Ενόψει ενός ακόμη δύσκολου χειμώνα, καθώς οι ειδικοί εκφράζουν αγωνία για την επικείμενη τριπλή επέλαση διαφορετικών ιών (του SARS-CoV-2, του ιού της γρίπης και του RSV), οι εντατικολόγοι εκπέμπουν «σήμα κινδύνου». Αιτία, τα σημαντικά κενά σε ιατρικό και (κυρίως) νοσηλευτικό προσωπικό που μοιραία «σβήνουν» από τον υγειονομικό χάρτη απαραίτητες κλίνες στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας ανά τη χώρα.

Το παράδοξο δε, είναι πως η πανδημία έχει αφήσει μία σημαντική παρακαταθήκη στη χώρα μας: το 2019, λίγο πριν ο πανδημικός ιός προκαλέσει την πιο σφοδρή υγειονομική κρίση στη σύγχρονη ιστορία, λειτουργούσαν περί τις 557 κλίνες εντατικής θεραπείας. Τρία χρόνια μετά, τα κρεβάτια έχουν διπλασιαστεί, ενώ έχει ανανεωθεί και ο εξοπλισμός με αποτέλεσμα η Ελλάδα να ακολουθεί τα ευρωπαϊκά πρότυπα.

Ομως, όπως σημειώνει στα «ΝΕΑ» η πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Εντατικής Θεραπείας (ΕΕΕΘ) και ταμίας της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Εντατικής Θεραπείας, Μαρία Θεοδωρακοπούλου, είναι αδύνατον να διατηρηθεί λειτουργικό το 100% της δυναμικότητας των ΜΕΘ παρά τη γενναία ενίσχυσή τους. «Ο διευθυντές των Μονάδων στο Λαϊκό, το Νίκαιας, το Τζάνειο, αλλά και το ΚΑΤ, έχουν ενημερώσει την Εταιρεία πως αναγκάζονται σε περικοπές κλινών εξαιτίας των ελλείψεων. Το ίδιο ισχύει και για τα νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης και της υπόλοιπης Ελλάδας».

Παράλληλα, η ΕΕΕΘ βρίσκεται εν αναμονή της απόφασης της ηγεσίας του υπουργείου Υγείας για το εάν θα συμπεριληφθούν στο νομοσχέδιο για τη δευτεροβάθμια περίθαλψη (την περασμένη Τετάρτη έληξε η δημόσια διαβούλευση) οι ελάχιστες προϋποθέσεις ασφαλούς λειτουργίας των ΜΕΘ – που σημειωτέον έχουν εγκριθεί από το Κεντρικό Συμβούλιο Υγείας (ΚΕΣΥ) ήδη από το 2016.

Σύμφωνα με αυτές, «τουλάχιστον 6 γιατροί για 8 κρεβάτια είναι απαραίτητοι για την απρόσκοπτη λειτουργία της μονάδας», ενώ αναφορικά με το νοσηλευτικό προσωπικό πρέπει να είναι κατ’ ελάχιστον 4 ανά κλίνη ΜΕΘ.

Ευρωπαϊκές οδηγίες

Παρ’ όλα αυτά, όπως εξηγεί η Μαρία Θεοδωρακοπούλου, η αναλογία του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού ανά κλίνη ΜΕΘ απέχει κατά πολύ από τις ευρωπαϊκές οδηγίες. Για την ιστορία, αρκεί κανείς να αναλογιστεί πως το 2018 οι εκπρόσωποι των εντατικολόγων επεσήμαναν πως τις τελευταίες δύο δεκαετίες στην Ελλάδα αντιστοιχούν μόλις 2,2 νοσηλευτές ανά κρεβάτι.

Συνεπακόλουθα παραδέχεται πως παρότι οι προϋποθέσεις του ΚΕΣΥ πρέπει να γίνουν («επιτέλους») νόμος του κράτους, εάν δεν πραγματοποιηθούν οι απαραίτητες προσλήψεις μόνιμου προσωπικού τότε «θα πρέπει να τεθούν κρεβάτια εκτός λειτουργίας».

