Αυτή τη φορά, η πλατεία δεν ήταν γεμάτη. Οι αντιεμβολιαστές που συγκεντρώθηκαν προχθές το απόγευμα στο Σύνταγμα δεν ξεπερνούσαν κατά πολύ τα 200 άτομα. Καμία σχέση με το αγριεμένο πλήθος του περασμένου Σαββάτου Λίγο η ζέστη, λίγο οι άδειες που αρχίζουν, λίγο το «έχουμε και δουλειές», λίγο το προανάκρουσμα του ότι, κατά τον Ουμπέρτο Εκο, τον Αύγουστο δεν υπάρχουν ειδήσεις. Η πιθανότητα ωστόσο να πρόκειται για αποκλιμάκωση αυτού του κινήματος μοιάζει χλωμή. Πρώτον, διότι κινητοποιήσεις με τέτοιου ύφους φανατισμό αλλά και με τις υπόγειες διαδρομές που συντονίζουν αυτό το ετερόκλητο «κοινό» δεν ξεφουσκώνουν μέσα σε τόσο λίγες μέρες. Και δεύτερον, διότι την Τετάρτη το «πλήθος» μπορεί να μην ήταν ακριβώς πλήθος, ωστόσο δεν υπολειπόταν σε αγριάδα.

Για άλλη μια φορά, τα συνθήματα ελάχιστη σχέση είχαν με τον εμβολιασμό. Κάτι γενικά, τύπου «Κάτω τα χέρια από τις ζωές μας». Από εκεί και πέρα, ένα συνονθύλευμα επαναδιατύπωσης των κραυγών από τα «ορεινά» της πλατείας των Αγανακτισμένων και έξαλλων αναρτήσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Βασικός στόχος, οι «αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι», οι «απατεώνες πολιτικοί», η «χούντα του Κούλη» και λάιτ μοτίβ το «Εξω οι κλέφτες απ’ τη Βουλή», το «Παραιτήσου» και το «Αίσχος». Βέβαια, το περασμένο Σάββατο ακούστηκε και το πλέον πολυσυλλεκτικό σύνθημα: «Μπάτσοι, τιβί, αναρχικοί, όλα τα καθάρματα δουλεύουνε μαζί». Ωστόσο, επειδή οι ολιγάριθμες συγκεντρώσεις φέρνουν τους ανθρώπους πιο κοντά, προχθές είχαμε και πιο προσωπικές συνομιλίες. Κάποιοι από τους διαδηλωτές πλησίαζαν τους αστυνομικούς που είχαν παραταχθεί επί της λεωφόρου Αμαλίας και προσπαθούσαν να ανοίξουν οργίλες συζητήσεις μαζί τους, επί οικογενειακού, κυρίως, επιπέδου, δηλαδή «Τι θα έκανες ρε αν ήταν το παιδί σου;», «Τον πατέρα σου τον ρώτησες;» και άλλα τέτοια.

Τώρα, από «αξεσουάρ διαμαρτυρίας», λίγα πράγματα. Μια-δυο εικόνες που τις σήκωναν ψηλά με αυτήν τη χαρακτηριστική ακινησία που «ξορκίζει το κακό», λίγες ελληνικές σημαίες, άλλοτε ως παντιέρες και άλλοτε ως πασμίνες ριγμένες στους ώμους – όχι ό,τι πιο ευχάριστο με τέτοια ζέστη (το θερμόμετρο εκείνη την ώρα στην πλατεία Συντάγματος έδειχνε, σε σχετικά σκιερό σημείο, 38 βαθμούς), μία μόνο με τον δικέφαλο αϊτό της Βασιλεύουσας. Δεν υπήρχε ούτε η σημαία των Κολοκοτρωναίων ούτε τα φλάμπουρα «Ορθοδοξία ή θάνατος» που κυμάτιζαν το Σάββατο.

