Τώρα που ο πλανήτης έγινε ένα παγκόσμιο χωριό, και να θες να πας σε κάποιο όντως χωριό δεν ξέρεις καν αυτό πού μπορεί να βρίσκεται, αν δηλαδή περιέχεται ήδη στην πόλη, αν η Αράχοβα είναι χωριό κι αν μπαίνεις έξω, ή βγαίνεις μέσα. Γίναμε από πολλά χωριά χωριάτες κι από δυο κάσες εργαλεία. Εξάλλου τώρα με το Ιντερνετ μπορείς να επισκεφθείς νοητά και να δεις εικόνες ακόμα και από το τελευταίο κουτσοχώρι στην Παταγονία, να πας στη Σίνδο, ή στην Πίνδο με την ίδια ευκολία – καλπάζεις παντού διάγοντας ταυτόχρονα μιαν ωραία, ασάλευτη ζωή.

Τι δουλειά έχεις τώρα να σκαρφαλώνεις Πασχαλιάτικα στα κορφοβούνια και να ροβολάς απ’ τις πλαγιές – πέραν του ότι, εκτός από τον κίνδυνο να κολλήσεις τη χλαπάτσα, υπάρχει και το ενδεχόμενο του τροχαίου κατά τη μαζική έξοδο: κάθε χρόνο έχουμε στους δρόμους καμιά πενηνταριά συγχωρεμένους που πήγαν για Ανάσταση και ανάσταση δεν βρήκαν. Δηλαδή δεν ξέρεις από πού θα σου ‘ρθει: μην καπνίζεις, βάλε διπλή μάσκα, μην πίνεις πάνω από δύο τσίπουρα, βάλε ζώνη ασφαλείας, κράτα μακριά τους μαλάκες, το αρνί δεν ψήθηκε καλά και δεν αντέχεις και τον Καζαντζίδη που βογκάει για την ξενιτιά στη διπλανή μεζονέτα. Τι τα ‘θελες;

Ασε που μπορεί να σφάζουνε σε ζωντανή μετάδοση κανένα αρνάκι στο κοντινό οικόπεδο ενώ αυτό βελάζει απελπισμένα κι άντε μετά εσύ να δοκιμάσεις κοψίδι απ’ τον δικό σας αμνό που γυρίζει ταπεινωμένος σε κυκλοδίωκτη σούβλα σαν τον Αθανάσιο Διάκο. Παρελθέτω. Και μπορεί οι παππούδες να έχουνε βγάλει και την τηλεόραση στην αυλή για να μη χάσουνε τη Σταματίνα Τσιμτσιλή, ή να πιάνουνε τοπικά κανάλια και να είσαι αναγκασμένος να ακούς, αίφνης, βαρύγδουπες ασυναρτησίες του Λεβέντη (που βγαίνει ακόμα και συστηματικά σε επαρχιακή TV) ή, γνωστή φάτσα να σχολιάζει (το είδα προχθές) σε περιφερειακό κανάλι και να γράφει από κάτω, στην οθόνη: «Ραχήλ Μακρή, πολιτική αναλύτρια». Χίλιες φορές να κάτσω σπίτι, να παραγγείλω e-food κοκορέτσι εγγυημένου ψησίματος και να δω Survivor, τώρα που έφυγε ο Αλέξης και η Νικολέτα της κόκκινης ομάδας φοράει όλο και πιο συχνά εκείνο το σφιχτό, υποτυπώδες μαγιό.

Και θα πιω τον αγλέορα χωρίς κίνδυνο πλαγιομετωπικής, και θα καπνίσω τ’ άντερά μου χωρίς να ενοχλώ τους ντεκαφεϊνέ. (Το πιο σημαντικό: γλιτώνεις από φορτικούς συγγενείς και από βαρεμένους θείους.) Τον μπελά σου θες; Ποιο χωριό; Ν’ αφήσω το Νέτφλιξ και να πάρω τα όρη και τα βουνά; Ασε που μέχρι την Ανάσταση μπορεί να έχει έρθει και ο Νονός νο 3, του Κόπολα, που το γύρισε με νέα εκδοχή αρχής και τέλους – να παρατήσω τον Αλ Πατσίνο για να δω τον μπατζανάκη μου με το καινούργιο πορτοκαλί SUV; Κάποτε είχε ενδιαφέρον, γιατί έβλεπες στο χωριό και κανένα αλέτρι, κανέναν αργαλειό – τώρα με τα κινέζικα ποια θα κάτσει να δουλέψει το χτένι; Υπήρχε, κάποτε, μια κάποια λαογραφία. Τώρα μαθαίνουν περί αργαλειού απ’ τα ντοκιμαντέρ – συν το ότι έχω φίλους σε χωριά, εδώ στη Μακεδονία και στη Θεσσαλία που παραγγέλνουνε αμερικάνικη λογοτεχνία και ροκ μουσική μέσω της Amazon και διαβάζουνε κάθε μέρα τους «N.Y. Times» και τη «Liberation» στο Ιντερνετ. Ποιο χωριό απ’ όλα, λοιπόν; Τι ‘ναι χωριό, τι μη-χωριό, και τι τ’ ανάμεσό τους;

