Μια επίσης ακριβής καταγραφή της νεότερης νεοελληνικής ιστορίας μπορεί να γίνει αν κάποιος ανατρέξει με προσοχή στα θεατρικά έργα των τελευταίων χρόνων. Αν πιάσουμε το νήμα μετά τον Καμπανέλλη ή τους μεγάλους δραματουργούς που ξεκίνησαν λίγο ύστερα από εκείνον υπό τον Κουν (Λούλα Αναγνωστάκη, Διαλεγμένος, Σκούρτης, Μουρσελάς κ.λπ.), μία ακόμη γενιά έπειτα από αυτούς είναι αυτή που διαμορφώθηκε στη Μεταπολίτευση. Ο Παναγιώτης Μέντης για χρόνια ήταν ηθοποιός με μεγάλες συνεργασίες και εργατοώρες. Σήμερα πια, όμως, κατατάσσεται στους σημαντικότερους έλληνες θεατρικούς συγγραφείς με είκοσι έργα που συνοψίζονται στις εκδόσεις Αιγόκερως, με επιπλέον κείμενα για άλλες πολλές παραστάσεις (φέτος θα ταξιδέψει η παράσταση, σε κείμενά του, για τη ρεμπέτισσα Ρόζα Εσκενάζυ με την Κατερίνα Τσιρίδου) αλλά και με βραβεία. Το βασικότερο ωστόσο για τον αθόρυβο μα ουσιαστικό Μέντη είναι πως έχει φτιάξει τη δική του διακριτή γραμμή στη γραφή, ένα είδος κοινωνικού ρεαλισμού, ανατομίας της χώρας από τη μεριά των ταπεινών. Εχει επαναβαπτίσει την ταλαιπωρημένη έννοια της λαϊκότητας με σύγχρονα στοιχεία. Η πειραιώτικη καταγωγή του και οι εικόνες του ’60 που αφομοίωσε ίσως είναι το κλειδί. Για όλα αυτά και άλλα τόσα, του δίνουμε σήμερα την «4η Εντολή».

Παρατηρώ και σας διαβάζω: είστε ενεργός στα κοινωνικά δίκτυα. Αναρωτιέμαι αν στην εν γένει ανατομία της κοινωνίας μας που επιχειρείτε πολλά χρόνια προστίθεται ως εργαλείο και το Facebook.

Το Facebook είναι ένα εργαλείο επικοινωνίας. Το θέμα είναι πώς το χρησιμοποιούμε. Μέσα από αυτό, και για τη δουλειά μας μπορούμε να γράψουμε, και σκέψεις μας να καταθέσουμε, και με φίλους να επικοινωνήσουμε. Να όμως που αυτό το εργαλείο τα καταφέρνει να βγάζει στην επιφάνεια και τον χειρότερό μας εαυτό. Είναι πολύ εύκολο να παρεξηγηθούν και να υπονομευθούν τα πάντα από όσα γράφει κάποιος με καλή διάθεση. Βέβαια η μεγάλη γιορτή στήνεται όταν κάποιος χρήστης δώσει το σύνθημα της αποδόμησης προσώπων. Τις αποδομήσεις τις διαβάζω σαν μικρά καθημερινά γκάλοπ, έχοντας πάντα στο μυαλό μου τους στίχους της Λίνας Νικολακοπούλου: «Στο βάθος το ζηλεύουμε αυτό που ρεζιλεύουμε».

