Για αιώνες, το Σπήλαιο του Μονόκερου στη Γερμανία – στους λόφους ανάμεσα στη Φρανκφούρτη και το Βερολίνο – αποτελεί παράδεισο για τους κυνηγούς μυστικών του παρελθόντος, αλλά και κατάλληλο σκηνικό για σειρές θρίλερ και επιστημονικής φαντασίας, όπως η γερμανική «Dark» στο Netflix. Χαυλιόδοντες από μαμούθ, δόντια από αρκούδες των σπηλαίων και λείψανα ζώων που έχουν εξαφανιστεί εδώ και πολλές χιλιάδες χρόνια θεωρούνταν ότι ανήκαν σε δράκους και μονόκερους. Θρυμματισμένα ή κονιορτοποιημένα κι αναμεμειγμένα με ψήγματα χρυσού ή αργύρου την περίοδο του Μεσαίωνα, αποτελούσαν τη σωτηρία από κάθε κακό και ήταν ικανά να θεραπεύσουν από τη σεξουαλική ανικανότητα έως την πανούκλα.

Το καλοκαίρι του 2019, ο Γκαμπριέλ Ρούσο ωστόσο δεν περίμενε το οστό που κρατούσε στο χέρι του να πραγματοποιήσει κάποιο θαύμα. Εμοιαζε, όμως, να κρύβει κάποιο μυστήριο. Το μέγεθός του δεν ξεπερνούσε εκείνο ενός πιονιού στο σκάκι κι έφερε στη μία από τις επιφάνειές του 10 βαθιά σκαλισμένες χαρακιές. Ο αρχαιολόγος του Πανεπιστημίου του Τίμπινγκεν, ο οποίος ειδικεύεται στον εντοπισμό ζώων από το μακρινό παρελθόν βάσει των οστών τους, αναγνώρισε πως το εύρημα που είχε στα χέρια του προερχόταν από την άρθρωση του ποδιού ενός μεγάλου οπληφόρου ζώου. Παρατηρώντας το δε επισταμένως πρόσεξε πως οι χαρακιές δεν ήταν τυχαίες, όπως εκείνες που θα άφηνε το μαχαίρι κάποιου που προσπαθούσε να ξεκολλήσει το κρέας από το κόκαλο. Ηταν σχέδια που είχαν γίνει σκόπιμα.

Οστό 51.000 ετών

Οταν μοιράστηκε τις υποψίες του με τους συναδέλφους του, εκείνοι δεν εξεπλάγησαν καθώς οι ανασκαφές στην είσοδο του σπηλαίου (η οποία κατέρρευσε πριν από περίπου 10.000 χρόνια) είχαν αποδείξει τη χρήση του από τους Homo Sapiens και τους προγόνους τους Νεάντερταλ. Θεώρησαν το τεχνούργημα έργο των πρώτων, αλλά τα αποτελέσματα της ραδιοχρονολόγησης, που δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση «Nature Ecology and Evolution», τους διαψεύδουν. Το εγχάρακτο οστό έχει ηλικία 51.000 ετών, που σημαίνει ότι δημιουργήθηκε τουλάχιστον 1.000 χρόνια πριν από την άφιξη του σύγχρονου ανθρώπου στο συγκεκριμένο μέρος της Ευρώπης, πριν δηλαδή από 45.000 έως 50.000 χρόνια.

Η μελέτη υποστηρίζει, κατά συνέπεια, ότι το οστό θα μπορούσε να έχει σκαλιστεί μόνο από τους Νεάντερταλ και ότι πρόκειται για την πρώτη φορά που η συμβολική έκφρασή τους – κατά μία άποψη οι εγχαράξεις θεωρούνται τέχνη – έχει χρονολογηθεί άμεσα. Η συγκεκριμένη ανακάλυψη δίνει στους ερευνητές την ευκαιρία να επανεκτιμήσουν τη θεωρία τους ότι οι Νεάντερταλ δεν ήταν δημιουργικοί ή ότι δεν μπορούσαν να κάνουν περίπλοκες σκέψεις.

