβρουαρίου του 2022. Το όνομα που έδωσε η Ρωσία, δηλαδή «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» απηχούσε ως έναν βαθμό και αυτό που επεδίωξε να κάνει στην Ουκρανία. Οι ρωσικές δυνάμεις δεν είχαν τον όγκο που θα αναλογούσε σε έναν παρατεταμένο πόλεμο για την κατάκτηση εχθρικής περιοχής. Αντιθέτως, παρέπεμπαν σε ένα συνδυασμό πολεμικών επιχειρήσεων για την υπεράσπιση του Ντονμπάς και την επέκταση των συνόρων στα διοικητικά όρια των δύο αυτών περιφερειών και σε μια επίδειξη δύναμης, με σκοπό την πρόκληση πανικού και την αναγκαστική και γρήγορη  συνθηκολόγηση της ουκρανικής κυβέρνησης, ώστε να απέλθει η αναγκαία «αποναζιστικοποίηση», ουσιαστικά μια αλλαγή καθεστώτος στην Ουκρανία, ώστε να υπάρχει μια κυβέρνηση που αποδέχεται την ουδετερότητα και να μην έχει στάση εχθρική απέναντι στη Ρωσία.

Σε εκείνη τη συγκυρία υπήρξανοι προσπάθειες διαπραγμάτευσης για κατάπαυση του πυρός με τη Ρωσία, που έγιναν τον Μάρτιο, τόσο στη Λευκορωσία όσο και την Τουρκία. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν ακόμη και όταν αποκαλύφθηκαν οι βιαιότητες στην Μπούκα.

Ωστόσο, φαίνεται ότι σε εκείνη τη στιγμή πέρα από την ταλάντευση του ίδιου του Ζελένσκι, που δεν ήθελε να φανεί ότι υποκύπτει στην Ρωσία, την ώρα που υπήρχε ένα κλίμα αντίστασης στην ίδια την Ουκρανία, ρόλο έπαιξε και η στάση της Δύσης.

Η σημασία της επίσκεψης Τζόνσον στο Κίεβο

Από αρκετές πλευρές καταγράφεται ότι τον Απρίλιο του 2022 υπήρχε ένα περίγραμμα δυνητικής συμφωνίας για κατάπαυση του πυρός και ειρήνευση. Οι ρωσικές δυνάμεις θα υποχωρούσαν στα σημεία που ήταν στις 23 Φεβρουαρίου του 2022 και η Ουκρανία θα αναλάμβανε τη δέσμευση ότι δεν θα γίνει μέλος του ΝΑΤΟ και αντ’ αυτού θα ελάμβανε εγγυήσεις ασφάλειας από διάφορες χώρες.

Ωστόσο, τότε επισκέφθηκε το Κίεβο ο τότε πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας Μπόρις Τζόνσον, ο οποίος μετέφερε στον Ουκρανό Πρόεδρο το μήνυμα ότι ο Πούτιν ήταν ένας εγκληματίας πολέμου στον οποίο έπρεπε να ασκηθεί πίεση χωρίς διαπραγματεύσεις και ότι ακόμη και εάν η Ουκρανία ήταν έτοιμη να υπογράψει κάποια συμφωνία με τη Ρωσία, η «συλλογική Δύση» δεν ήταν.

Το τελευταίο σημείο, κατά τον Τζόνσον, αντιστοιχούσε στο ότι η Δύση που το Φεβρουάριο συζητούσε την συνθηκολόγηση του Ζελένσκι, πλέον πίστευε ότι ο Πούτιν δεν ήταν τόσο ισχυρός όσο πίστευαν και υπήρχε περιθώριο να πιεστεί ακόμη περισσότερο.

Ανάλογη εικόνα έχει μεταφέρει και ο πρώην πρωθυπουργός του Ισραήλ Ναφτάλι Μπένετ που είχε προσωπικά εμπλακεί ιδιαίτερα στις διαπραγματεύσεις και είχε επισκεφτεί τη Ρωσία στις 4 Μαρτίου. Σύμφωνα με μια πρόσφατη αφήγηση του ίδιου του Μπένετ, υπήρχαν περιθώρια για συμφωνία για κατάπαυση πυρός, καθώς δεν τίθετο θέμα ανατροπής του ίδιου του Ζελένσκι. Σύμφωνα με τον Μπένετ, η πρόταση αυτή ουσιαστικά μπλοκαρίστηκε από τη Δύση, με τον Τζόνσον να έχει την πιο επιθετική στάση, το Μακρόν και τον Σολτς πιο πραγματιστές και τον Μπάιντεν ανοιχτό και στις δύο προτάσεις.

