Αν είναι να μιλήσουμε για τα αυτονόητα, η Κέιτ Μπλάνσετ, όπως έχει ήδη γραφεί από την εποχή που η «Tar» (ΗΠΑ, 2022) του Τοντ Φιλντ έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περσινό Φεστιβάλ Βενετίας, δίνει όντως μια ερμηνεία που σε καμία περίπτωση δεν πρέπει κανείς να χάσει.

Οχι μόνο θυμίζει πραγματική διευθύντρια ορχήστρας – το επάγγελμα της ηρωίδας της στην ταινία – αλλά σου δίνει την αίσθηση ότι αυτό… ήταν πάντα. Και οι «μεταμορφώσεις» της ηρωίδας της μέσα στο πλαίσιο της ιστορίας βγάζουν κυριολεκτικά μάτι. Από το γέλιο στο κλάμα, από τον θυμό στην τρυφερότητα, από την υπεροψία στην ντροπή, από την ατσαλάκωτη εικόνα σε πρόσωπο που θυμίζει μποξέρ μετά από αγώνα πυγμαχίας που έχασε. Δεν μπορείς παρά να υποκλιθείς μπροστά της· η Μπλάνσετ παραδίδει κυριολεκτικά μαθήματα υποκριτικής και η υποψηφιότητά της για το Οσκαρ Α’ ρόλου, είναι όχι απλώς δίκαιη αλλά στην ουσία και χωρίς συναγωνισμό (η ταινία είναι υποψήφια σε έξι κατηγορίες, συμπεριλαμβανομένων των καλύτερης ταινίας και σκηνοθεσίας).

Αν όμως προκύπτουν κάποιες ενστάσεις για το όλον της ταινίας, είναι κυρίως στην ίδια την ιστορία της. Ο Φιλντ, ηθοποιός που εξελίχθηκε σε πολύ ιδιαίτερο σκηνοθέτη με τερέν τα μυστήρια της ανθρώπινης κατάστασης («Μυστικά της κρεβατοκάμαρας», «Κρυφές επιθυμίες») μας βάζει σε ένα περιβάλλον απολύτως ρεαλιστικό, στο οποίο τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Λίντια Ταρ είναι απανωτά και σε ποικίλους τομείς (επαγγελματικό, προσωπικό, οικονομικό – τα πάντα).

Ενώ όμως φορτώνει με πολλές λεπτομέρειες το κάθε πρόβλημα ώστε ο θεατής να καταλάβει τη δυσάρεστη θέση στην οποία βρίσκεται η Ταρ, εν συνεχεία δεν δείχνει και τόσο ενδιαφέρον στο να κλείσει το κάθε ζήτημα που τόσο επιμελώς (και λεπτομερώς) έχει ανοίξει (το επίσης υποψήφιο για σενάριο είναι του ιδίου του Φιλντ). Επομένως, κάθε τι που συμβαίνει στην ταινία είναι για να προβάλλει την υποκριτική δεινότητα της Μπλάνσετ που ναι, υποδύεται την ηρωίδα της με τις ανάλογες διακυμάνσεις της στην εντέλεια. Απλώς, στο τέλος, κατά κάποιο τρόπο μένεις με την μπουκιά στο στόμα ενώ πραγματικά επιθυμείς να την έχεις μασήσει και καταπιεί.

Από την Αφρική στο Βέλγιο

Εκπρόσωποι ενός καθαρά κοινωνικού κινηματογράφου που εστιάζει στον άνθρωπο, οι βέλγοι αδελφοί Ζαν Πιερ και Λικ Νταρντέν («Ροζετά», «Το παιδί») δεν χρειάζονται συστάσεις. Η τελευταία ταινία τους «Τόρι και Λοκίτα» («Tori et Lokita», Βέλγιο/ Γαλλία, 2022) εστιάζει στη νεαρή ηλικία και παρακολουθεί από πολύ κοντά τη σχέση ανάμεσα στη Λοκίτα (Ζοελί Εμποντού) μια έφηβη και τον Τόρι (Πάμπλο Σιλς) ένα παιδί, που έχουν καταλήξει από τα βάθη της Αφρικής στο Βέλγιο.