«Πρόκειται για την αρχή του πολιτισμού, την αρχή της αφηρημένης σκέψης, τη γέννηση της τέχνης», σχολιάζει στο «National Geographic» ο αρχαιολόγος Τόμας Τέρμπεργκερ του Πανεπιστημίου του Γκέτινγκεν και εκ των επικεφαλής της ανασκαφής του σπηλαίου. Και ο Ντερκ Λέντερ, επίσης επικεφαλής της ανασκαφής, εκπρόσωπος της Κρατικής Υπηρεσίας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Κάτω Σαξονίας, προσθέτει στους βρετανικούς «Times»: «Μας δίνεται η ευκαιρία να ρίξουμε μια πρώτη ματιά στο μυαλό ενός Νεάντερταλ. Βρισκόμαστε ενώπιον των πρώτων αναπαραστάσεων της σύγχρονης σκέψης».

Αν πάρουμε ως δεδομένο ότι οι θετικές επιστήμες «μίλησαν» και χρονολόγησαν το οστό πριν από 51.000 χρόνια, ποιος θα πει με βεβαιότητα πως οι χαρακιές αποτελούν έργο τέχνης; Οι ειδήμονες περί τη σύγχρονη τέχνη θα απαντήσουν ότι «η τέχνη εξαρτάται από το μάτι του θεατή» και για πολλούς πρόκειται για μια ξεκάθαρα μοντέρνα ιδέα, για κάτι που δημιουργήθηκε προς τέρψη της όρασης, αν και ο ορισμός της τέχνης μπορεί να αλλάξει από πολιτισμό σε πολιτισμό, ακόμη και από δεκαετία σε δεκαετία. Ορισμένοι άλλοι εκτιμούν ότι είναι ριψοκίνδυνο να επιχειρήσουμε να διαβάσουμε τις χαρακιές στο οστό με τη σημερινή οπτική και αισθητική.

Είναι αλήθεια ότι αξιόπιστες αποδείξεις για οτιδήποτε θα μπορούσε να ονομαστεί «τέχνη των Νεάντερταλ» – ακόμη και απλά σχέδια – είναι απίστευτα σπάνιες. Γεγονός που οδήγησε γενιές ερευνητών στο συμπέρασμα ότι οι μακρινοί πρόγονοί μας δεν ενδιαφέρονταν για συμβολικές ή διακοσμητικές παραστάσεις.

Πειραματική αρχαιολογία

Για να επιβεβαιώσουν τη θεωρία τους οι ερευνητές ζήτησαν βοήθεια από την πειραματική αρχαιολογία. Δοκίμασαν να αναπαραγάγουν τις γραμμές πάνω στο οστό ώστε να διαπιστώσουν αν τα σημάδια οφείλονται στις τυχαίες κινήσεις ενός σφαγέα, ενός ανθρώπου που προσπαθούσε να σκοτώσει τον χρόνο του πλάι στη φωτιά ή ενός προϊστορικού καλλιτέχνη που έδρασε βάσει σχεδίου.

Το κόκαλο ανήκε σε ένα γιγαντιαίο ελάφι, το Megaloceros giganteus, που ζύγιζε όσο ένα μικρό αυτοκίνητο και του οποίου ελάχιστα κατάλοιπα έχουν εντοπιστεί βόρεια των Αλπεων. Τα γιγαντιαία ελάφια εξαφανίστηκαν πριν από 7.000 και πλέον χρόνια, οπότε ο αρχαιολόγος με ειδίκευση στην πειραματική αρχαιολογία Ραφαήλ Χέρμαν για να προχωρήσει στη δοκιμή χρησιμοποίησε οστά αγελάδας – τα πλησιέστερα στο τεράστιο ελάφι – και λεπίδες από πυριτόλιθο.

Επειτα από αρκετές εβδομάδες δοκιμών διαπιστώθηκε ότι για κάθε χαρακιά επί του οστού απαιτούνταν τουλάχιστον δέκα λεπτά και μία ή δύο λεπίδες, γεγονός που αποδεικνύει ότι ο δημιουργός των χαράξεων έδρασε σκόπιμα.