Με την καταμέτρηση των ψήφων να μην έχει ολοκληρωθεί στις Πολιτείες που θα κρίνουν το ποιος θα είναι ο επόμενος ένοικος του Λευκού Οίκου, οι ΗΠΑ, αλλά και ολόκληρος ο κόσμος αναμετρώνται με τις ιδιαίτερα αντιφατικές δυναμικές αυτής της εκλογικής μάχης που έδειξε πόσο σύνθετη είναι η τελικά η αντιστοίχηση κοινωνικών τάσεων και πολιτικών συσχετισμών.

Οι προεκλογικές εκτιμήσεις, κατέτειναν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο σε μια κατίσχυση του Τζο Μπάιντεν. Είχε για αρκετό καιρό ένα σταθερό δημοσκοπικό προβάδισμα, συμπεριλαμβανομένων και προβαδισμάτων σε Πολιτείες που αποδείχτηκαν τελικά αμφίρροπες. Η πανδημία κυριαρχούσε στη δημόσια συζήτηση και υπήρχε σημαντική δυσαρέσκεια για τους χειρισμούς της ομοσπονδιακής κυβέρνησης αλλά και για την υποτίμηση του κινδύνου από τον ίδιο τον Αμερικανό πρόεδρο. Η οικονομία παρά την ανάκαμψη του τρίτου τριμήνου του 2020, απείχε ακόμη από τα επίπεδα ήταν πριν την πανδημία (όταν μάλιστα αποτελούσε και το «ισχυρό χαρτί» του Τραμπ πριν από την πανδημία). Το ζήτημα του ρατσισμού είχε επιστρέψει στη δημόσια συζήτηση με τον Ντόναλντ Τραμπ στα μάτια αρκετών να ταυτίζεται κυρίως με μια «λευκή» Αμερική που βέβαια αριθμητικά μειώνεται.

Η συνολική εικόνα του αμερικανού Προέδρου απείχε από αυτό που έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε εικόνα «διεθνούς ηγεσίας». Και βέβαια η πολύ μεγάλη μετάβαση προς την πρόωρη ψήφο και την επιστολική ψήφο, τροφοδοτημένη τόσο από το φόβο λόγω πανδημίας για την αυτοπρόσωπη ψήφο στα εκλογικά κέντρα όσο και από το πολύ πιο αυξημένο ενδιαφέρον για αυτή την πολωμένη εκλογή, έμοιαζε να τροφοδοτείται περισσότερο από Δημοκρατικούς ψηφοφόρους και από την επιθυμία απομάκρυνσης του αμερικανού προέδρου.

Παρ’ όλα αυτά, καταλήξαμε σε ένα εκλογικό αποτέλεσμα που παρότι φαίνεται να δίνει τη δυνατότητα μιας οριακής επικράτησης του Μπάιντεν, εντούτοις έδωσε περιθώριο στον Τραμπ να διεκδικεί ότι είναι ο νικητής, όπως φάνηκε και από την νυχτερινή του ομιλία.

Η σημασία των ζητημάτων που απασχόλησαν τους ψηφοφόρους

Η διάχυτη εικόνα ότι οι αμερικανικές εκλογές κρίνονται στην «επικοινωνία», η οποία συχνά στην Ευρώπη «αντιγράφεται» ως μια επένδυση στην αισθητική και τη γενικολογία, παραβλέπει ότι οι εκλογές στις ΗΠΑ κρίνονται συνήθως σε συγκεκριμένα ζητήματα που κυριαρχούν στην πολιτική συζήτηση. Μπορεί οι πραγματικές πολιτικές αποστάσεις των Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατικών να είναι σχετικά μικρές, εντούτοις συγκεκριμένα ζητήματα ορίζουν διαχωριστικές γραμμές.

Όμως, σε αυτές τις εκλογές προστέθηκε και ένα θέμα ακόμη. Οι εκλογές συνέπεσαν με δύο μεγάλες κρίσεις: μια πανδημία που έχει ήδη στοιχήσει τη ζωή σε 238.000 αμερικανούς και μια πολύ

μεγάλη οικονομική υποχώρηση στο πρώτο εξάμηνο, από την οποία ακόμη δεν έχει ακόμη ανακάμψει η Αμερική.

