Με μια νέα και μάλιστα ζωηρή πινελιά να προστίθεται κάθε μέρα που περνά στον καμβά που θα συνθέτει το φόντο των εκλογών, οψέποτε εκκινήσει η διαδικασία εκκαθάρισης του πολιτικού τοπίου, προκειμένου να καταστεί δυνατή η διακυβέρνηση του τόπου, το μόνο σίγουρο είναι ότι η πλειοψηφία των πολιτών θα αποφεύγει να κάνει ευκολότερη τη δουλειά όσων εφεξής θα διακινδυνεύουν να προβλέψουν τις πολιτικές εξελίξεις και να προδικάσουν τους μετεκλογικούς πολιτικούς συσχετισμούς.

Οχι μόνον γιατί και οι ίδιοι θα δυσκολεύονται να ξεμπλέξουν το κουβάρι της πολιτικής επικαιρότητας έτσι όπως αυτή εκτυλίσσεται μετά τη συμπλήρωση των 2/3 του πλήρους εκλογικού κύκλου. Αλλά κυρίως διότι θα αδυνατούν να βάλουν σε τάξη τις συναισθηματικές διαταραχές που βιώνει ένα παραζαλισμένο από διαφορετικής φύσης, αλλά πάντα μεγάλης ψυχικής έντασης γεγονότα εκλογικό σώμα.

Από τον εγκλεισμό του επί πανδημίας μέχρι τον καθημερινό βομβαρδισμό του από επεισοδιακές γυναικοκτονίες, το εκλογικό σώμα υφίσταται επί σειρά πολλών μηνών τις πιέσεις ενός περιβάλλοντος που το ελάχιστο που προκαλεί είναι ανασφάλεια και εκνευρισμό. Για να μην αναφερθούμε στα πολύ χειρότερα που προκαλεί η καθημερινή επιβάρυνση του κόστους και της ποιότητας ζωής κυρίως στα μεγαλύτερα αστικά κέντρα.

Το πού και πώς θα ξεσπάσει αυτό το εκλογικό σώμα, όταν στις πιέσεις που ήδη υφίσταται, προστεθούν και αυτές που θα ασκηθούν από την προβλεπόμενη ακραία πολιτική πόλωση, συνιστά προς το παρόν μια άγνωστη, μη προβλέψιμη, αλλά απολύτως καθοριστική παράμετρο της εκλογικής εξίσωσης.

Με δεδομένο ότι, παρά τα περί του αντιθέτου φημολογούμενα, στην πραγματικότητα οι εκλογικές προτιμήσεις της κοινής γνώμης διαμορφώνονται σε ανύποπτο χρόνο και σε μεγάλη χρονική απόσταση από τις τελικές ημερομηνίες διεξαγωγής των εκλογών, είναι καταρχήν μάλλον απίθανο να υπάρξουν μέσα στους επόμενους λίγους μήνες ανατρεπτικές μετακινήσεις ψηφοφόρων που δεν σημειώθηκαν το προηγούμενο διάστημα.

Πλην, όμως, υπό τις κρατούσες συνθήκες τα πάντα μπορούν να συμβούν και τα αντίθετά τους ταυτόχρονα. Ιδιαίτερα όταν η τροπή που μπορούν να πάρουν τα πράγματα αφορά χώρους μιας μη παγιωμένης εισέτι δυναμικής. Τέτοιος είναι άλλωστε σήμερα ο χώρος του ΠΑΣΟΚ.

Η υπόθεση Καϊλή μπορεί να μοιάζει εκ πρώτης όψεως ότι τον πλήττει σε μία κρίσιμη για την ανάπτυξή του στιγμή. Δεν είναι όμως καθόλου σίγουρο ότι δεν του δίνει παράλληλα και τη δυνατότητα  να κάνει κινήσεις που θα τον φέρουν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και της προσοχής των πολιτών. Πολύ δε περισσότερο που στα χέρια του θα βρίσκεται εφεξής το κλειδί της επόμενης ημέρας και από τον λόγο του όλοι θα περιμένουν να καταλάβουν αν μπορεί να παραγάγει συνθέσεις που θα βάζουν τέλος σε ξεπερασμένες αντιθέσεις.

Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι στον ευρύτερο χώρο του ΠΑΣΟΚ και της Κεντροαριστεράς εξακολουθεί να κινείται η ορφανή ελληνική σοσιαλδημοκρατία.

Αν η τελευταία δεν αποκατασταθεί και μάλιστα σύντομα, διατηρώντας την πολιτική της αυτονομία, ελάχιστες θα είναι οι πιθανότητες να βρει το πολιτικό σύστημα και ο τόπος τις ισορροπίες που χρειάζεται για να καταστεί βιώσιμος και κυβερνήσιμος.

Για τον Νίκο Ανδρουλάκη αυτό θα είναι και το μεγάλο στοίχημα της επόμενης ημέρας. Δεν θα είναι εύκολο. Θα είναι όμως ιστορικό.

Στο πιο εύκολο που κέρδισε με την εκλογή του στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, απέδειξε ότι δεν ήταν ακόμα έτοιμος να αξιοποιήσει τη μεγάλη ευκαιρία που του δόθηκε, διατηρώντας τη δυναμική που είχε εξασφαλίσει. Στο πιο δύσκολο που τώρα βάζει, μπορεί και να κάνει την έκπληξη.

Αν την κάνει, πολλά θα αλλάξουν στο πεδίο του πολιτικού ανταγωνισμού και στην ψυχολογία του εκλογικού σώματος.