Ξεκινώντας λίγο από τα πιο επικαιρικά στοιχεία της εποχής. Κλειστά τα θέατρα, φουντώνει η τάση του live streaming. Εχετε εμπειρία μεγάλη και ως ηθοποιός και ως δραματουργός. Θα αλλάξει το θέατρο από την πανδημία, κύριε Μέντη;

Ο Τσέχoφ, στον «Γλάρο» του, βάζει τον Τρέπλεβ να λέει: «Χρειαζόμαστε καινούργιους τρόπους έκφρασης». Φιλοδοξεί να γράψει θέατρο και καίγεται όταν διαπιστώνει πως αναπαράγει το ήδη δεδομένο. Το live streaming, μιλώντας για την ελληνική εκδοχή του, θέλει πολλά μέσα – και οικονομικά και ερμηνευτικά – για να δώσει παραστάσεις άρτιες. Πέρα όμως απ’ αυτό, είμαι βέβαιος πως το θέατρο πρέπει να βρει καινούργιους τρόπους γραφής και ερμηνείας για να αφορά και να γοητεύει. Ο θεατής που συντηρεί το θέατρο, το διάστημα του εγκλεισμού, έχει δει στις τηλεοπτικές πλατφόρμες καινούργια θέματα, καινούργιες προτάσεις, καινούργιο παίξιμο.

Αρα;

Αν θέλουμε σημαντική θεατρική τέχνη, είναι αναγκαίο να γεννηθεί το καινούργιο. Στη μουσική ήδη γεννιέται. Αναφέρομαι βέβαια στη μουσική της διεθνούς σκηνής και στους επηρεασμούς που φέρνει στους νέους έλληνες δημιουργούς. Και θεατρικά οι νέοι πρέπει να ανακαλύπτουν και να αποκαλύπτουν το καινούργιο.

Παράλληλα εξελίσσεται ένα MeToo ρεύμα στον χώρο σας, ακόμη και διά βίου διαγραφές συναδέλφων σας από το ΣΕΗ. Ποιο το γενικό σχόλιό σας; Είναι μια ευκαιρία κάθαρσης, π.χ. για περίπτωση Λιγνάδη, ή ενέχει και κινδύνους όλο αυτό;

Η κάθαρση απαιτεί γενναίες αποφάσεις. Την υπόσχονται οι άνθρωποι, αλλά την εγκαταλείπουν μόλις βρουν το άλλοθι για να την παρακάμψουν. Μπορεί να φανεί σκληρό αυτό που θα πω, αλλά οι διαγραφές έχουν ουσία και εκτόπισμα όταν γίνονται από θεσμικά όργανα που έχουν εκτόπισμα. Το ΣΕΗ ήταν μεγάλη υπόθεση και έχει ιστορία που απαιτεί σεβασμό. Το ΣΕΗ όμως, όπως πολλά εργασιακά σωματεία, αποδυναμώθηκε μέσα από συνθήκες που το διέβρωσαν. Ξαφνικά προέκυψε ένας ενθουσιασμός αναδιοργάνωσής του. Οσο αισιόδοξο κι αν φαίνεται, με το που έγινε με χειροκροτήματα και αναρτήσεις η διαγραφή του Λιγνάδη, κάτι χωλαίνει. Οσο για την ελληνική εκδοχή του MeToo, αισθάνομαι αλληλέγγυος με όσους μίλησαν. Δυστυχώς, όταν επιτυχία σημαίνει «διαθέσιμος» και «διαθέσιμη», είναι βαθιές οι ρίζες του κακού και θα τις κρατήσει σκεπασμένες το χώμα της πατρίδας.

Εσείς, αλήθεια, πώς εμπλακήκατε με το θέατρο; Πώς φτάσατε να σπουδάζετε, εννοώ, και ποιες οι πρώτες εικόνες, δάσκαλοι, παράσταση όπου μετέχετε;

Ηθελα να μιλήσω για όσα έβλεπα γύρω μου. Να βγω κόντρα στις προδιαγραφές για τα παιδιά της γειτονιάς μου. Τα οικογενειακά οικονομικά με οδήγησαν στη δουλειά από τα δεκατρία μου. Νυχτερινό Γυμνάσιο Νίκαιας, νυχτερινά γράμματα και πείσμα «θα αλλάξω τη ζωή μου». Εργάτης ο πατέρας, αλλά όση αγάπη είχε για το ποδόσφαιρο είχε και για το θέατρο. Πηγαίναμε σε πολύ ωραίες παραστάσεις οικογενειακώς. Από ένστικτο ένιωθα ελευθερία σκέψης παρακολουθώντας μια παράσταση. Ηταν και εκείνα τα ραδιοφωνικά θεατρικά που με μάγευαν. Στο σχολείο ωστόσο δεν είπα ποτέ μου ποίημα. Δεν συμμετείχα σε γιορτές. Κρυβόμουν, μη με φωνάξουν να πω την προσευχή. Θυμάμαι έναν καθηγητή, που μας ρώτησε τι θα ακολουθήσουμε τελειώνοντας το Γυμνάσιο, να μου λέει έκπληκτος όταν είπα πως θα σπουδάσω θέατρο: «Εσύ θα σπουδάσεις θέατρο;».

