Ο Νιόνιος της ελληνικής μουσικής, ο μοναδικός σύγχρονος παραμυθάς του λαού μας θα προσφέρει στους τηλεθεατές του MEGA ένα πρόγραμμα με συγκινητικές στιγμές και υπέροχες ερμηνείες. Μαζί του εκλεκτοί καλεσμένοι, νεότεροι ερμηνευτές όπως ο Βιολέτα Ίκαρη και ο Χρήστος Δάντης αλλά και ο σπουδαίος Μανώλης Μητσιάς.

Ο Σαββόπουλος γεννήθηκε το 1944 στη Θεσσαλονίκη και σπούδασε στην Νομική Σχολή. Πολύ γρήγορα κατάλαβε ότι η μεγάλη του αγάπη είναι η μουσική κατέβηκε στην Αθήνα το 1963.

Ο Σαββόπουλος ονειρευόταν να παντρέψει την ξένη μουσική με την ελληνική παράδοση. Να δώσει σε υπέροχες μελωδίες στίχους ελληνικούς, πολιτικούς κοινωνικούς.

Εντυπωσιαζόταν από τους Rolling Stones και τους Animals. «Ζήλευε» την δίψα και την τρέλα που είχαν οι πρωταγωνιστές του Woodstock αλλά λάτρευε και τον Καζαντζίδη. Παρακολουθούσε πολύ στενά την αμερικάνικη ροκ αλλά αυτό που προσπάθησε να κάνει ήταν αυτό που ο ίδιος έχει παραδεχτεί ότι έκανε πρώτος ο Καζαντίδης.

«Πρέπει να είναι οπρώτος μεγάλος λαϊκός εκσυγχονιστής ο Στελλάρας. Έκανε τη συλλογική φαντασία προσωπική. Την ενσάρκωσε. Κάτι τέτοιο προσπάθησε να κάνω κι εγώ. Είμαι ένας Καζαντζίδης χωρίς φωνή» είχε πιε ο ίδιος.

Ο Σαββόπουλος γνώρισε τον Τζον Λένον και αντάλλαξαν μερικές κουβέντες στην Βουκουρεστίου. Έζησε μαζί με τον Μάνο Λοΐζο, φιλοξένησε στο Πήλιο τον Νίκο Παπάζογλου και έγινε η αιτία ο τελευταίος να γνωρίσει το κορίτσι που τον ενέπνευσε για τον «Αύγουστο», «έβγαλε» στη μουσική τον Βαγγέλη Γερμανό, έγραψε μουσική για τους Αχαρνής, έβαλε την Σωτηρία Μπέλλου να τραγουδήσει ροκ.

Περπάτησε πολλές φορές από τον Μαραθώνα ως την Αθήνα σε πορείες για την ειρήνη, όρμηξε στο ΑΧΕΠΑ να μάθει για την κατάσταση του Λαμπράκη λίγο μετά τη δολοφονία του, δούλεψε ως δημοσιογράφος, έπαιξε δίπλα στον Μάνο Χατζιδάκι, έζησε με πλαστά χαρτιά στο Παρίσι, έμεινε για λίγο στη Νέα Υόρκη, φυλακίστηκε δύο φορές το 1967.

Αγαπήθηκε και αμφισβητήθηκε

Ο Σαββόπουλος άλλαξε το ελληνικό τραγούδι, αγαπήθηκε όσο κανείς και αμφισβητήθηκε όσο κανείς. Κυρίως γιατί δεν μπήκε ποτέ σε στεγανά, σε κομματικές νεολαίες και δεν φοβήθηκε ποτέ να μην δυσαρεστήσει το κοινό του.

Ο Σαββόπουλος ενέπνευσε εκατοντάδες νέους μουσικούς, αλλά κυρίως έδωσε ρυθμό στον όνειρο χιλιάδων Ελλήνων. Το 1966 κυκλοφόρησε το «Φορτηγό» και από τότε κάθε δίσκος είναι και γεγονός. Καλλιτεχνικό αλλά και πολλές φορές πολιτικό.

Για εμάς τη γενιά του ’80 ο Σαββόπουλος είχε μια ανεξήγητη γοητεία. Πολύ πριν καταλάβουμε τι έγινε στο Πολυτεχνείο, πολύ πριν αναγνωρίσουμε τις κωμωδίες του Αριστοφάνη ξέραμε όλους τους στίχους από την «Συγκέντρωση της ΕΦΕΕ» και τους «Αχαρνής». Όπως ξέραμε και τον «Πολιτευτή», τον «Καραγκιόζη» και τη «Συννεφούλα».

Μεγαλώνοντας θαυμάσαμε την «Ωδή στο Καραϊσκάκη», τον «Μπάλλο», την «Παράγκα», το «Τσάμικο». Διαβάσαμε, συμφωνήσαμε και διαφωνήσαμε. Σταθήκαμε κριτικά απέναντι σε κινήσεις που έμοιαζαν έξω από τα νερά του. Σε πολλά πράγματα τον απομυθοποιήσαμε και τον καταλάβαμε εκ νέου. Αλλά δεν τον απορρίψαμε ποτέ.

Όταν βλέπεις το Διονύση Σαββόπουλο στη σκηνή σε συνεπαίρνει όπως κανείς άλλος. Παραμυθάς από τους λίγους, τραγουδοποιός με δική του υπογραφή όπως κανείς άλλος στην Ελλάδα. Είτε τον βλέπεις στο Μετρό, στο Μέγαρο Μουσικής, στο Καλλιμάρμαρο είτε με την Φιλαρμονική του Δήμου Αθηναίων να λέει τα Κάλαντα ξαφνικά μια παραμονή Πρωτοχρονιάς η γοητεία παραμένει η ίδια. Όπως και η ζήλια. Που δεν ζούσαμε το 1983 και δεν ήμασταν μαζί με τους υπόλοιπους 150.000 θεατές στην μαγική βραδιά που οργάνωσε για τα 20 χρόνια του στη μουσική στο ΟΑΚΑ. Χάσαμε τους κλόουν, τον Θανάση Βέγγο, το αερόστατο και έμειναν μόνο οι αναμνήσεις των γονιών μας να περιγράφουν μια από τις πιο χορταστικές και αναπάντεχες συναυλίες της νιότης τους.