Θα πρέπει να διαχωριστούν τα ευχολόγια από τις εφικτές επιλογές. Το ευκταίο είναι οι δύο πλευρές χωρίς προκαταλήψεις, με σύνεση, διάθεση συνεννόησης και αναγνωρίζοντας και το δίκαιο της άλλης πλευράς να συνομιλήσουν και να λύσουν τις διαφορές τους.

Ακόμη και αν αυτή η προσπάθεια δεν αποδώσει τελικά αποτελέσματα θα μπορούσε να εξασφαλίσει ένα modus vivendi που θα αποτρέψει μια πιθανή περαιτέρω όξυνση. Παρόμοιες θέσεις εκφράζονται από πολλούς, μάλιστα σχεδόν από όλους, συμπεριλαμβανομένου του Ρ.Τ. Ερντογάν. Το πρόβλημα όμως είναι ότι οι δύο πλευρές έχουν και ορισμένους όρους και κόκκινες γραμμές, και, το κυριότερο, προθέσεις πέρα από τις ελληνοτουρκικές διαφορές.

Και έτσι οι προτάσεις, οι υποδείξεις και οι συμβουλές για «λογικές» και «ορθολογικές» πρωτοβουλίες καταλήγουν να μην είναι εφαρμόσιμες, επειδή ως αφετηρία έχουν παραδοχές που δεν αντιστοιχούν σε πραγματικές καταστάσεις. Αναφέρω μερικές:

«Η Τουρκία συμπεριφέρεται «επιθετικά» επειδή η Ευρωπαϊκή Ενωση έδωσε το μήνυμα ότι δεν θα τη δεχτεί στους κόλπους της». Αυτή είναι η βασική θέση των υποστηρικτών του Ερντογάν: η Δύση φέρει τη μεγάλη ευθύνη για τις εξελίξεις στην Τουρκία! Αν και θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι η σχετική «άρνηση» της Δύσης επιτάχυνε ή έδωσε το έναυσμα για ορισμένες αντιδράσεις της Τουρκίας δεν εξυπακούεται ότι όποια χώρα δεν γίνεται δεκτή στην ΕΕ μετατρέπεται σε αυταρχικό καθεστώς με μια επιθετική εξωτερική πολιτική.

Η τάση για μια αντιδημοκρατική εκτροπή στην Τουρκία – όπως και ο αντιδυτικισμός – προϋπήρχε της άρνησης της ΕΕ και μάλιστα ήταν και μια από τις αιτίες της διστακτικότητας τη ΕΕ.

«Η Τουρκία ανέπτυξε τη θεωρία της Γαλάζιας Πατρίδας για να υποστηρίξει τα ζωτικά εθνικά της συμφέροντα στη Μεσόγειο και στο Αιγαίο». Η Τουρκία – όπως κάθε χώρα της περιοχής – δικαιούται να διαφυλάξει τα συμφέροντά της. Αλλά ο μεγαλοϊδεατισμός είναι κάτι διαφορετικό. Ξεκίνησε με το βιβλίο του Α. Νταβούτογλου το 2002 – ξεχάσαμε το Στρατηγικό Βάθος; – και δεν περιορίζεται στις ενεργειακές πηγές στη θάλασσα.

Το βιβλίο αυτό έχει κάνει πλέον των 100 εκδόσεων, άρεσε πολύ και οικειοποιήθηκε τελικά και από τον Ρ.Τ. Ερντογάν. Ο «ζωτικός χώρος» είναι η βάση του όλου οραματισμού. Δεν περιορίζεται σε θέματα που αφορούν την Ελλάδα αλλά είναι μια γενικότερη σύλληψη του χώρου. Υπάρχουν σήμερα οργανωμένες πολιτικές δυνάμεις, π.χ., οι Ευρασιάτες, που υποστηρίζουν μια «δυναμική πολιτική» – έτσι την αποκαλούν αλλά μπορεί να κατανοηθεί και ως επεκτατική.

Μια κατευναστική χειρονομία όχι μόνο δεν θα εξαφανίσει αυτή τη γενικευμένη ιδεολογία αλλά θα την ενισχύσει επειδή θα λειτουργήσει ως απόδειξη ότι η απειλή βίας αποδίδει. Θυμίζω τα αποτελέσματα της κατευναστικής πολιτικής απέναντι στον Χίτλερ και στον Πούτιν.

Μια τρίτη λανθασμένη παραδοχή είναι ότι «μια συμφωνία με την Τουρκία είναι προς όφελος και των δύο πλευρών». Αλλά ενώ η μια πλευρά είναι η Ελλάδα δεν είναι τόσο προφανές ποια είναι η άλλη πλευρά! Στα αυταρχικά και προσωποπαγή καθεστώτα τα προσωπικά συμφέροντα του ηγέτη ταυτίζονται με τα γενικότερα συμφέροντα της χώρας.

