Τα μεταναστευτικά κύματα από τις γειτονικές με την Ευρώπη ηπείρους και μέσω της Μεσογείου κατά πάσα πιθανότητα θα πολλαπλασιασθούν τις επόμενες δεκαετίες και ως αποτέλεσμα της δύσκολα πια ελεγχόμενης κλιματικής αλλαγής και των δραματικών επιπτώσεών της στους ασθενέστερους οικονομικά πληθυσμούς.  Εδώ και πολλά χρόνια, πριν την μεγάλη προσφυγική κρίση του 2015, διεπιστημονικές μελέτες τόνιζαν τις επιπτώσεις της περιβαλλοντικής μετεξέλιξης (δυστυχώς αυτός πια είναι ο όρος που πρέπει πια να χρησιμοποιείται, μετεξέλιξη, και όχι ο όρος κρίση, για να αποδοθεί το μέγεθος των αλλαγών στο περιβάλλον) και στο φαινόμενο της μετανάστευσης. Σε άρθρο τους το 2017 οι Michael Werz και Max Hoffman από το Center for American Progress τόνιζαν ότι ενώ οι μεταναστευτικές ροές στην Ευρώπη μέσω της λεγόμενη διαδρομής της Ανατολικής Μεσογείου οφείλονται κατά κύριο λόγο σε συρράξεις στις χώρες προέλευσης των προσφύγων/μεταναστών, οι μεταναστευτικές ροές που ακολουθούν την διαδρομή της Δυτικής Μεσογείου οφείλονται σε οικονομικούς και δημογραφικούς λόγους, που με την σειρά τους εν πολλοίς σχετίζονται με τις επιπτώσεις της περιβαλλοντικής αλλαγής. Επισημαίνουν, χαρακτηριστικά, ότι στην περιοχή Sahel (μεταξύ της Σαχάρας στον Βορρά και της σαβάνας του Σουδάν στον Νότο, μία τεράστια έκταση 3,053,200 km2), η θερμοκρασία έχει ανέβει κατά 0,7 βαθμούς Κελσίου τα τελευταία 40 χρόνια, ενώ η λίμνη Τσαντ έχει περιορισθεί στο 1/20 της έκτασης που καταλάμβανε την δεκαετία του 1960! Ακόμη και στην περίπτωση της Συρίας, σύμφωνα με ειδικούς ερευνητές, υπάρχουν ενδείξεις ότι η προσφυγική έξοδος, που πρωτίστως οφείλεται βεβαίως στην συνεχιζόμενη πολυετή εμφύλια σύρραξη, ενισχύθηκε και από φαινόμενα ξηρασίας. Αλλά και στις μεσογειακές χώρες η κλιματική αλλαγή βαίνει επιταχυνόμενη και η κατάσταση πλέον είναι αισθητά διαφορετική από την σχεδόν ειδυλλιακή περιγραφή του μεσογειακού κλίματος από τον Fernand Braudel.

Τα διακυβεύματα με τα οποία η προσφυγική κρίση φέρνει αντιμέτωπη την ΕΕ και τις μεσογειακές χώρες που συνορεύουν με τα χερσαία και τα θαλάσσια σύνορά της (Τουρκία, Λιβύη, Τυνησία κτλ.) είναι πολλά: πολιτικά, οικονομικά, δημογραφικά και βεβαίως ανθρωπιστικά. Αλλά στο πλαίσιο της Realpolitik που οι εμπλεκόμενες χώρες (κυρίως η Τουρκία αλλά και κράτη της ΕΕ) ασκούν συστηματικά, η ανθρωπιστική διάσταση και αυτής της κρίσης υποσκελίζεται, δυστυχώς, από τα άλλα διακυβεύματα. Αρκετές μελέτες, αλλά και επίσημες αποφάσεις της ΕΕ, επισημαίνουν την έλλειψη συντονισμένης συνεργασίας των χωρών μελών της για την αντιμετώπιση της τεράστιας ανθρωπιστικής κρίσης. Διάφορες εκθέσεις εκφράζουν την ανάγκη αναθεώρησης του κανονισμού του Δουβλίνου, που παρέχει ουσιαστικά νομική κάλυψη στις χώρες της ΕΕ οι οποίες παραμένουν απρόθυμες να συμμετάσχουν στην ισομερή, αναλογικά, κατανομή των προσφύγων και μεταναστών. Το όλο θέαμα που παρουσιάζει η ΕΕ είναι απογοητευτικό και καταδεικνύει χρόνιες και συστημικές αδυναμίες της να υπερβεί στενές εθνικιστικές τάσεις και προτεραιότητες μέσα στους κόλπους της ακόμη και εν μέσω μίας τόσο δραματικής ανθρωπιστικής κρίσης, όπως η προσφυγική και μεταναστευτική. Και αυτό, παρόλο που, κάποια μέλη της, όπως βεβαίως και η Μεγάλη Βρετανία, έχουν, ας μην το λησμονούμε, τεράστια ιστορική και πολιτική ευθύνη για διάφορες εξελίξεις οι οποίες έχουν, σε βάθος χρόνου, οδηγήσει σε χαοτικές καταστάσεις σε χώρες της Ασίας και της Αφρικής και, κατά συνέπεια, στην εν εξελίξει ανθρωπιστική κρίση. Με την πάροδο των χρόνων η κατάσταση δεν θα βελτιώνεται.

