Αν με κάτι πολύ ουσιαστικό, πέραν των υποκριτικών του επιδόσεων, πιστώνεται ο Γρηγόρης Βαλτινός και αρκετοί συνάδελφοι της γενιάς του – αρκετοί, αλλά όχι όλοι – είναι κυρίως το γεγονός ότι απάλλαξαν την έννοια του πρωταγωνιστή από την ιδιότητα του «σταρ». Είναι σαν να λένε ότι «δεν χάλασε και ο κόσμος επειδή κάποιος συμβαίνει να έχει γίνει γνωστός, αγαπητός και δημοφιλής ως ηθοποιός. Μια δουλειά κάνουμε και εμείς όπως και τόσοι άλλοι. Και επιπλέον από τη στιγμή που αυτή η δημοφιλία δεν βοηθάει τον κόσμο να λύσει κανένα από τα προβλήματά του, τι νόημα έχει να υπογραμμίζει κανείς τη σημασία της ή να τη φουσκώνει με ανορθόδοξους τρόπους;». Ας μας επιτραπεί να προσθέσουμε πως αυτή η απαλλαγή από το σύνδρομο του «σταρ» ενώ συμβαίνει να έχει κατακτήσει κανείς το πρωταγωνιστιλίκι, συνιστά μια τεράστια ελευθερία όσον αφορά την επιλογή και τον αριθμό των ρόλων που έχουν ως προϋπόθεση για την ενσάρκωσή τους έναν προβληματισμένο επί της ουσίας της τέχνης του καλλιτέχνη – και τίποτε άλλο. Και όσο και αν από την άποψη αυτή ο Γρηγόρης Βαλτινός δεν συνιστά μια σπανιότητα, η όλη του θητεία στον χώρο της τέχνης δεν παύει να μας ειδοποιεί για μια εξαιρετική εξαίρεση.

Κάνοντας έναν πρώτο απολογισμό των τεσσάρων δεκαετιών του στο θέατρο, ποιο αισθάνεται άραγε ως καταστάλαγμα αυτής της σχετικά μακράς διαδρομής; Τον ρωτάμε, εννοώντας όχι κάτι που μπορεί να το μοιραστεί με άλλους, αλλά κάτι που τον αφορά προσωπικά. «Κατ’ αρχάς αισθάνομαι μια μεγάλη πληρότητα. Αισθάνομαι να έχει ανοίξει το μυαλό μου και η ψυχή μου, αισθάνομαι θα έλεγα χορτασμένος», απαντά ο Γρηγόρης Βαλτινός. «Απέκτησα μεγάλες εμπειρίες, δεν λέω επιτυχίες, γιατί επιτυχία θεωρώ απλά την παραμονή μου σ’ αυτή την τέχνη. Για μένα αυτό είναι η μεγάλη επιτυχία. Είναι πολύ δύσκολο να παραμείνεις για σαράντα χρόνια σε μια τέχνη, πρέπει να την θέλεις πολύ και να σε θέλει πολύ. Εκτός από ό,τι ανέφερα ήδη, αισθάνομαι να έχω βελτιωθεί πάρα πολύ ως άνθρωπος. Απέκτησα ή μάλλον αισθάνθηκα την αυτογνωσία μου να μεγαλώνει προσπαθώντας να ευθυγραμμιστώ με το αρχαίο ρητό, το «γνώθι σαυτόν». Κάτι που αν έγινε δεν το θεωρώ προσωπικό μου κατόρθωμα, αλλά κατόρθωμα της τέχνης του θεάτρου. Απλά και μόνο γιατί γνωρίζεις ψυχές, γιατί «οσφραίνεσαι» πολιτικές και κοινωνικές καταστάσεις που διαφορετικά θα σου παραμένανε άγνωστες, μαθαίνεις να ερμηνεύεις την ιστορία, την καθημερινότητα, μαθαίνεις να ερμηνεύεις τον βασιλιά και τον σκλάβο. Οταν λοιπόν τα συνειδητοποιείς όλα αυτά, αισθάνεσαι μια πληρότητα κι ότι είναι ίσως η καλύτερη στιγμή για να κάνεις θέατρο. Σκέφτομαι τώρα πως ίσως θα έπρεπε να περάσουν σαράντα χρόνια για να νιώσω πως ήρθε η καλή στιγμή για να κάνω θέατρο. Αν υπολογίσουμε ότι τα είκοσι πρώτα χρόνια είναι το έτος μηδέν, τα σαράντα αντιπροσωπεύουν επομένως την πρώτη καλή στιγμή. Προκειμένου να κάνεις πράγματα με πλήρη συνείδηση. Εχεις τελειώσει με τις υποχρεώσεις σου στη ζωή, αν έχεις οικογένεια, έχεις μεγαλώσει τα παιδιά σου, χρειάζεσαι λιγότερα χρήματα για να βιοποριστείς, επομένως μπορείς να επιλέγεις πράγματα που ανέκαθεν ονειρευόσουν. Επειδή το θέατρο είναι μια φτωχή τέχνη μπορείς πια να την υπηρετήσεις με λιγότερο άγχος».

