Με νόμο που θα ορίζει συγκεκριμένες υποχρεώσεις στα υπουργεία και τους δημόσιους φορείς αλλά και τη συμμετοχή των πολιτών και της επιστημονικής κοινότητας στη διαμόρφωση δράσεων για την προστασία του περιβάλλοντος η κυβέρνηση επιδιώκει να αντιμετωπίσει την κλιματική αλλαγή.

Προχωρά σύμφωνα με τα πρότυπα άλλων ευρωπαϊκών χωρών στη σύνταξη του κλιματικού νόμου ανεβάζοντας ακόμη υψηλότερα, σε σχέση με το τρέχον Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), τους στόχους για τη μείωση των εκπομπών των αέριων ρύπων του θερμοκηπίου. Τα νέα αναθεωρημένα όρια τίθενται πια υποχρεωτικά και τοποθετούνται χρονικά για το 2030, 2040 και 2050. Σε 30 χρόνια από σήμερα η επιδίωξη είναι οι μηδενικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου.

Το θεσμικό πλαίσιο θα είναι έτοιμο τον Ιούλιο, ενώ ήδη για την ερχόμενη Τρίτη 18 Μαΐου στη Βουλή θα πραγματοποιήσουν κοινή συνεδρίαση η Διαρκής Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων, η Ειδική Μόνιμη Επιτροπή Προστασίας Περιβάλλοντος και η Ειδική Διαρκής Επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων

Είχε προηγηθεί αίτημα στον πρόεδρο της Βουλής από τον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστα Σκρέκα κατόπιν συνεννόησης με τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη. Η πρωτοβουλία για τη θέσπιση κλιματικού νόμου ξεκίνησε από την πρόεδρο του ΚΙΝΑΛ Φώφη Γεννηματά η οποία και απέστειλε και σχετική επιστολή στον Μητσοτάκη για τη συζήτηση της πρότασης του κόμματος της αντιπολίτευσης στις επιτροπές της Βουλής. Πρόταση την οποία και αποδέχτηκε ο Πρωθυπουργός.

Ο κλιματικός νόμος φέρνει μεγάλες ανατροπές στη ζωή των πολιτών, στις δραστηριότητες των επιχειρήσεων καθώς και πρωτίστως στις υποχρεώσεις που αναλαμβάνουν τα υπουργεία και άλλοι φορείς του Δημοσίου για την επίτευξη των στόχων που θα θέτει το νέο πλαίσιο ως προς τον περιορισμό του ανθρακικού αποτυπώματος.

Σύμφωνα με πληροφορίες των «ΝΕΩΝ», η κυβέρνηση κινείται με βάση τις νέες προτάσεις της Κομισιόν σύμφωνα με τις οποίες αναθεωρεί τον στόχο της μείωσης των εκπομπών αερίων ρύπων. Συγκεκριμένα στις 21 Απριλίου επιτεύχθηκε μεταξύ των κρατών μελών προσωρινή συμφωνία για περιορισμό έως το 2030 των ρύπων κατά 55% έναντι του 1990. Ο προηγούμενος στόχος ήταν 40%. Σημειώνεται ότι και η ΕΕ κινείται στην κατεύθυνση της ψήφισης κλιματικού νόμου.

Ετσι, και όπως αναφέρουν πηγές οι νέοι στόχοι που θέτει για την Ελλάδα η κυβέρνηση θα προβλέπουν:

1      Μείωση έως το 2030 των εκπομπών αέριων ρύπων θερμοκηπίου κατά 55%, έναντι 42% που ορίζει το τρέχον ΕΣΕΚ. Η σύγκριση γίνεται με βάση τα επίπεδα του 1990. Αυτό σημαίνει σε απόλυτα μεγέθη ότι από τις εκπομπές 103 μεγατόνων διοξειδίου του άνθρακα να πέσουμε στους 47 μεγατόνους. Το ΕΣΕΚ όριζε ως στόχο τους 60 μεγατόνους.

2      Το μερίδιο των ΑΠΕ στην εγχώρια κατανάλωση ενέργειας να ανέλθει μέχρι το 2030 στο 50% από 35% που ήταν ο στόχος του ΕΣΕΚ.

3     Η συμμετοχή των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή να αυξηθεί μέχρι το 2030 στο 70% από 60% που προέβλεπε το ΕΣΕΚ.

4      Τα κτίρια που θα αναβαθμιστούν ενεργειακά να είναι 80.000 κάθε χρόνο έως το 2030 από 60.000 σύμφωνα με το ΕΣΕΚ.

5      Αντίστοιχοι στόχοι, σαφώς υψηλότεροι θα θεσπιστούν και για το 2040.

6      Κλιματική ουδετερότητα για το 2050, δηλαδή σε 30 χρόνια να μηδενιστούν οι εκπομπές αέριων ρύπων.

Σύμφωνα με πληροφορίες των «ΝΕΩΝ», οι νέοι στόχοι του κλιματικού νόμου σηματοδοτούν την κινητοποίηση επιπλέον επενδύσεων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής στο τέλος της δεκαετίας ύψους 20 δισ. ευρώ. Το ΕΣΕΚ τις υπολόγιζε με βάση τα ισχύοντα όρια τις επενδύσεις στους τομείς της ελληνικής οικονομίας στα 44 δισ. ευρώ έως το 2030. Ο νέος κλιματικός νόμος, όπως αναφέρουν πηγές των «ΝΕΩΝ», θα θεσμοθετεί την υποχρέωση ετήσιων προϋπολογισμών ρύπων συνολικά ως χώρα αλλά και ανά τομέα, για κάθε υπουργείο. Θα υπάρχουν δεσμευτικοί στόχοι επίσης ως προς το ύψος των εκπομπών για το 2030, το 2040 και το 2050. Αν κάποιο υπουργείο δεν πιάνει τους ετήσιους προϋπολογισμούς ρύπων θα υποχρεούται να κόβει χρηματικές δαπάνες από άλλους τομείς ώστε να τους επιτυγχάνει. Κάθε υπουργείο θα πρέπει με κατάλληλες πολιτικές νόμους ή υπουργικές αποφάσεις να εξειδικεύσει το πλαίσιο του κλιματικού νόμου ανά τομέα της καθημερινότητας των πολιτών και ανά τομέα οικονομικής δραστηριότητας.

Αυτές οι πολιτικές επιλογές, σύμφωνα με πληροφορίες, μπορεί να είναι από τη χορήγηση κινήτρων για την προστασία του περιβάλλοντος και τη μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης μέχρι ενδεχομένως, αν κι εφόσον χρειαστεί, η επιβολή «πράσινων» φόρων.