Μακάβρια θάλασσα

Το πιθανότερο σενάριο, δεδομένων και των όσων ανέφερα σχετικά με την κλιματική αλλαγή, είναι ότι, αντιθέτως, θα επιδεινώνεται. Η Μεσόγειος θα συνεχίζει να είναι η σχεδόν μακάβρια θάλασσα-μεταίχμιο που θα χωρίζει μάλλον, παρά θα ενώνει, ολοένα εξαθλιωνόμενους πληθυσμούς από την οικονομικά πιο εύρωστη Ευρώπη, ενώ η τελευταία θα δέχεται όλο και περισσότερες πιέσεις κυρίως στα θαλάσσια, δηλαδή. τα μεσογειακά σύνορά της – και, κατά συνέπεια, αν και σε μικρότερη ένταση, και στην υπόλοιπη επικράτειά της. Απόπειρες διαχείρισης της κατάστασης επί τη βάσει αποφάσεων εκτάκτου ανάγκης μαρτυρούν μία στρουθοκαμηλιστική προσέγγιση του προβλήματος. Ο λεγόμενος δυτικός κόσμος, που επί αιώνες έτσι κι αλλιώς καταχραζόταν, άμεσα ή έμμεσα, λιγότερο ή περισσότερο, την αποικιοκρατική του παρουσία σε πολλές από τις χώρες προέλευσης των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών, πρέπει να αποφασίσει να αντιμετωπίσει με σοβαρότητα και υπευθυνότητα τα προβλήματα όχι μόνο μέσω παροδικών και πυροσβεστικών επεμβάσεων, αλλά μέσω γενναίων οικονομικών, τεχνογνωστικών κτλ. ενισχύσεων χωρών στην Ασία και την Αφρική. Το οφείλει και σε αυτές, αλλά και στο μέλλον των ίδιων των πολιτών του.

Δεδομένων όλων αυτών των εξελίξεων και εν αναμονή όσων διαφαίνονται ότι θα προκύψουν στο μέλλον, η Ελλάδα θα πρέπει, πιστεύω, να λάβει άμεσα πρωτοβουλία διαμόρφωσης, παρά τις όποιες δυσκολίες και διαφωνίες, μίας ένωσης συνεργασίας κρατών της Μεσογείου, όχι μόνο της ευρωπαϊκής, για την αντιμετώπιση/διαχείριση ανθρωπιστικών κρίσεων, πάντοτε μέσα στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου. Μία τέτοια πρωτοβουλία, ακόμη και αν δεν στεφθεί με απόλυτη επιτυχία, θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο την θέση της Ελλάδας στην νοτιοανατολική Ευρώπη ως εγγυητικής δύναμης ισορροπίας και αποφυγής εκρηκτικών εντάσεων.

Ο Παναγιώτης Ροϊλός είναι καθηγητής Ελληνικών Σπουδών, κάτοχος της Εδρας Γ. Σεφέρη, Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, Επιστημονικός Εταίρος στο Κέντρο Διεθνών Σχέσεων Weatherhead