Παρότι μπορεί κανείς να υποθέσει ότι και τα δύο ζητήματα απασχολούν τους ανθρώπους το ίδιου, τα στοιχεία από τα exit poll δείχνουν ότι η Αμερική διχάστηκε ως προς την ιεράρχηση. Για μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος, ήταν κομβικό θέμα η πανδημία και η διαφαινόμενη κυβερνητική αποτυχία στη διαχείρισή του. Αυτό το κομμάτι σε μεγάλο βαθμό στήριξε τον Tζο Μπάιντεν. Όμως, ένα επίσης μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος θεώρησε ως πιο σημαντικό ζήτημα την οικονομία και αυτό το κομμάτι σε μεγάλο βαθμό στήριξη τον πρόεδρο Τραμπ. Στην ερώτηση τι είναι πιο σημαντικό.

Αυτό το στοιχείο είχε σημασία, εάν το συσχετίσουμε με ένα άλλο δεδομένο από τα exit poll, που ήταν το ερώτημα για το ποιο ήταν το πιο σημαντικό ζήτημα στις εκλογές: η οικονομία ήταν για το 35% των ψηφοφόρων, το 82% των οποίων ψήφισαν Τραμπ, ενώ το 17% θεώρησε πιο σημαντικό ζήτημα την πανδημία, των οποίων το 82% στήριξε Μπάιντεν. Αντίστοιχα, το ζήτημα του ρατσισμού ήταν κυρίαρχο για το 20% των ψηφοφόρων, εκ των οποίων το 91% ψήφισε τον Τραμπ.

Αντίστοιχα, έχει ενδιαφέρον ότι παρότι οι βασικές δημογραφικές τάσεις είναι ανάλογες, όλα δείχνουν ότι οι διαφορετικές προτεραιότητες ως προς το ποιο είναι το πιο σημαντικό ζήτημα σε αυτές τις εκλογές τέμνονται με τις δημογραφικές τάσεις. Για παράδειγμα παρότι ο Μπάιντεν κερδίζει την ψήφο των μειονοτήτων, έχει ενδιαφέρον ότι ο Τραμπ βελτίωσε τα ποσοστά του σε όλες τις μειονότητες, κάτι που σε ορισμένες περιπτώσεις

είχε και σημασία: π.χ. η ενίσχυσή του στους Ισπανόφωνους τον βοήθησε στην Φλόριντα. Μάλιστα η μόνη δημογραφική κατηγορία με σημαντική μείωση για τον Τραμπ είναι οι λευκοί άντρες, με τον Μπάιντεν να έχει κέρδη σε κατηγορίες όπως οι λευκοί ψηφοφόροι χωρίς πτυχίο, την ώρα που ο Τραμπ έχασε ένα μέρος της υποστήριξης στους πιο μεγάλης ηλικίας ψηφοφόρους.

Το κοινό του Τραμπ και η επένδυση του Μπάιντεν στη δυσαρέσκεια

Από πολλές απόψεις ο Ντόναλντ Τραμπ δεν ανήκει στο στερεότυπο του πολιτικού ηγέτη. Επιπλέον, σε αυτές τις εκλογές δεν είχε το ίδιο σαφές μήνυμα από την προηγούμενη εκλογική μάχη όπου επένδυσε σε συγκεκριμένες αιχμές που διαμόρφωσαν δυναμική νίκης σε κρίσιμες Πολιτείες. Θυμίζουμε ότι τότε είχε επενδύσει σε έναν ορισμένο εθνικισμό με έμφαση στην οικονομία (America First), στην αντιμεταναστευτική πολιτική και το τείχος στα σύνορα για να μπει φραγμός στη μετανάστευση, όπως και στην αλλαγή του Obamacare. Τώρα κυρίως είχε επενδύσει στο «ψηφίστε για να συνεχίσω να είμαι πρόεδρος και να μην έρθει ο Μπάιντεν και η Αριστερά». Αυτό το μήνυμα κινητοποίησε ένα μεγάλο αριθμό ψηφοφόρων, ιδίως στην τελική ευθεία, κάτι που φάνηκε και στο ότι το αποτέλεσμα τελικά ήταν αμφίρροπο, όμως δεν διαμόρφωσε μια δυναμική εξαρχής νίκης. Ο Τραμπ έχει το κοινό του, αυτό είναι ενθουσιώδες, είναι υπαρκτό ρεύμα, που τροφοδοτήθηκε και από την ευαγγελική θρησκευτική βάση, έδωσε εντυπωσιακές συγκεντρώσεις σε αρκετές Πολιτείες και αυτό φάνηκε στις κάλπες, ενώ ταυτόχρονα βοήθησε τους