Γεννημένος στον Πειραιά το 1953, φαντάζομαι πως ζήσατε έναν Πειραιά και μια Ελλάδα, ως παιδί του ’60, εντελώς διαφορετικά αλλά και πιθανώς καθοριστικά για τη μετέπειτα δραματουργία σας. Την κουβαλάτε στο κείμενό σας, στα έργα σας, και πώς τη θυμάστε εκείνη την Ελλάδα;

Ναι, μια άλλη Ελλάδα. Μια σκληρή Ελλάδα που δεν θα εξωραϊστεί ποτέ μέσα στην ψυχή μου. Ως παιδί μιας λαϊκής γειτονιάς του ’60, νιώθω πως δεν έζησα παιδική ηλικία. Είμαι σίγουρος πως έγραψα θέατρο για να ξορκίσω, να εκθέσω σε κοινή θέα τα λερωμένα της σκληρής Ελλάδας. Μια φιλοδοξία μου – ίσως εγωιστική – είναι, αν κάποιος έπειτα από χρόνια πιάσει στα χέρια του ένα δικό μου έργο, να βρει εκεί μέσα δεδομένα γι’ αυτήν τη χώρα που σημάδεψαν τις ζωές των ανθρώπων της.

Αν θέλαμε με ολίγον πρωτογενή τρόπο να σας κατατάξουμε σε σχολές θεατρικής γραφής, πού ανήκετε; Για παράδειγμα, είστε παιδί της Μεταπολίτευσης, συνεχιστής του Ι. Καμπανέλλη ή των Μουρσελά – Ευθυμιάδη – Τσικληρόπουλου – Ζιώγα κ.λπ.;

Με επηρέασαν σαν «δάσκαλοι» οι συγγραφείς που αναφέρατε. Θα πρόσθετα τον Μάτεσι, τον Διαλεγμένο, την Αναγνωστάκη, τον Ξανθούλη. Μου αρέσει να λέω πως γράφω με «πρόσχημα τον ρεαλισμό». Αφέθηκα όμως να επηρεαστώ διαβάζοντας τους νεότερους συγγραφείς από μένα. Ισως γι’ αυτό συνεχίζω να γράφω. Εκτιμώ πολλούς νεότερούς μου και το ξέρουν.

Πότε και γιατί πρωτογράφετε θέατρο;

Πάντα ήξερα πως θα γράψω θέατρο. Το ανέβαλλα παίζοντας. Ε, λοιπόν, η ζωή μου τα δυσκόλεψε τόσο, που η μόνη διέξοδος ήταν να ξεκινήσω να γράφω. Η πολιτική ως σκέψη και ως πράξη επηρέαζε πάντα όσα έκανα, χωρίς όμως να εμπλακώ ποτέ με εγγραφή μου σε κάποιο κόμμα. Για το πρώτο μου έργο, το «Playmobil», μαγιά υπήρξε η δράση της 17 Νοέμβρη. Ηθελα αναλύοντας μια πράξη βίας να καταθέσω πως η βία λειτουργεί πολιτικά, αν γεννήσει κάτι επαναστατικό. Διαφορετικά, είναι μόνο κακό θέατρο. Εγραψα το έργο, το κατέθεσα στον διαγωνισμό Κρατικών Βραβείων του ΥΠΠΟ και βραβεύτηκε με εύφημο μνεία, ως έργο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα, το 1989. Ηταν και το πρώτο έργο μου που είδα επί σκηνής, στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν, το 1993.