Περνώντας τα χρόνια στενεύει εκ των πραγμάτων ο ορίζοντας των επιλογών σε σχέση με τους ρόλους που μπορεί να παίξει κανείς. Μήπως είναι κάτι που αν και εκ πρώτης όψεως φαίνεται να περιορίζει έναν ηθοποιό, ταυτόχρονα μπορεί να σημαίνει και μια μορφή ελευθερίας; «Σκέφτομαι συχνά πως μεγαλώνοντας κανείς, οποιαδήποτε δουλειά ή τέχνη κι αν κάνει, μπορεί να χάνει λίγες δυνάμεις, είτε σωματικές είτε ακόμη και πνευματικές είναι αυτές, πολλαπλασιάζονται όμως οι αντίστοιχες ψυχικές. Αποκτά μια τεράστια ικανότητα πολύ σχετική με τις γνώσεις που έχουν διευρυνθεί. Με πολύ λιγότερο καύσιμο – μια και είναι τόσο επίκαιρα πλέον τα καύσιμα – έχεις πολύ μεγαλύτερες επιδόσεις. Θα μπορούσα να απαντήσω όσον αφορά τον περιορισμό του ορίζοντα, αντιστρέφοντας, κατά κάποιον τρόπο, την ερώτηση. Οταν ήμουνα πολύ νέος δεν μπορούσα να παίξω τον βασιλιά Ληρ, μπορούσα όμως να παίξω τον Ρωμαίο. Τώρα δεν μπορώ να παίξω τον Ρωμαίο, μπορώ όμως να παίξω τον βασιλιά Ληρ. Υπάρχουν επίσης ρόλοι – σύμβολα – ιδιαίτερα στο αρχαίο θέατρο – που μπορεί να παιχτούν ανεξάρτητα από την ηλικία ενός συγκεκριμένου ηθοποιού, αφού ο τελευταίος στα σχετικά έργα λειτουργεί ως σύμβολο κι όχι ως άνθρωπος. Κατά συνέπεια, όπως γνωρίζουμε και από το παρελθόν υπήρξαν σπουδαίοι ηθοποιοί που ακόμη και στα πενήντα τους έπαιξαν κλασικούς ρόλους εικοσάρηδων. Επομένως γιατί όχι, με την προϋπόθεση βέβαια ότι μπορεί να τα καταφέρει κανείς και ότι του το επιτρέπει το είδος του θεάτρου. Δεν μιλάμε για ρεαλιστικό ή ηθογραφικό θέατρο, δεν μιλάμε για ελληνική κωμωδία ή σύγχρονο αμερικάνικο θέατρο, εκεί τα πράγματα σίγουρα θα κλωτσάγανε. Σε τελευταία ανάλυση όμως οι απώλειες δεν είναι μεγάλες, γιατί ο ορίζοντας στενεύει όχι μόνον όσον αφορά την ευχέρεια στην επιλογή των ρόλων, στενεύει και από πλευράς χρόνου. Αν είχες μπροστά σου τόσο χρόνο ώστε να παίξεις ακόμη πενήντα ρόλους, αναπόφευκτα θα έλεγες «Γαμώτο, θα τους χάσω». Αλλά οι ρόλοι που αφορούν τις μεγάλες ηλικίες είναι πολύ περισσότεροι από τα χρόνια που απομένουν σε κάποιον για να τους παίξει».