Η τοποθέτηση αυτή είχε φανεί και σε τότε δηλώσεις του Μεβλούτ Τσαβούσογλου (που είχε γνώση καθώς οι διαπραγματεύσεις έγιναν στο τέλος Μαρτίου 2022 στην Κωνσταντινούπολη) που είχε πει τον Απρίλιο του 2022 ότι παρότι στις διαπραγματεύσεις στην Κωνσταντινούπολη είχε φανεί μια προοπτική διεξόδου, στη συνέχεια υπήρξαν μέλη του ΝΑΤΟ που ήθελαν να συνεχιστεί ο πόλεμος για να αποδυναμωθεί η Ρωσία, κάτι που κατά τον Τσαβούσογλου φάνηκε στη συνάντηση των υπουργών εξωτερικών των μελών του ΝΑΤΟ στις 6-7 Απριλίου. Λίγο αργότερα στις 25 Απριλίου 2022, ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας Λόιντ Ώστιν θα υποστηρίξει ότι η θέση των ΗΠΑ είναι ότι πρέπει να «αποδυναμωθούν» οι ένοπλες δυνάμεις της Ρωσίας εξαιτίας της εισβολής στην Ουκρανία.

Η σταδιακή μετατόπιση στη γραμμή «να ηττηθεί η Ρωσία»

Η συζήτηση για το εάν υπήρξαν «χαμένες ευκαιρίες» για ειρήνη, είναι πάντα δύσκολη και υπονομευμένη από την επιπλέον δυσκολία που έχει πάντα μια προσέγγιση με όρους «υποθετικού λόγου του μη πραγματικού».

Είναι σαφές ότι γύρω από την Ουκρανία ξεδιπλώθηκαν μια σειρά από ανταγωνιστικές δυναμικές που ξεκινούσαν από τη σύγκρουση ανάμεσα στον τρόπο που μια βασική πλευρά του ουκρανικού εθνικισμού, όπως ιστορικά διαμορφώθηκε, είναι η απομάκρυνση από τη Ρωσία και το πώς μια ορισμένη εκδοχή ρωσικού «εθνικού αφηγήματος» βλέπει την Ουκρανία ως τμήμα του ευρύτερου «ρωσικού χώρου», αλλά δεν περιορίζονταν εκεί. Η κλιμάκωση ενός ακήρυκτου Ψυχρού Πολέμου διαμόρφωσε επιπλέον φορτίσεις, οδηγώντας τελικά σε ανταγωνιστικές εκδοχές «συλλογικής ασφάλειας». Σε αυτό προστέθηκε σταδιακά η εκτίμηση στη Δύση ότι το κρίσιμο ερώτημα δεν ήταν πόσο γρήγορα θα τελείωνε ο πόλεμος, αλλά το εάν θα έβγαινε με μεγάλο κόστος η Ρωσία.

Όλα αυτά συνετέλεσαν στο να αρχίσει αρκετά σύντομα η αντίσταση της Ουκρανίας να μην αντιμετωπίζεται ως μάταιη, αλλά ως δυνατότητα για μια συνολικότερη αλλαγή συσχετισμού δύναμης προς όφελος των θέσεων της «Συλλογικής Δύσης», μετατόπιση που από ένα σημείο και μετά σήμαινε και αντίθεση σε «πρόωρες» διαπραγματεύσεις για ειρήνευση. Την ίδια ώρα η Ρωσία μετέφραζε αυτές τις μετατοπίσεις σε απόδειξη ότι δεν υπήρχε άλλος δρόμος από την κλιμάκωση των πολεμικών επιχειρήσεων, χωρίς προοπτική διαπραγματεύσεων. Με αποτέλεσμα, έναν χρόνο μετά, η μηχανή του πολέμου να συνεχίζει το αποτρόπαιο έργο της.