Ρεπουμπλικάνους να έχουν ένα καλό αποτέλεσμα στη Γερουσία και δεν επέτρεψε στους Δημοκρατικούς να φέρουν μεγάλες αλλαγές στο δεδομένο συσχετισμό στο Κογκρέσο.

Όμως, αντίστοιχα ο Μπάιντεν δεν ήταν ο υποψήφιος που μπορούσε να διαμορφώσει ένα ρεύμα με χαρακτηριστικά πολιτικού ενθουσιασμού, ανάλογου π.χ. με αυτό που είχε π.χ. το 2008 ο Μπαράκ Ομπάμα, σε μια συγκυρία όπου μια Ρεπουμπλικανική οκταετία στο Λευκό Οίκο ολοκληρωνόταν με μια μεγάλη οικονομική κρίση. Σε μεγάλο βαθμό διεκδίκησε να είναι η λύση για όσους ψηφοφόρους δεν ήθελαν να επανεκλεγεί ο Ντόναλντ Τραμπ. Αυτό φάνηκε και σε μια προεκλογική εκστρατεία που επένδυσε στα σημεία ακριβώς πόλωσης, όπως το ρατσισμό ή την πανδημία, για να κερδίσει από τη δυσαρέσκεια, χωρίς όμως μεγάλες υποσχέσεις πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών. Μπορεί να φωτογραφήθηκε να γονατίζει, σε μια χειρονομία στήριξης στο Black Lives Matter, όπως και άλλοι Δημοκρατικοί πολιτικοί, όμως δεν έχει κάποια ιδιαίτερα συνεκτική πολιτική για το πώς θα ανατραπεί η πραγματικότητα ενός παγιωμένου ρατσισμού. Αντίστοιχα, μπορεί να μίλησε για την πανδημία και για την αποτυχημένη πολιτική του Τραμπ, αλλά δεν έχει κάποιο σχέδιο για να αποκτήσουν όντως οι ΗΠΑ ένα καθολικό δημόσιο σύστημα υγείας.

Η κληρονομιά της πόλωσης

Όποιος και εάν ο νικητής η κληρονομιά της πόλωσης θα είναι βαθιά στην Αμερική. Σε μια νίκη Μπάιντεν θα αποτυπωθεί και στο γεγονός η προεδρία του θα πρέπει να αντιμετωπίσει μια καθαρή Ρεπουμπλικανική πλειοψηφία. Αλλά ακόμη και μια νίκη Τραμπ

πάλι θα έχει να αντιμετωπίσει την εχθρότητα μεγάλου μέρους της κοινωνίας, όπως φάνηκε και το προηγούμενο διάστημα. Σε κάθε περίπτωση η Αμερική βγαίνει διαιρεμένη, δίνοντας περισσότερο την εικόνα ενός συνόλου όχι απαραίτητα συνεκτικών κοινωνικών δυναμικών και ιδεολογικών ρευμάτων, παρά μιας χώρας κινητοποιείται γύρω από ένα κοινό όραμα. Το γεγονός ότι αυτή η χώρα είναι ταυτόχρονα μια υπερδύναμη με καθοριστικό ρόλο στα παγκόσμια πράγματα, διαμορφώνει, όποιος και εάν είναι ο νικητής, το ενδεχόμενο κυρίως η διεθνής της παρουσία να έχει περισσότερο τη μορφή της εξαγωγής των αντιφάσεών της, παρά της ηγεσίας.