«Είναι ένας δούρειος ίππος συναισθήματος η τέχνη»

Ο Αλέξης Μινωτής επαναλάμβανε, τεκμηριώνοντάς το μ’ ένα πραγματικά συγκλονιστικό περιστατικό σε σχέση με τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο, ότι το θέατρο κάθε άλλο παρά μια εφήμερη τέχνη είναι. Αντίθετα είναι μια τέχνη που ακόμη κι όταν ξεχνιούνται οι παραστάσεις, συνεχίζει να υπάρχει. Είναι ένα θέμα που έχει απασχολήσει πολύ και τον Γρηγόρη Βαλτινό στο παρελθόν και ιδιαίτερα στο ξεκίνημά του. «Είχα ακούσει κάποιους πολύ παλαιότερους από μένα, σεβάσμιους ηθοποιούς, να μιλάνε και να λένε για το πόσο εφήμερη τέχνη είναι το θέατρο και πραγματικά είχα στεναχωρηθεί πάρα πολύ. Το σκέφτηκα λοιπόν πάρα πολύ, όχι από ματαιοδοξία, γιατί θέλω να μείνω στην αιωνιότητα, αλλά σε σχέση με αυτή καθεαυτή τη χρησιμότητα της τέχνης του θεάτρου. Αναρωτιόμουνα: «Μα τι κάνω τέλος πάντων, είμαι η διασκέδαση της μιας βραδιάς; Και οι πόρνες ακόμη αφήνουν εντονότερα τα ίχνη τους στο κορμί και στη μνήμη ενός ανθρώπου. Και το θέατρο τελειώνει σ’ ένα βράδυ;». Ομως απάντησα σχετικά γρήγορα σ’ αυτή τη διερώτησή μου, όχι όμως για να βολευτώ ή να εφησυχάσω. Και η απάντηση ήρθε μέσα από τη δική μου ενδοσκόπηση και εμπειρία. Υπάρχουν στοιχεία σε όλες τις τέχνες – επομένως γιατί να εξαιρεθεί το θέατρο; – που σε σημαδεύουν για όλη σου την ζωή. Ενας πίνακας, ένα χρώμα, ένα ποίημα, μια μουσική, ένα μυθιστόρημα, ένας χαρακτήρας σε μια παράσταση, μια φράση ενός θεατρικού έργου, μπαίνει μέσα στο αίμα σου, μέσα στην ψυχή σου και γίνεται περιουσία σου παντοτινή και αξερίζωτη. Επομένως πώς είναι δυνατόν να πεθαίνει η τέχνη, να είναι κάτι εφήμερο; Βλέποντας έναν πίνακα σ’ ένα μουσείο ή ακούγοντας μια συναυλία, ουσιαστικά τόσο ο πίνακας όσο και η μουσική αρχίζουν να υπάρχουν από τη στιγμή που έπαψε κανείς να τον βλέπε ή να την ακούει. Είναι ένας δούρειος ίππος συναισθήματος η τέχνη που μπαίνει μέσα σου και δεν ξεριζώνεται με τίποτε. Είχε δίκιο ο Μινωτής, δεν είμαστε εφήμεροι, είμαστε αιώνιοι».

«Να μην προδώσω τη Μελίνα…»