Οπως πάντα οι Νταρντέν θέτουν στο τραπέζι μια σειρά μεγάλων ζητημάτων· η εκμετάλλευση των παιδιών του Τρίτου Κόσμου από τους «πολιτισμένους» Ευρωπαίους, το σημαντικότερο. Η παιδική αθωότητα αλλά και εξυπνάδα γίνονται συντρίμμια μπροστά όχι μόνο στην αισχροκέρδεια στην οποία δεν μπορούν να αντισταθούν αλλά και τον κίνδυνο για την ίδια τους τη ζωή. Οι μόνες ανάσες που αυτό το καταθλιπτικό μα ειλικρινές φιλμ παίρνει οφείλονται στην ευρηματικότητα και την ευφυΐα του Τόρι που παρά το νεαρό της ηλικίας του έχει τα αντανακλαστικά για να βρίσκει πάντα – ή σχεδόν πάντα – λύσεις. Ο Πάμπλο Σιλς κλέβει άνετα την παράσταση με τον αυθορμητισμό του. Σύντομη σε διάρκεια στακάτη στην αφήγηση και διαρκώς επί τοις ουσίας η ταινία σε κερδίζει χάρη στη σκηνοθετική ωμότητα των δημιουργών της οι οποίοι αρνούνται να «χρυσώσουν το χάπι» για να κάνουν το χατίρι στον θεατή. Αντιθέτως από το πρώτο ως το τελευταίο λεπτό παραμένουν συνεπείς στο σκληρό σινεμά που δείχνουν ταγμένοι να υπηρετούν.

Φόρος τιμής στον Φασμπίντερ

Κάτι σαν φόρος τιμής του γάλλου σκηνοθέτη Φρανσουά Οζόν στο κλασικό έργο (κατ’ αρχάς του θεάτρου) «Τα πικρά δάκρυα της Πέτρα Φον Καντ» του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, το «Peter Von Kant» (Βέλγιο/ Γαλλία, 2022) χρησιμοποιεί την ίδια πάνω – κάτω ιστορία με ήρωες ομοφυλόφιλους άνδρες στη θέση των γυναικών του πρωτότυπου έργου.

Με κεντρικές ηρωίδες μια διάσημη σχεδιάστρια μόδας και την ερωμένη της, η «Πέτρα Φον Καντ» είναι μια εξονυχιστική βουτιά μέσα στο μυστήριο των ανθρώπινων παθών· το πάθος της εξουσίας, της ερωτικής εξάρτησης, της ανάγκης για έκφραση μέσω της Τέχνης.

Το σημειολογικό τρικ του Οζόν είναι ότι βάζει τον κεντρικό ήρωα της ιστορίας, έναν μεγαλομανή αλλά ευφυή σκηνοθέτη να θυμίζει τον ίδιο τον Φασμπίντερ που πολύ πιθανόν να ήταν ακριβώς όπως τον υποδύεται ο πάντα πληθρωικός αλλά εδώ μαγνητικός Ντενί Μενοσέ.

Ολος ο κόσμος του Πίτερ θα καταρρεύσει όταν (όπως θα το περίμενε κανείς) η ερωτική σχέση του με έναν όμορφο ανερχόμενο ηθοποιό (Καλί Μπεν Γκαρμπιά) στραβώνει. Γυρισμένη σχεδόν εξ’ ολοκλήρου μέσα στο σπίτι του σκηνοθέτη (άψογο ’70ς ντεκόρ), η ταινία δεν κρύβει την παιχνιδιάρικη διάθεσή της ακόμα και στο ότι θυμίζει σινεμά του Φασμπίντερ. Περάσματα κάνουν η μεταμορφωμένη σε 20χρονη Ιζαμπέλ Ατζανί σε ρόλο μιας σταρ φίλης του Πίτερ αλλά και η Χάνα Σιγκούλα πρωταγωνίστρια της ταινίας του Φασμπίντερ στην οποία στηρίζεται η ταινία.

