Αν κάτι με συναρπάζει στα πολιτικά και τα δημοσιογραφικά κείμενα του Τζορτζ Οργουελ είναι η αρετή της πνευματικής εντιμότητας, που υπερισχύει ιδεολογικών θέσεων και επιλογών. Μολονότι αριστερός (ιδιόρρυθμου τύπου, ως γνωστόν), ο Οργουελ δεν ήταν, όπως ίσως θα περίμενε κάποιος, ο κλασικός αντιμοναρχικός. Αντιθέτως, αναγνώριζε μια διόλου ασήμαντη χρησιμότητα στον θεσμό της βρετανικής μοναρχίας.

Συγκεκριμένα, γράφοντας το 1944, εν καιρώ πολέμου, στο υψηλού επιπέδου αμερικανικό λογοτεχνικό και πολιτικό περιοδικό «Partisan Review» (το οποίο, περιέργως, είχε ξεκινήσει τον εκδοτικό βίο του ως όργανο του Κομμουνιστικού Κόμματος των ΗΠΑ…), ο Οργουελ αναγνωρίζει ότι η μοναρχία, όπως τουλάχιστον τη γνώριζε στη χώρα του, «λειτουργεί σαν βαλβίδα ασφαλείας για επικίνδυνα συναισθήματα».

Στο κείμενο αυτό, ο Οργουελ εξετάζει την ιδέα ότι μπορεί η μοναρχία να συνέβαλε στη σωτηρία της Βρετανίας από τον φασισμό, που σάρωσε την Ευρώπη κατά τον Μεσοπόλεμο. Η ανάγκη του πλήθους για τύμπανα, σημαίες, στολές και παρελάσεις εκτονώνεται σε ένα θεσμό χωρίς πραγματική δύναμη. Την αληθινή εξουσία, για τον Οργουελ, έχουν πάντα οι άνθρωποι με τα «bowler hats», δηλαδή οι καπιταλιστές, ενώ το πλάσμα («the creature», στο πρωτότυπο) μέσα στη χρυσοποίκιλτη άμαξα, με τους έφιππους θωρακοφόρους τριγύρω, είναι ένα κέρινο ομοίωμα. «Δεν υποστηρίζω τον θεσμό της μοναρχίας με την απόλυτη έννοια», καταλήγει, «αλλά νομίζω ότι σε μια εποχή όπως η δική μας επιδρά κατά κάποιο τρόπο σαν εμβόλιο και, οπωσδήποτε, βλάπτει λιγότερο από τη λεγόμενη αριστοκρατία μας».

Η απόβαση των Συμμάχων στη Νορμανδία δεν είχε συμβεί ακόμη, όταν ο Οργουελ εξέταζε τον ρόλο της βρετανικής μοναρχίας στο «Partisan Review». Σήμερα, 77 χρόνια αργότερα, η βρετανική μοναρχία εξακολουθεί να βοηθά στην εκτόνωση των συναισθημάτων, με πολύ μεγαλύτερη εμβέλεια μάλιστα, καθώς είναι πια μέρος της παγκόσμιας βιομηχανίας του θεάματος, είτε το θέλει η ίδια και της αρέσει είτε όχι. Σε τέτοιο βαθμό, ώστε να συγχέονται πλέον τα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και το παραμύθι, ανάμεσα σε έναν θεσμό με βαθύτατες ρίζες στην ιστορία ενός έθνους και το Netflix. Για να το πω με τίτλο, «Η Μέγκαν πριγκίπισσα», όπως «Ο Καραγκιόζης φούρναρης». Και πρόκειται, βέβαια, για κωμωδία.

Ηταν αστείο να βλέπεις και να ακούς τη Μέγκαν να υπερασπίζεται τον εαυτό της επικαλούμενη ουσιαστικά την άγνοιά της. Δεν ήξερε η κακόμοιρη, κανείς δεν της εξηγούσε τι έπρεπε να κάνει και πώς να φερθεί – λες και μιλούσε για την παραγωγή του «Suits» ή ενός σόου με ταλέντα. (Στο μεταξύ, ο πρίγκιπας καθόταν δίπλα της και τον έπαιρναν τα σκάγια, αλλά δεν πειράζει, γιατί δεν έδειχνε να καταλαβαίνει…) Η Μέγκαν νόμιζε ότι, μπαίνοντας μέσω του γάμου με τον πανέξυπνο στη βασιλική οικογένεια της Βρετανίας, έμπαινε με ρόλο στην παραγωγή ενός διεθνούς σίριαλ.

Πράγματι, η βασιλεία στη Βρετανία είναι επάγγελμα. Επάγγελμα το οποίο μάλιστα έχει σχέση στενή με αυτό του ηθοποιού, ειδικά στην εποχή μας που μόνο η συμβολική λειτουργία έχει απομείνει στον θεσμό. Εκεί όπου υπάρχει σήμερα συνταγματική βασιλεία στον ανεπτυγμένο κόσμο, κανείς βέβαια από τους υποστηρικτές της δεν πιστεύει στο ελέω Θεού δικαίωμα των γαλαζοαίματων. Τους αποδέχονται, όμως, ως σύμβολα εθνικής ενότητας που έχουν αποκτήσει τη βαρύτητά τους λόγω της ιστορίας τους. Και αυτό ακριβώς είναι που κάνει τον ρόλο τους δυσκολότερο από εκείνο του ηθοποιού, για έναν κανονικό άνθρωπο. Πόσο μάλλον, λοιπόν, για μια εγωπαθή του Χόλιγουντ που νομίζει ότι έχει πιάσει το λαχείο.

Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι η Μέγκαν με την ελαφρότητά της δεν μπορεί να βλάψει, περιστασιακά έστω, τη βρετανική μοναρχία. Παραδόξως, το μπορεί, από την ώρα που η πραγματικότητα συγχέεται με τον μύθο και η εικόνα του κόσμου καταλήγει να είναι το Netflix. (Ισως το πλέον ωφελημένο της υπόθεσης, εδώ που τα λέμε, διότι μαζεύεται ωραίο υλικό για το «The Crown»…) Τώρα, για το ωραίο, ψηλό παιδί δίπλα στη Μέγκαν δεν ανησυχώ καθόλου. Εχω εμπιστοσύνη στην εξυπνάδα του.