Από τα χρόνια των αρχών της δεκαετίας του 1980 με το «Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ» με τον Ζυλ Ντασσέν, τι αισθάνεται να κουβαλάει μέσα του ο Γρηγόρης Βαλτινός; «Η μεγαλύτερη περιουσία που κουβαλάω μέσα μου δεν είναι οι ρόλοι που έχω παίξει ούτε οι επιδόσεις μου. Η μεγαλύτερή μου περιουσία είναι η επαφή μου με τις μεγάλες προσωπικότητες είτε λέγονται Ζυλ Ντασσέν, Μελίνα Μερκούρη, Τζένη Καρέζη, Αλίκη Βουγιουκλάκη, Αλέκος Αλεξανδράκης, είτε λέγονται Νόνικα Γαληνέα, Κώστας Καζάκος, Γιάννης Φέρτης, Κάτια Δανδουλάκη. Αυτή είναι η μεγάλη μου περιουσία, δεν είναι το μερτικό της εμπειρίας μου σε σχέση με κείνη την εποχή. Σαφώς αθροίζεται, αλλά αν κρίνω κάτι ως σπουδαίο δεν ήταν η επίδοσή μου, ήταν η εμπιστοσύνη που μου έδειξαν, η σύστασή μου στην οικογένεια του θεάτρου και στο κοινό, λέγοντας ότι «αυτό το παιδί αξίζει τον κόπο».

Αυτό με σημάδεψε τόσο πολύ που το κουβαλάω ακόμη μέσα μου, σαν να είμαι μαθητευόμενος, σαν να ξεκινάω αυτή τη στιγμή. Κάθε φορά νιώθω ότι δεν πρέπει να προδώσω την εμπιστοσύνη της Μερκούρη όταν στην πρώτη παράσταση που έπαιξα, στο «Γλυκό πουλί της νιότης», μ’ αγκάλιασε μπροστά στους δημοσιογράφους και τους είπε: «Αυτός είναι ένας καινούργιος ηθοποιός, παίζει για πρώτη φορά, αλλά θα ακούτε για πολλά χρόνια να μιλάνε γι’ αυτόν». Ντράπηκα τόσο πολύ που κατακοκκίνησα και σκέφτηκα πως δεν είχα πια το δικαίωμα να εκθέσω αυτόν τον τόσο γενναιόδωρο άνθρωπο με ανάξιες επιλογές και επιδόσεις. Ποτέ δεν έπαψα να προσπαθώ και να αγωνίζομαι σα να είναι η κάθε φορά η πρώτη Αγραφη, λευκή σελίδα, ξεκινάω πάντα από το μηδέν. Αισθάνομαι σα να μην ξέρω τίποτε. Ο,τι ξέρω λειτουργεί μέσα μου αυτόματα, σαν κυτταρική μνήμη. Επομένως κάθε φορά αισθάνομαι ότι δίνω πάλι εξετάσεις.

Οσον αφορά τα όσα ήρθαν στην επιφάνεια σε σχέση με την περίφημη υπόθεση #MeToo, ο ηθοποιός ξεκαθαρίζει ότι δεν πρόκειται για παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας, αλλά για παθογένειες του ανθρώπινου είδους, γενικότερα.

