Σε μια χρονιά γεμάτη δυσάρεστα μαθήματα, η Ελλάδα καλείται να αναπροσαρμόσει τη στρατηγική της, προκειμένου να δει την οικονομία της να επιστρέφει σε αναπτυξιακή πορεία. Πλέον έχει γίνει επώδυνα σαφές ότι ο τουρισμός και η παροχή υπηρεσιών, το μοντέλο στο οποίο εν πολλοίς στηριζόταν ως τώρα η οικονομία της χώρας, έχει πάψει να είναι αποδοτικό – ή ακόμη και βιώσιμο.

Μόνη λύση, για ακόμη μια φορά, η προσέλκυση μεγάλων επενδύσεων, και ιδιαιτέρως απευθείας ξένων επενδύσεων που εισάγουν καινούργια κεφάλαια στη χώρα, αλλά και η στροφή στη βιομηχανία και τις ευρύτερες παραγωγικές δραστηριότητες που ενισχύουν καθοριστικά το ΑΕΠ και την απασχόληση.

Ο ελληνικός μεταλλευτικός πλούτος

Δεδομένου του πλούσιου σε ορυκτά ελληνικού υπεδάφους, δεν θα πρέπει να μας ξαφνιάζει το γεγονός ότι ο μεταλλευτικός κλάδος αποτέλεσε έναν από τους κυριότερους μοχλούς ανάπτυξης κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Σε μια περίοδο που σημαδεύτηκε από εκατομμύρια απολύσεις σε όλο τον κόσμο, ο κλάδος κατόρθωσε να διατηρήσει τις θέσεις εργασίας του και να παράγει αξία, ενισχύοντας την εθνική και τοπική οικονομία.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, ο δείκτης του κλάδου των λοιπών ορυχείων και των λατομείων σημείωσε τον Ιούλιο του 2013 τη μεγαλύτερη αύξηση (21,3%) σε σχέση με τον Ιούνιο του 2020, συμβάλλοντας σημαντικά στη συνολική ανάκαμψη της βιομηχανικής παραγωγής της χώρας κατά 3,9% κατά την ίδια περίοδο. Με το ΔΝΤ να έχει προχωρήσει σε εφιαλτικές προβλέψεις για την Ελλάδα, εκτιμώντας ότι το δημόσιο χρέος θα αγγίξει για φέτος ακόμη και το 205,2% του ΑΕΠ, επιδόσεις όπως αυτές δείχνουν το δρόμο για τις μελλοντικές επενδύσεις.

Ένα έργο που πρέπει να ολοκληρωθεί

Πριν, όμως, η χώρα μας επιδιώξει να προσελκύσει νέες επενδύσεις, θα πρέπει να προχωρήσουν οι προηγούμενες που σε πολλές περιπτώσεις παραμένουν ημιτελείς. Ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι εκείνο της Ελληνικός Χρυσός, μιας εταιρείας που συμβάλλει σημαντικά στα έσοδα του ελληνικού κράτους, παρά το γεγονός ότι η επένδυσή της δεν έχει προχωρήσει ακόμη στην πλήρη ανάπτυξή της.

Από τα τρία μεταλλεία της Ελληνικός Χρυσός, μέχρι στιγμής ενεργά είναι εκείνα της Ολυμπιάδας και του Στρατωνίου-Μαύρων Πετρών, τα οποία έχουν εκσυγχρονιστεί από την εταιρεία και αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε φάση παραγωγής. Παράλληλα, οι κατασκευαστικές εργασίες στο έργο των Σκουριών, που βρίσκεται σε καθεστώς συντήρησης, έχουν ολοκληρωθεί στο 50%.

Ακόμη και υπό αυτές τις συνθήκες, η επένδυση της Ελληνικός Χρυσός, η οποία ήδη έχει ξεπεράσει το $1 δισ., έχει αποφέρει εξαιρετικά σημαντικά κέρδη στην ελληνική οικονομία. Συγκεκριμένα, τα έσοδα του ελληνικού κράτους από την εταιρεία άγγιξαν τα €375 δισ., ενώ οι εξαγωγές έφτασαν τα €747 εκατ. Η εταιρεία έχει καταβάλει €348 εκατ. σε μισθούς επιδόματα και εργοδοτικές εισφορές, €892 εκατ. σε Έλληνες προμηθευτές (τα €130 σε τοπικούς εργολάβους και προμηθευτές) και περισσότερα από €20 εκατ. σε έργα υποδομής και δράσεις για την παιδεία, τον πολιτισμό, τον αθλητισμό και το περιβάλλον. Η συμβολή της είναι εξαιρετικά σημαντική και για την τοπική κοινωνία στην οποία δραστηριοποιείται, αφού εκτός από τις δράσεις εταιρικής κοινωνικής ευθύνης αξίζει να αναφερθεί ότι 9 στους 10 από τους 1.650 εργαζομένους που απασχολεί προέρχονται από τον Δήμο Αριστοτέλη.

Μόνο αν επιτρέψει σε τέτοιου είδους επενδύσεις να προχωρήσουν, ιδιαιτέρως σε μια περίοδο κατά την οποία τα μεταλλεύματα αναδεικνύονται σε πολύτιμη πρώτη ύλη, αφού είναι αναγκαία και για την παραγωγή φαρμάκων και ιατρικού εξοπλισμού, η Ελλάδα θα κατορθώσει να επιστρέψει σε τροχιά ανάπτυξης.