Ενδυματολογικός κώδικας

Βλέποντας από μακριά μια διαδήλωση και, ακόμη καλύτερα, μια συγκέντρωση, ο ενδυματολογικός κώδικας των συμμετεχόντων σε προϊδεάζει λίγο-πολύ και για το ιδεολογικό τους στίγμα. Προχθές, και ακόμη περισσότερο το Σάββατο, υπήρχαν τα πάντα. Βερμούδες όλων των ειδών, από τις καρό της εκδρομής έως τις μακό του γυμναστηρίου, καφέ παντελόνια (είναι άμεσα εντάξιμοι και ηλικιακά και ιδεολογικά οι άνδρες που φορούν καφέ παντελόνι το κατακαλόκαιρο), λευκά πουκάμισα, τα κλασικά πόλο με τις οριζόντιες ρίγες που παραπέμπουν σε στρώμα, ενδυματολογικές εκδοχές του Στάθη Ψάλτη από τις βιντεοταινίες του 1980, αντίστοιχες γυναικείες με κουπ α λα Καίτη Φίνου εκείνης της εποχής, κλαρινογαμπροί με φουλάρια, κυρίες με πολύ στενά κολάν και πολύ ξανθά μαλλιά, σφιχτοδεμένοι μύες, χαλαρά μπράτσα, κότσοι της «Ζωής», ιλιγγιώδη μίνι, μπόχο μάξι, σεμνά μίντι, καλόγριες, «πέταξα τα σκεπάσματα και φόρεσα ό,τι βρήκα», ιδιαίτερα επιμελημένα άουτφιτ αλλά και άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Κάτι ανάλογο συνέβαινε και με τις ηλικίες. Ολο το φάσμα από τις απολύτως διακριτές έως τις εντελώς αδιευκρίνιστες, μανάδες, γέροι και παιδιά, κοπελιές και παλικάρια γίνανε μαλλιά κουβάρια. Δεν υπήρχαν ωστόσο τα «συντεταγμένα τάγματα» του Σαββάτου, αυτά που επανέφεραν ζοφερές μνήμες. Τα κοντοκουρεμένα «παιδιά» με τα παραφουσκωμένα μπράτσα, τα μαύρα ρούχα και τον βηματισμό μίσους.

Είναι κάπως απλουστευτικό να θεωρούμε αυτούς που κατεβαίνουν στα αντιεμβολιαστικά συλλαλητήρια «ψέκες», λαϊκιστές ή συνωμοσιόλογους. Ναι, είναι κι αυτά, αλλά τι άλλο είναι; Θα ήμασταν αφελείς να πιστεύουμε ότι πίσω από τέτοιες κινητοποιήσεις δεν υπάρχουν παραταξιακές σκοπιμότητες. Και ακόμη περισσότερο αν θεωρούμε ότι η εξάρθρωση της Χρυσής Αυγής σήμανε, αυτόματα, και την εξαέρωση του κοινού της. Ενα ποσοστό του εκλογικού σώματος λοιπόν, που ξεπερνάει το 7% (σύμφωνα με κάποιους φτάνει το 10%), έμεινε, θεωρητικά, ανέστιο. Και είναι εξαιρετικά εύκολο να προσηλυτιστούν άνθρωποι που μιλάνε για λόμπι μασόνων και Εβραίων, για «παγκόσμιες κυβερνήσεις», για τη «δικτατορία του Μπιλ Γκέιτς», για «πειραματόζωα της Ιατρικής», για «χούντα της επιστήμης», άνθρωποι που έχουν στο τσεπάκι τους απλές λύσεις για περίπλοκα προβλήματα. Εχει σημασία ποιοι από αυτούς παροτρύνονται από το κόμμα του Κασιδιάρη, ποιοι υποκινούνται από την ομάδα του Λαγού, ποιοι παραμυθιάζονται από τον Βόβολη; Το «ο φασισμός δεν περάσει» είναι, στην προκειμένη περίπτωση, κοινός λόγος από τον «γιατρό των αντιεμβολιαστών» έως τον Παύλο Πολάκη, παρόλο που το κόμμα του είναι, επισήμως, υπέρ του εμβολιασμού. Αλλά σε αυτό το ποσοστό οι περισσότερες παρατάξεις θέλουν να κλείσουν το μάτι. Ακόμη και με παντιέρα τον Αγκαμπεν.