Ο Ερντογάν για να οικοδομήσει μια ελκυστική εικόνα του εαυτού του και με γνώμονα πάντα τις εκλογές έχει υπονομεύσει τις σχέσεις του με σχεδόν όλες τις γειτονικές του χώρες όπως και με τη Δύση. Πόσο πιθανό είναι να φανεί διαλλακτικός απέναντι στην Ελλάδα παίρνοντας ένα ρίσκο να τραυματίσει την εικόνα τού αποφασιστικού ηγέτη απέναντι σε μια «μικρή χώρα»; Σε αυτή την περίπτωση το «συμφέρον της άλλης πλευράς» δεν φαίνεται να σχετίζεται με έναν συμβιβασμό, μάλλον το αντίθετο ισχύει. Η ένταση μπορεί να είναι το ζητούμενο.

«Το νέο εξοπλιστικό πρόγραμμα της Ελλάδας δεν είναι σωστή επιλογή: είναι δαπανηρό και αυξάνει την ένταση μεταξύ των δύο χωρών». Αυτή η θέση ηχεί ως μια λογική άποψη αλλά, από την άλλη, μια στρατιωτικά αδύναμη Ελλάδα – όπως ήδη φάνηκε και στην πράξη – ενεθάρρυνε την άλλη πλευρά να είναι πιο επιθετική.

Μετά από πολλούς μήνες μόλις τώρα, δηλαδή μετά τους νέους εξοπλισμούς, μετριάστηκαν στα τουρκικά φιλοκυβερνητικά κανάλια τα αισιόδοξα προγράμματα που έδειχναν πόσο εύκολα θα προχωρούσαν οι τουρκικές δυνάμεις μέσα στην Ελλάδα. Οσο υψηλότερο είναι το τίμημα ενός επιθετικού πολέμου τόσο αυξάνεται η τάση να αναζητηθεί η λύση στη διπλωματία. Τα εξοπλιστικά προγράμματα της Ελλάδας ελαχιστοποιούν την πιθανότητα μιας επιθετικής κίνησης της Τουρκίας.

«Η Τουρκία μπορεί να επιτεθεί στην Ελλάδα ή να προσαρτήσει τη Βόρεια Κύπρο». Αυτά τα σενάρια δεν είναι τα πιο πιθανά. Το πολιτικό κόστος ενός πολέμου θα είναι πολύ μεγάλο για την Τουρκία. Χώρια που δεν είναι πλέον βέβαιο και το αποτέλεσμά του. Η δε προσάρτηση μέρους της Κύπρου θα άνοιγε τον δρόμο για μια πιθανή ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα που θα σήμαινε να προκύψει ελλαδικός χώρος στα νότια της Τουρκίας: δηλαδή ο εφιάλτης της Τουρκίας.

Το πιο πιθανό σενάριο είναι ένα «επεισόδιο» – π.χ., κατάληψη μιας βραχονησίδας. Μια τέτοια εξέλιξη θα παρουσιαζόταν ως η «αποφασιστική πυγμή του ηγέτη» ή μπορεί και ως μια «κατάσταση πολέμου» για να αναβληθούν οι εκλογές. Με αυτές τις προοπτικές οι ισχυρές ένοπλες δυνάμεις λειτουργούν αποτρεπτικά και κατά των περιπετειών.

Θέματα όπως η μειονότητα της Θράκης, η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών και το Προσφυγικό δεν αποτελούν βασικά προβλήματα αλλά προφάσεις και/ή μηχανισμούς πίεσης. Υποχωρήσεις σε αυτά τα θέματα – εάν υπάρχουν περιθώρια για «υποχωρήσεις» – δεν θα ικανοποιήσουν τους ερντογανικούς προγραμματισμούς. Το πρόβλημα του τούρκου ηγέτη δεν είναι τα προβλήματα της Τουρκίας, αλλά η δική του επιβίωση. Με αυτή την έννοια οι προτάσεις για «αμοιβαίο συμφέρον» δεν ευσταθούν τα τελευταία χρόνια.

«Η προοπτική της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ μπορεί να λειτουργήσει ενθαρρυντικά για μια πιο δημοκρατική και συμβιβαστική Τουρκία». Αυτή η θέση μπορεί να είναι «εθνικά λογική», αλλά είναι κυνική, κατά των βασικών και δημοκρατικών αρχών της ΕΕ που υποτίθεται ότι αναγνωρίζουμε. Προσφέρεται ως δέλεαρ η ένταξη στην ΕΕ σε μια χώρα που καταπατά τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα παρά την παγκόσμια κριτική. Χωρίς προηγουμένως να προβάλλονται οι ελλείψεις της Τουρκίας και να παραθέτονται αιτήματα. Με άλλα λόγια προδίδουμε αρχές για κάποια εθνικά συμφέροντα. Πώς μετά θα επικαλεστούμε το «δίκαιό μας» όταν θα χρειαστεί; Πόσο θα έχει υποβιβαστεί η ΕΕ με μια τέτοια Τουρκία στους κόλπους της;

Η Ελλάδα και η Τουρκία δεν είναι «δύο χώρες» που μπορούμε να κρίνουμε από ίσες αποστάσεις, είναι δύο χώρες που με τον Ερντογάν έχουν πλέον μετατραπεί σε «δύο διαφορετικές χώρες», εκ των οποίων η μία ρέπει προς κάποιες «ασιατικές» αξίες. Προτάσεις και σχεδιασμοί που θυμίζουν τις παλιές δεκαετίες είναι ουτοπικές και δεν ανταποκρίνονται στις νέες ανάγκες.