Είναι 92 ετών και ζούσε στο σπίτι της στη Βαρυμπόμπη για 60 ολόκληρα χρόνια. Από τη φωτιά δεν έμεινε τίποτα όρθιο και η ίδια δεν πρόλαβε να πάρει ούτε την ταυτότητά της.

«Τα βράδια είναι το μαρτύριό μου. Τα θυμάσαι όλα… πώς τα κτίζαμε, πώς τα φτιάχναμε».

Οι κόποι μιας ολόκληρης ζωής έγιναν στάχτες.

«30 χρονών ήρθα εδώ και έγινα 92».

Η φωτιά στην Ανατολική Αττική κατέστρεψε τα πάντα στο πέρασμά της. Το σπίτι που έζησε για 62 ολόκληρα χρόνια δεν υπάρχει πια. Δεν της απέμεινε τίποτα πια.

«Δεν πρόλαβα. Ως που να δω τη φωτιά μου έλεγαν βγες έξω, ως που να βγω εγώ έξω δεν πρόλαβα ούτε την ταυτότητά μου να πάρω, τα φάρμακά μου, τα πράγματά μου καήκανε… δραματική η κατάσταση. Δεν μπορείς να θυμηθείς τίποτα εκείνη την ώρα, τρέμεις. Εκείνη την ώρα δεν μπορείς να θυμηθείς τίποτα».

Η κυρία Άννα κοιτάει τα χαλάσματα και βλέπει τους κόπους μιας ζωής που χάθηκαν μέσα σε λίγα λεπτά.

«Ήταν τυχερό μου τώρα στα γεράματα να είμαι ξεσπιτωμένη. Τι να κάνουμε».

Τα πρωινά πάει στο καμένο της σπίτι. Δεν θέλει να αφήσει μόνες τις κοτούλες που σώθηκαν από τις φλόγες και τον σκύλο της. Τα βράδια μένει στην ανιψιά της όμως, όπως λέει, δε θέλει να γίνεται βάρος.

«Σκέφτομαι να είμαι καλά να μην καταπέσω και ενοχλώ και τους άλλους. Να φύγω όσο μπορώ πιο γρήγορα… αλλά βλέπεις δεν έρχεται, δε θέλει, ούτε ο κορωνοϊός με θέλει, ούτε ο Άγιος Πέτρος με θέλει».

«Είναι οι κόποι μιας ζωής. Αυτή ήταν όλη της η περιουσία. Είναι μεγάλη γυναίκα. Στεναχωριέται πάρα πολύ. Μου λέει συνέχεια δεν θέλω να σας φορτώνομαι και κάθεται εδώ στον καύσωνα. Της φέρνω νερό, φαγητό τα πάντα. Τα σπίτια δεν είναι ντουβάρια, είναι η ζωή του καθενός αλλά έχει μεγάλη σημασία το ότι δεν πέθαναν άνθρωποι», λέει η ανιψιά της ηλικιωμένης.

Οι κάτοικοι στη Βαρυμπόμπη είναι απελπισμένοι. Κάθε σπίτι και μία ξεχωριστή ιστορία. Μια ιστορία με άσχημο όμως τέλος.

Με ό,τι κουράγιο και δύναμη τους έχει απομείνει προσπαθούν να ξεκινήσουν και πάλι τη ζωή της από την αρχή.