Μου ‘ρχονται στον νου και άλλοι ηθοποιοί που έγραφαν ή γράφουν. Ο Γιώργος Αρμένης, για παράδειγμα, ή – νεότερη περίπτωση – ο Μαυριτσάκης. Αναρωτιέμαι αν στο γράψιμο καταφεύγει ένας ηθοποιός όταν δεν αρκούν τα μέσα που έχει για να εκφραστεί…

Νομίζω πως ναι. Λίγο – πολύ αυτό θα πρέπει να ισχύει για τους περισσότερους. Γράφοντας, καταθέτεις τις σκέψεις σου, κομμάτια της ψυχής σου. Καταθέτεις συνειδητά ή υποσυνείδητα αυτά που θες να δείξεις πως σου έμαθε αυτή η ζωή, αυτός ο κόσμος.

Ποιο το μυστικό ενός θεατρικού έργου και η διαφορά του, για παράδειγμα, σε γραφή από μια νουβέλα;

Στη νουβέλα, όπως και στο μυθιστόρημα, ο συγγραφέας χτίζει με λεπτομέρεια, για τον αναγνώστη, το «σκηνικό», τις «συνθήκες», την «ψυχολογία» των ηρώων και αυτά τα παραδίδει έτοιμα για πάντα στις σελίδες του και στον χρόνο. Στο θέατρο υπάρχουν οι διάλογοι, οι συγκρούσεις μέσα από τη δράση των προσώπων. Υπάρχει κάτι που ζει το τώρα κάθε παράστασης, το τώρα της εποχής και της ανάγνωσης που επιλέχθηκε για να παρουσιαστεί από σκηνής το θεατρικό κείμενο. Η έντυπη καταγραφή του αφήνει ελευθερίες για να τις συμπληρώσουν τα σκηνικά, οι ερμηνείες των ηθοποιών, η οπτική του σκηνοθέτη, η συμβολή της μουσικής και του φωτισμού. Το θεατρικό έργο κρύβει μυστικά, που θα βγουν στο φως διαφορετικά κάθε φορά, εμπλουτισμένα από τις γνώσεις, την ευαισθησία, το ταλέντο, την τόλμη, την κοινωνική και πολιτική θέση εκείνων που θα συνεργαστούν για το ανέβασμά του.

Η ελληνική κοινωνία παραμένει βασικό σας μέλημα στην ανατομία σας και, αλήθεια, πόσο αυτή έχει αλλάξει την τελευταία 10ετία;

Η τελευταία δεκαετία μέσα από συνθήκες που συνειδητοποιήσαμε από πρακτικές συνέπειες ή από ένστικτο επιβίωσης νομίζω πως χάρισε στην ελληνική κοινωνία πιο οξυμμένη κρίση. Γράφοντας θέατρο που ακουμπά σε αλήθειες, δεν θα μπορούσα κι εγώ και οι ήρωές μου να μην έχουμε κρατούμενο την αποθέωση του λαϊκισμού. Νομίζω πως βρισκόμαστε κοντά στην έξοδο από αυτό το πολιτικό φαινόμενο. Αν βρει κάποτε σύγχρονο βηματισμό αυτό που θα μας οδηγήσει στην πρόοδο, χωρίς κομματικές αγκυλώσεις, υπάρχει ελπίδα. Αλλωστε, το επί της ουσίας πολιτικό θέατρο οφείλει να είναι μακριά από κομματικές πρακτικές. Σε παγκόσμιο επίπεδο, λειτουργούν για το καινούργιο σύγχρονες δεξαμενές σκέψης. Εχω τη γνώμη πως καινούργιες σκέψεις πρέπει να επηρεάσουν και το θέατρο.