Στην περίπλοκη αυτή εξίσωση, η ίδια προσθέτει ακόμη έναν σημαντικό παράγοντα που κατά κανόνα αμελούν να συνυπολογίσουν εκείνοι που σχεδιάζουν πολιτική υγείας. «Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πώς θα είναι ο φετινός χειμώνας. Πιθανόν ο Δεκέμβριος, ο Ιανουάριος και ο Φεβρουάριος να είναι ιδιαίτερα δύσκολοι μήνες. Εάν αυτό συμβεί, το προσωπικό των ΜΕΘ θα κληθεί να σηκώσει πάλι ένα δυσανάλογο βάρος.

Ομως, οι ίδιοι επιστήμονες βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή τα προηγούμενα δύο και πλέον χρόνια, χωρίς να έχουν ανακουφιστεί. Οι ελλείψεις δεν μας έδωσαν τη δυνατότητα να πάρουμε επαρκή άδεια ώστε να αποσυμπιεστούμε».

Κατά τη διάρκεια της συζήτησης, η Μαρία Θεοδωρακοπούλου αναφέρεται σε αποτελέσματα ερευνών που έχουν διεξαχθεί κυρίως στο εξωτερικό και αποκαλύπτουν το βαρύ ψυχολογικό αποτύπωμα στο υγειονομικό προσωπικό. Η χρόνια κόπωση και η κατάθλιψη είναι συχνά φαινόμενα, με το προσωπικό των ΜΕΘ να «νοσεί» περισσότερο. «Είναι αναγκαίο οι Μονάδες να αναζωογονηθούν με την έλευση νέων επιστημόνων, νοσηλευτών και βοηθητικό προσωπικό».

Ομως στην πραγματικότητα, η ειδικότητα της Εντατικολογίας γίνεται χρόνο με τον χρόνο λιγότερο δελεαστική. Μάλιστα η πρόσφατη υγειονομική κρίση φαίνεται πως αποθάρρυνε ακόμη τους νέους επιστήμονες, καθώς στις ΜΕΘ εκτυλίχθηκε η «μητέρα των μαχών». Είναι ενδεικτικό ότι προκηρύσσονται θέσεις εξιδεικευμένων γιατρών χωρίς ανταπόκριση. Επιπρόσθετα, παρατηρείται ολοένα μειούμενο ενδιαφέρον για εξειδίκευση. Αρκεί κανείς να αναλογιστεί πως σήμερα και σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία της ΕΕΕΘ μόλις το 10%-15% των θέσεων των εξειδικευομένων είναι καλυμμένες στα  νοσοκομεία της χώρας.

Θέσπιση κινήτρων

Υπό τα δεδομένα αυτά, η πρόεδρος της ΕΕΕΘ επαναλαμβάνει το πάγιο αίτημα της Εταιρείας, που δεν είναι άλλο από τη θέσπιση κινήτρων που θα λειτουργήσουν ως έμπρακτή αναγνώριση του έργου των εντατικολόγων. Πιο συγκεκριμένα, η λίστα των αιτημάτων συμπεριλαμβάνει τη χορήγηση ειδικού επιδόματος, την ένταξη στα βαρέα και ανθυγιεινά, αλλά και τη λειτουργία απογευματινών χειρουργείων.

Η σύγκριση άλλωστε με τις αμοιβές των συναδέλφων τους στο εξωτερικό αποτυπώνει το αγεφύρωτο χάσμα. Ενας εντατικολόγος με 28 χρόνια πορείας στο ΕΣΥ έχει να λαμβάνει μηνιαίως περί τα 1.840 ευρώ. Συμπεριλαμβανομένων των εφημεριών (που σημειωτέον απαιτούν φυσική παρουσία) δεν ξεπερνούν τα 2.500 ευρώ. Ο μισθός πάλι ενός επιμελητή Β’ (συμπεριλαμβανομένων των εφημεριών) μετά βίας αγγίζει τα 1.800-2.000 ευρώ.

Στην Αγγλία, οι εντατικολόγοι έχουν να λαμβάνουν περί τα 5.000 ευρώ μηνιαίως, ενώ στην Κύπρο το εισόδημά τους αγγίζει ακόμη και τα 10.000 ευρώ, με αποτέλεσμα να αποτελούν χώρες-πόλους έλξης για τους έλληνες επιστήμονες.