«Αν στρέψουμε την προσοχή μας όχι μόνον στους χώρους του θεάματος, αλλά και σε πολλούς άλλους χώρους, στις τράπεζες, στις εταιρείες, στα σουπερμάρκετ, στην εκπαίδευση, στην επιστήμη, στους δικηγόρους, στα κέντρα ερευνών, πάντα υπάρχουν οχλήσεις, κι όχι μόνον από άνδρες προς γυναίκες, αλά, καμιά φορά, κι από γυναίκες προς άνδρες. Απλώς επειδή στο επάγγελμα επικρατεί ακόμη η πατριαρχία και τις περισσότερες διευθυντικές θέσεις – που αντιπροσωπεύουν μια δύναμη – τις καταλαμβάνουν άνδρες, αναπόφευκτο μοιάζει να την εκμεταλλεύεται ο άνθρωπος – άνδρας. Δεν λέω τυχαία το «άνθρωπος – άνδρας». Γιατί λοιπόν φαίνεται τόσο πολύ στο δικό μας επάγγελμα, αν και είναι κάτι που παρατηρείται σε όλα τα επαγγέλματα; Γιατί πρόκειται για ένα επάγγελμα προβεβλημένο, που πουλάει. Σκεφτείτε πόσες εκπομπές και πόσες συνεντεύξεις έχουν γίνει από πέρσι γι’ αυτό το θέμα. Πόσοι μισθοί έχουν πληρωθεί σε δημοσιογράφους, σε οπερατέρ, πόσες διαφημίσεις έχουν καταχωρηθεί σε σχετικές εκπομπές, τι τζίρος έχει γίνει. Να τα λέμε κι αυτά. «Ανοιξε το κανάλι, τρέχα, μιλάνε για τους βιαστές», το έχω ακούσει αυτό. Η παθογένεια που ήρθε στην επιφάνεια ξεκινάει από τον ίδιο τον άνθρωπο. Λίγο στερημένος να είναι κανείς, λίγο βιτσιόζος ή μάλλον για να μην το πούμε τόσο λαϊκά, μια ψυχική ιδιαιτερότητα να έχει, μόλις αποκτήσει δύναμη, θα θελήσει να την επιβάλει και να την εκμεταλλευτεί. Είναι κάτι που προσωπικά με απωθεί φοβερά. Ουδέποτε μπορώ να ζητήσω κάτι στο ερωτικό επίπεδο. Θα πρέπει να καταλάβω ότι το ζητάει κι ο άλλος που είναι επάντί μου, ότι το θέλουμε και οι δύο. Θεωρώ μεγάλη βαρβαρότητα το να επιτεθώ και να πάρω από μόνος μου κάτι από ένα άλλο σώμα. Κατά συνέπεια όλη αυτή η κατάσταση με άφησε άφωνο. Σπάνια το έχω κουβεντιάσει γιατί δεν ήθελα να ρίξω κάρβουνο στην ατμομηχανή του κουτσομπολιού. Δεν μπορώ όμως να καταλάβω πώς κάποιος που επιτίθεται με βία σε κάποιον, μπορεί στη συνέχεια να είναι σε θέση να κάνει σεξ. Ωστόσο, όλη αυτή η ιστορία από ένα σημείο και πέρα έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης από όλους. Από τους δημοσιογράφους, από την τηλεόραση, από κάποιους ηθοποιούς που πιθανόν να βρήκαν την ευκαιρία για τα πέντε λεπτά δημοσιότητας».

«Είναι μια δύσκολη τέχνη το θέατρο»

Ο Φρανσουά Μωριάκ γράφει σ’ ένα δοκίμιό του πως ο ηθοποιός όταν περνάει από το παρασκήνιο στη σκηνή, είναι σαν να περνάει ένα κατώφλι που συχνά μόνο οι άγιοι το διαβήκανε. «Είναι εξαιρετικά γενναιόδωρος και τον ευχαριστούμε. Ομως θα χρησιμοποιήσω τη ρήση του Μωριάκ, προκειμένου να κάνω την αναφορά μου πάλι στην ίδια την τέχνη. Είναι καταπληκτική τέχνη το θέατρο. Είναι η τέχνη που περισσότερο από όλες τις άλλες τέχνες ασχολείται τόσο άμεσα με την ζωή. Μιλάμε για την τέχνη του θεάτρου στην πιο υψηλή της μορφή, όχι για μια ρεαλιστική φωτογραφία της ζωής ή για μια αγοραία απεικόνισή της. Μιλάμε για τα σχόλια που κάνει το θέατρο στην ζωή. Αυτό είναι η τέχνη, το «σχόλιο», δεν είναι να καταγράφεις μια καθημερινή μέρα ενός βασιλιά ή ενός σκλάβου. Γι’ αυτό είναι μια δύσκολη τέχνη το θέατρο τόσο γι’ αυτούς που το γράφουν όσο και γι’ αυτός που το ερμηνεύουν. Και γι’ αυτό οι ερμηνείες τους, όπως και οι ερμηνείες της μουσικής από έναν μαέστρο, από έναν διασκευαστή, από έναν ενορχηστρωτή, μπορεί να διαφέρουν. Ο κάθε ηθοποιός δίνει τα δικά του χρώματα σε μια ιστορία, τις δικές του προεκτάσεις και αυτό είναι κάτι εξαιρετικά ηδονικό. Γι’ αυτό και οι μεγάλοι ρόλοι παίζονται και ξαναπαίζονται. Αλλιώς θα παίζονταν για μια φορά σε κάθε γενιά. Και θα ήταν αρκετό».