Εξάλλου, επαρχιωτισμός υπάρχει παντού, και στα μεγάλα αστικά κέντρα, συχνά δε και στις καλύτερες οικογένειες – δεν είναι, πια, εδώ και αρκετές δεκαετίες, θέμα τόπου μόνον. Ολα έχουνε πολιτισμικά αλληλο-μολυνθεί, πολύ πριν από τον κορωνοϊό. Το χωριό καραδοκεί παντού – πού να πρωτοπάς; Το άλλο θέμα είναι πως τα συντριπτικώς περισσότερα ελληνικά χωριά είναι αποκρουστικά την όψη, αισθητικώς αποτρόπαια – σε αντίθεση με την Ευρώπη. Το να μπαίνεις, συνήθως, σε ένα απ’ αυτά αποτελεί αισθητική δοκιμασία – μήπως το ίδιο δεν συμβαίνει και με τις πόλεις; Σχεδόν παντού αστράφτουν, πια, κλασομπανιέρες. Και ενδοδαπέδια θέρμανση και τρίπατες μεζονέτες για να φτιάχνεις γερούς μηριαίους στις σκάλες – έχει μπερδευτεί το πράγμα. Οι παλιοί, αυθεντικοί παππούδες φύγανε. Αυτοί που απέμειναν είναι μάλλον κάποιο πιο σύγχρονο, υβριδικό είδος – δεν μπορείς να τους πεις χωρικούς με την εντελώς παλιά έννοια. (Η TV και τα κινητά ομογενοποιούν τις ποικιλίες μας). Αρα, το ερώτημα είναι: πού ακριβώς βρίσκεται το νόημα στη φράση «Πάσχα στο χωριό;». Στη λέξη «χωριό», ή στη λέξη «Πάσχα», που κι αυτό σημαίνει κυρίως σούβλες και φαγητό; (Ολα εν Ελλάδι κατά βάθος είναι αφορμή για φαΐ, ιδίως, δε, η Ανάσταση – αν φύγεις πάρε μαζί σου και χωνευτικά Simeco.)

Τα δε τσουρέκια έγιναν προκάτ, τα παίρνεις απ’ το Lidl. Αλλά ευτυχώς ακόμα, σε κάποιο ποσοστό πληθυσμού, βάφουμε λίγα αβγά, αρκεί να είναι βιολογικά «Τσακίρη» και με Ω3. Και αν πας στο χωριό για ηρεμία, στις περισσότερες φορές δεν θα τη βρεις πασχαλιάτικα, ιδίως αν δουλεύουν όλα μαζί τα ράδια και τα μαγνητόφωνα και τσιρίζουν στέρεο όλα τα παιδιά και τα σκυλιά. Επομένως φαίνεται κάπως ακατανόητο αυτό το πάθος για εξόρμηση στις λαγκαδιές και στα ρουμάνια μαζί με τα οργισμένα λεφούσια των πόλεων. Και αμήχανο το να στέκεσαι βλέποντας απέναντι το δυσνόητο βουνό, ή τις κότες να βόσκουν σγαρλίζοντας το χώμα – μια ταλαιπωρία. Μάλλον είναι μια κεκτημένη ιδέα περισσότερο, παρά μια πραγματική απόλαυση εξόδου, εκτός και αν η γιαγιά έχει μπει στο Ertflix. Επιπλέον, σκέφτεσαι και τις ουρές στην επιστροφή. Αλλο παλτό κι αυτό, ολόσωμο.

Οπότε μας βλέπω και φέτος να οχυρωνόμαστε στο σπίτι, περιμένοντας να περάσει η μπόρα. Η αρχική ιδέα ήταν να πάμε στη Σκιάθο, αλλά μετά σκεφτήκαμε πως μάλλον είναι κάπως απίθανο, πια, με τόσο κόσμο, να μας δεχτεί στην κάμαρη ο κυρ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.