Εχετε συνεργαστεί με μεγάλους θεατρανθρώπους. Ξεχωρίζει όμως η σχέση σας, νομίζω, με το θρυλικό θέατρο Στοά. Πότε συνεργάζεστε και πώς εκεί πρώτη φορά;

Με το θέατρο Στοά η συνεργασία ξεκίνησε το 1996, με το έργο μου «Αννα είπα!», σε μια παράσταση που καθόρισε και τη συγγραφική μου πορεία. Πάντα θα λέω πως τον δρόμο μου τον χάραξαν η σκηνοθεσία του Θανάση Παπαγεωργίου και η ερμηνεία της Λήδας Πρωτοψάλτη. Στο θέατρο Στοά με έφερε η καλή μου τύχη που τα οργάνωσε όλα. Ο Θανάσης Παπαγεωργίου ήταν στην επιτροπή κριτών για τα Κρατικά Θεατρικά Βραβεία. Το έργο βραβεύτηκε. Και θυμάμαι, όταν βρέθηκα στα καμαρίνια να πω συγχαρητήρια στον φίλο μου Παύλο Ορκόπουλο για τη συμμετοχή του σε ένα άλλο έργο, με σύστησε στον Θανάση Παπαγεωργίου κι εκεί επί τόπου ο Παπαγεωργίου μού είπε πως ήθελε την «Αννα» και μαγικά ξεκίνησαν όλα. Με το θέατρο Στοά χάρηκα και χαρήκαμε επιτυχίες. Θα τολμήσω να πω, μεγάλες επιτυχίες.

Υπήρξατε χρόνια ηθοποιός. Παίξατε με μεγάλα ονόματα, π.χ. την Αλίκη. Τι θυμάστε και πώς αλλάξατε με αυτούς/ές;

Συνήθως με τους πρωταγωνιστές – θιασάρχες οι συνεργασίες μου κρατούσαν πολλά χρόνια. Με την Αλίκη Βουγιουκλάκη δούλεψα σε οκτώ έργα. Με τον Θύμιο Καρακατσάνη σε επτά έργα. Με τον Γιώργο Μιχαλακόπουλο κάναμε δύο σίριαλ. Είχα τη χαρά να συνεργαστώ σε δύο έργα με τον Αλέκο Αλεξανδράκη και τη Νόνικα Γαληνέα. Με τη Νόνικα Γαληνέα τρίτωσε η συνεργασία μας στο Εθνικό Θέατρο. Τα πρώτα μου λόγια ως ηθοποιού ήταν σε μια σκηνή με τη Δέσπω Διαμαντίδου, στο «Καμπαρέ», που ανέβασε η Αλίκη. Από τη συνεργασία μου με την Αλίκη κρατώ τις πιο ευτυχισμένες μου μέρες στο θέατρο. Στον «Πειρασμό» του Ξενόπουλου, διασκευασμένο σε μιούζικαλ από τον Παύλο Μάτεσι, με την Αλίκη πρωταγωνίστρια, πάτησα για πρώτη φορά στη σκηνή. Με ρωτάτε πόσο με επηρέασαν οι συνεργασίες μου με τα μεγάλα ονόματα. Θα έλεγα πως δίπλα στον καθένα έμαθα μυστικά του επαγγέλματος, πολύ χρήσιμα και στο γράψιμο του θεατρικού έργου. Παράλληλα έμαθα να διαχειρίζομαι τα αισθήματα και τα συναισθήματά μου. Εμαθα να ξεχωρίζω πού θα ανοίγομαι και θα εκτίθεμαι χωρίς δεύτερη σκέψη, αλλά και πού θα κρατώ κρυμμένα όσα ένιωθα. Πολλές φορές για να επιβιώσεις στο θέατρο χρειάζεται και το «βλέμμα της αγελάδας», να μην μπορεί δηλαδή ο απέναντι να διαβάσει εκείνα που νιώθεις γι’ αυτόν. Και για να μην τελειώσουμε με τα δύσκολα του επαγγέλματος, θέλω να πω πως στο θέατρο και στις συνεργασίες μου όλες, μα όλες, χρωστάω μια πλούσια και επί της ουσίας γεμάτη ζωή.