Η τριλογία ενός στρίπερ

Ο στρίπερ κινηματογραφικός ήρωας Magic Mike που βοήθησε πολύ την καριέρα του Τσάνινγκ Τέιτουμ μέσω δυο ταινιών του Στίβεν Σόντερμπεργκ («Magic Mike», 2012, «Magic Mike XXL», 2015) επιστρέφει σε μια τρίτη ταινία, το «Magic Mike: Ο τελευταίος χορός» («Magic Mike’s Last Dance», ΗΠΑ, 2023) και πάλι με το ίδιο ντουέτο. Αυτή τη φορά ο Μάικ αναμένεται να κατακτήσει και το Λονδίνο.

Και αυτό επειδή γοητεύει μια πάμπλουτη κυρία στο Μαϊάμι (Σάλμα Χάγιεκ Πινό) που αποφασίζει να χρησιμοποιήσει το ταλέντο του σε ένα σόου όπου το ανδρικό στριπτίζ θα συνδυάζεται με το κλασικό θεατρικό ρεπερτόριο. Ο Μάικ θα το σκηνοθετήσει. Και ο θεός βοηθός. Η ιδέα δεν είναι άσχημη (κάπου νιώθεις ένα κλείσιμο του ματιού απέναντι στη φούρια του #metoo), η αφήγηση στρωτή και το χιούμορ λίγο ως πολύ ανεκτό μέσα στη γνωστή σύμβαση του απλού Αμερικανού που είναι αναγκασμένος να αντιμετωπίσει τη λονδρέζικη φλεγματική σνομπαρία. Με άλλα λόγια περνά καλά η ώρα μπροστά σε μια ταινία που αν τη δεις δεν θα έχεις κερδίσει κάτι και αν δεν τη δεις, σίγουρα δεν θα έχεις χάσει.

Χωρίς κίνηση

Το στοίχημα του σκηνοθέτη Ραν Ταλ στο ντοκιμαντέρ «1.341 καρέ έρωτα και πολέμου» («1.341 frames of love & war», Ισραήλ / ΗΠΑ / Αγγλία, 2022) είναι να σε κρατήσει μπροστά στην οθόνη με μια ταινία «χωρίς κίνηση»: το ντοκιμαντέρ αποτελείται αποκλειστικά από φωτογραφίες αρχείου· μια επιλογή από το μισό εκατομμύριο περίπου των αρνητικών που τραβήχτηκαν από τον διασημότερο φωτογράφο πολέμου του Ισραήλ, τον Μίσα Μπαρ – Αμ. Νιώθουμε τις καταστάσεις ακούγοντας τον Μπαρ – Αμ να μιλάει «πάνω» τους, την ώρα που επίσης ακούμε τη φωνή του σκηνοθέτη ή σε ορισμένες περιπτώσεις τον πρώτο να τσακώνεται με τη γυναίκα του για τη χρονολογική ακρίβεια κάποιων φωτογραφιών. Το αποτέλεσμα είναι μια ιδιαίτερη άσκηση πάνω στο ζήτημα της μνήμης. Σίγουρα το εγχείρημα χαίρει ενδιαφέροντος θυμίζοντας ενίοτε το αριστούργημα του Κρις Μαρκέρ «Σταθμός αποχαιρετισμού» (La jete, 1965) όπου μια ιστορία επιστημονικής φαντασίας που σχετίζεται με τη μνήμη και τον πόλεμο, παρουσιάζεται στην οθόνη μόνο με στατικές εικόνες.

