Την έλεγαν Μόλι Ράσελ, ήταν 14 χρόνων, ζούσε στο Χάροου, στο βορειοδυτικό Λονδίνο, και περνούσε πολύ χρόνο στα social media, όπως και οι περισσότεροι συνομήλικοί της. Ενα βράδυ του 2017, έπειτα από ένα ήσυχο οικογενειακό δείπνο, αυτοκτόνησε μέσα στο δωμάτιό της. Εκτοτε, οι γονείς της, Ιαν και Τζάνετ, έδιναν μάχη προκειμένου να αναγνωριστούν οι ευθύνες των γιγάντων του Internet για τον χαμό της κόρης τους.

Την περασμένη Παρασκευή δικαιώθηκαν: έπειτα από μία 15ήμερη ακροαματική διαδικασία, ο Αντριου Γουόκερ, επικεφαλής ιατροδικαστής στο «δικαστήριο ιατροδικαστών» του βόρειου Λονδίνου – ένα σώμα ανεξάρτητο από την αστυνομία και τη Δικαιοσύνη, επιφορτισμένο με τον προσδιορισμό των αιτιών και συνθηκών ενός θανάτου – αποφάνθηκε πως «οι αρνητικές επιπτώσεις των online περιεχομένων συνετέλεσαν στον θάνατο της Μόλι».

Τα περιεχόμενα αυτά «δεν ήταν ασφαλή» και «δεν έπρεπε να ήταν προσβάσιμα σε παιδιά». Είναι, όπως επισημαίνει η γαλλική εφημερίδα «Le Monde», η πρώτη φορά που κρίνονται στο Ηνωμένο Βασίλειο (συν)υπεύθυνοι για τον θάνατο ενός παιδιού οι γίγαντες του Internet. «Είναι καιρός να προστατεύσετε τους νέους μας. Είναι καιρός να αλλάξει η τοξική κουλτούρα που έχουν στον πυρήνα τους οι μεγαλύτερες πλατφόρμες social media και να μην μπορούν πλέον να προτεραιοποιούν τα κέρδη τους σε βάρος των νέων» δήλωσε κατά το κλείσιμο της έρευνας ο Ιαν Ράσελ, ο πατέρας της Μόλι, απευθυνόμενος ειδικά στη Meta, την ιδιοκτήτρια εταιρεία του Instagram και του Facebook.

Καταθλιπτική δίνη

Η Μόλι ήταν ένα φυσιολογικό κορίτσι, γεμάτο σχέδια για το μέλλον, διηγήθηκαν πολλές φορές οι γονείς της. Αλλαξε συμπεριφορά περίπου έναν χρόνο πριν από τον θάνατό της: κλείστηκε στον εαυτό της, περνούσε περισσότερο χρόνο στο δωμάτιό της, όμως αρχικά εκείνοι τα απέδωσαν όλα αυτά στην εφηβεία. Στην πραγματικότητα, η κόρη τους βυθιζόταν σε μια καταθλιπτική δίνη, καταναλώνοντας παράλληλα μεγάλες ποσότητες αρνητικού περιεχομένου στο Διαδίκτυο. Σύμφωνα με την έρευνα του ιατροδικαστή, το κορίτσι βομβαρδιζόταν από περιεχόμενο που είχε σχέση με την κατάθλιψη, τους αυτοακρωτηριασμούς ή την αυτοκτονία: από τις 16.300 σελίδες που είχε επισκεφθεί το τελευταίο εξάμηνο της ζωής της, οι 2.100, περιλαμβανομένων και 138 βίντεο, μιλούσαν για αυτοκτονία ή αυτοακρωτηριασμούς.

Στοχευμένο περιεχόμενο

Υπεύθυνοι αυτοί οι αλγόριθμοι που αξιοποιούν τα δεδομένα σύνδεσης των χρηστών ώστε να τους προτείνουν στοχευμένο περιεχόμενο. Ετσι, το Instagram πρότεινε στη Μόλι συνολικά 34 «μελαγχολικούς ή σχετιζόμενους με την κατάθλιψη» λογαριασμούς. Το δε Pinterest τής έστειλε μήνυμα όπου της συνιστούσε «10 καταθλιπτικά pins που θα μπορούσαν να σου αρέσουν». Χρειάστηκαν όμως χρόνια ώστε να αποκτήσει πρόσβαση ο Ιαν Ράσελ στα προφίλ της κόρης τους, με τις επονομαζόμενες Big Tech να προβάλλουν σθεναρή αντίσταση. Το WhatsApp είχε σβήσει τον λογαριασμό της Μόλι, και οι Ράσελ έδωσαν μεγάλη νομική μάχη προκειμένου να αποκτήσουν πρόσβαση στο περιεχόμενο που είχε καταναλώσει στο Instagram.

Υποχρεωμένη να παρουσιαστεί ενώπιον του ιατροδικαστή, η Ελίζαμπεθ Λαγκόν, υπεύθυνη «πολιτικής ευ ζην και υγείας» στη Meta, υπερασπίστηκε τον πρέποντα χαρακτήρα μέρους του περιεχομένου που συμβουλεύτηκε η Μόλι.

Ωστόσο οι αποκαλύψεις της whistleblower Φράνσις Χάουγκεν έχουν ρίξει ήδη από πέρυσι το «πρέπον» φως στις πρακτικές του Facebook. Αυτή η μηχανικός, πρώην εργαζόμενη στο συγκεκριμένο κοινωνικό δίκτυο, διαβίβασε χιλιάδες εσωτερικά έγγραφα στην αμερικανική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και την εφημερίδα «Wall Street Journal», μεταξύ των οποίων και κάποια που αφορούσαν περιεχόμενο δυνητικά επικίνδυνο για τους εφήβους στο Instagram. «Επιδεινώνουμε τα προβλήματα αυτοεικόνας για μία έφηβη στις τρεις» σημείωνε ένα εσωτερικό έγγραφο του 2019.