Προτού καλά καλά προλάβει η Δύση να συζητήσει το τι θα σημάνει για την Ουκρανία αλλά και την ίδια η απόφασή της να την εξοπλίσει για πρώτη φορά με (μερικές δεκάδες) άρματα μάχης, πρωτίστως γερμανικά Leopard 2, ξεκίνησε ήδη μια νέα συζήτηση για το αν πρέπει ή όχι, όπως αξιώνει το Κίεβο, να δώσει στην Ουκρανία και μαχητικά αεροσκάφη, πρωτίστως αμερικανικά F-16: θεωρούνται άλλωστε το αντίστοιχο των Leopard, τα πλέον κατάλληλα για την Ουκρανία, καθώς είναι και αυτά ευρέως διαθέσιμα στην Ευρώπη.

Προς το παρόν, ΗΠΑ, Γερμανία και Βρετανία λένε «όχι», ενώ Γαλλία, Ολλανδία και Πολωνία αφήνουν το ενδεχόμενο ανοιχτό. Είναι όμως χαρακτηριστική η δήλωση που έκανε στη «Le Monde» πηγή του γαλλικού υπουργείου Αμυνας: «Τον Δεκέμβριο είχαμε τη συζήτηση για την άμυνα εδάφους-αέρος. Τον Ιανουάριο, για τα άρματα μάχης. Τον Φεβρουάριο θα έχουμε τη συζήτηση για τα μαχητικά αεροσκάφη».

Στο μεταξύ βέβαια, και με δεδομένο το εύρος των επιμελητειακών δυσκολιών, κανείς δεν μπορεί να πει μετά βεβαιότητας αν τα άρματα μάχης που υποσχέθηκε η Δύση στο Κίεβο, και που δεν ξεπερνούν προς το παρόν τα 109, παρότι το Κίεβο δήλωσε πως αναμένει «σε ένα πρώτο στάδιο 120-140», θα μπορέσουν να αλλάξουν ριζικά τα δεδομένα βραχυπρόθεσμα, ή και αν θα φτάσουν εκεί εγκαίρως – ώστε να αντιμετωπιστεί η νέα μαζική ρωσική επίθεση που αναμένεται για την άνοιξη, ή και νωρίτερα, ενδεχομένως στην πρώτη επέτειο της εισβολής, στις 24 Φεβρουαρίου.

Η απόφαση που έλαβε η Γερμανία, μόλις πείστηκαν οι ΗΠΑ να στείλουν 31 M1 Abrams, να στείλει 14 Leopard 2 (αν και χθες έδωσε πράσινο φως για την προμήθεια Leopard 1…) και να επιτρέψει παράλληλα την επανεξαγωγή τους από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αποτελεί πρωτίστως ένα πολιτικό μήνυμα προς τη Ρωσία. Μένει να αποδειχθεί αν ήταν τελικά μια συμβολική ή μια καθοριστική κίνηση.

Κάποιοι πάντως θεωρούν πως η Δύση καθυστερεί, πως θα έπρεπε να είχε  αποφασίσει την αποστολή αρμάτων μάχης στην Ουκρανία δύο μήνες νωρίτερα: «Οι σύμμαχοι προχωρούν σταδιακά, σαν να μην ήταν βέβαιοι για τις προθέσεις του Βλαντίμιρ Πούτιν και τα στρατιωτικά του μέσα. Επειτα από κάθε νέο στάδιο, διαπιστώνουμε πως οι προθέσεις του δεν αλλάζουν.

Πρέπει λοιπόν να ρίξουμε κι άλλο νερό στο πιθάρι» δήλωσε χαρακτηριστικά ο Ζαν-Σιλβέστρ Μονγκρενιέ, ερευνητής στο Γαλλικό Ινστιτούτο Γεωπολιτικής. Μπορεί οι ΗΠΑ να αντιστέκονται ακόμη στις εκκλήσεις της Ουκρανίας για εξοπλισμό της με συστήματα πυραύλων ATACMS, που φτάνουν σε βεληνεκές και τα 300 χιλιόμετρα, πληροφορίες όμως τις θέλουν να στέλνουν οσονούπω στο Κίεβο συστήματα GLSDB, που θα αυξήσουν το βεληνεκές των πυραύλων της από 77 χιλιόμετρα σήμερα στα 151 χιλιόμετρα. «Στο τέλος, ο εξοπλισμός της Ουκρανίας με μαχητικά αεροσκάφη θα καταστεί επιβεβλημένος» διαβεβαίωσε ο Μονγκρενιέ.

Αλλοι λένε πως η Δύση δεν μπορεί να συνεχίσει να μετράει τον πόλεμο στην Ουκρανία με παραδόσεις όπλων και ότι αντί να διευκολύνει την παράτασή του θα έπρεπε να καταβάλει μεγαλύτερες προσπάθειες ώστε να πιέσει τις αντιμαχόμενες πλευρές να καθίσουν στο διαπραγματευτικό τραπέζι: πρόσφατη έρευνα του αμερικανικού think-tank RAND Corporation την οποία ανέδειξε η «Washington Post» επιχειρηματολογεί πως όσο περισσότερο τραβάει σε διάρκεια ο πόλεμος τόσο μεγαλώνει ο κίνδυνος μιας κλιμάκωσης που μπορεί να θέσει τη Ρωσία σε τροχιά απευθείας σύγκρουσης με το ΝΑΤΟ, και ενδεχομένως να την ωθήσει να κάνει χρήση πυρηνικών όπλων στο πεδίο της μάχης.

Ωστόσο τίποτα στη ρητορική του Πούτιν, που κραδαίνει συνεχώς τη φαντασίωση μιας σύγκρουσης πολιτισμών, ή στη ρωσική στρατηγική των εγκλημάτων πολέμου δεν προσδίδει σε αυτή την υποτιθέμενη εναλλακτική επιλογή των «διαπραγματεύσεων» την παραμικρή βάση. Η κλιμάκωση της δυτικής βοήθειας δεν είναι παρά συνέπεια εκείνης που επιλέγει το Κρεμλίνο στο πεδίο.