Προβάλλονται επίσης

Στη πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της, «Μπλε φεγγάρι» («Blue Moon», Ρουμανία, 2021), η Ρουμάνα Αλίνα Γκριγκόρε παρακολουθεί στιγμές από τη ζωή μιας οικογένειας στην επαρχία της Ρουμανίας με βαρόμετρο την εσωστρεφή, ασχημούλα έφηβη κόρη (Ιοάνα Μούτου) που νιώθει την καταπίεση στο πετσί της σε ό,τι αφορά τις σπουδές της. Συγχρόνως καλείται να αντιμετωπίσει το γεγονός ότι κάποιος της έκανε έρωτα ενώ δεν είχε τις αισθήσεις της κατά τη διάρκεια ενός πάρτι. Σμπαραλιασμένοι οικογενειακοί δεσμοί, εφηβικά αδιέξοδα και αγωνία για καλύτερες μέρες σε μια ταινία γυρισμένη με νεύρο, καλές ερμηνείες και σωστό φόκους σε αυτό που θέλει να πει το οποίο όμως δεν χαίρει κάποιας ιδιαίτερης πρωτοτυπίας.

Στο ντοκιμαντέρ «Θόδωρος Αγγελόπουλος – Νίκος Παναγιωτόπουλος καθένας με τη μουσική του» (Ελλάδα, 2022) μια επί χρόνια χαμένη συνομιλία των δύο σκηνοθετών του τίτλου, ηχογραφημένη από τους σκηνοθέτες του ντοκιμαντέρ Αντώνη Κόκκινο και Γιάννη Σολδάτο, χρησιμοποιείται ως ηχητικό ντοκουμέντο «πάνω» σε μια συρραφή απόψεων για το έργο αλλά και την προσωπικότητα και των δύο. Ενδιαφέρουσα ταινία, πολύ έντιμη σε αυτό που θέλει να είναι, κατορθώνει να βάλει τον θεατή στους διαφορετικούς κόσμους των δύο δημιουργών (κοινό σημείο των οποίων είναι η λατρεία για το σινεμά) και αξίζει να παρουσιάζεται σε σχολές κινηματογράφου.

Και δύο επανεκδόσεις

«Θίασος» (Ελλάδα, 1975). Ενα μεγάλο κεφάλαιο της πρόσφατης ελληνικής Ιστορίας, αυτό του εμφυλίου πολέμου, συνδυάζεται αλληγορικά με το αρχαίο δράμα στην τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου και μια από τις καλύτερες που έχουν γυριστεί ποτέ στην Ελλάδα. Ανάμεσα στη χρονική περίοδο 1939 – 1952, ο «Θίασος» παρακολουθεί την περιπέτεια ενός περιοδεύοντος θιάσου στην Ελλάδα ο οποίος προσπαθεί να παρουσιάσει μια θεατρική παράσταση του βουκολικού δράματος του Περεσιάδη «Γκόλφω, η βοσκοπούλα». Με έναν μοναδικό και ανεπανάληπτο τρόπο, ο Αγγελόπουλος μάς ταξιδεύει στον χρόνο και στοχάζεται μια Ελλάδα που βασανίζεται αλλά παραμένει όρθια.

«Τιτανικός» («Titanic», ΗΠΑ, 1997). Με αφορμή την 25η επέτειό της, η ταινία του Τζέιμς Κάμερον επιστρέφει στους κινηματογράφους σε remastered έκδοση και 3D. Η άποψή μας για την ταινία στην οποία πρωταγωνιστούν οι Λεονάρντο Ντι Κάπριο και η Κέιτ Γουίνσλετ παραμένει η ίδια: με σεναριακό άξονα μια απλούστατη ιστορία «ταξικού έρωτα», το διασημότερο ναυάγιο του 20ού αιώνα έγινε μια μεγαλειώδης υπερπαραγωγή από αυτές που μόνο το Χόλιγουντ μπορεί να φτιάξει. Εξακολουθώ να υποκλίνομαι.