Δεν ήταν νύχτα. Το ρολόι του Φόρου στο κέντρο της Ζακύνθου είχε πριν λίγο σημάνει 9 το πρωί, όταν η τρομερή βοή, η ανθρώπινη αναταραχή και η αίσθηση του θανάτου έκαναν τον χρόνο να χαθεί. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Μια άγρια σεισμική δόνηση μεγέθους 6,4 Ρίχτερ είχε μόλις χτυπήσει τα Επτάνησα εκείνο το πρωινό της 9ης Αυγούστου του 1953. Ολοι τρόμαξαν – κανείς, όμως, δεν μπορούσε να φανταστεί αυτό που θα ακολουθούσε: Για 45 ώρες επικράτησε ησυχία, οι περισσότεροι είχαν ήδη πιστέψει ότι το κακό πέρασε, όταν τα ξημερώματα της 11ης Αυγούστου ο Εγκέλαδος επέστρεψε και πάλι, ακόμη πιο  θυμωμένος: 6,8 Ρίχτερ ανατολικά της Ζακύνθου. Και εξακολούθησε την επόμενη ημέρα με ολοκληρωτική καταστροφή: 7,2 Ρίχτερ με επίκεντρο την Κεφαλονιά. Τα Επτάνησα βρίσκονταν στη δίνη ενός φαινομένου τρομερού ακόμη και για τα παγκόσμια δεδομένα, μιας τραγωδίας που άλλαξε για πάντα τη ροή της ζωής σε αυτά τα νησιά. Η Ζάκυνθος, η Κεφαλονιά και η Ιθάκη ισοπεδώθηκαν. Θρήνησαν 455 νεκρούς και 21 αγνοούμενους, ενώ οι τραυματίες ξεπέρασαν τους 2.400. Βράχοι έπεφταν στη θάλασσα, πτώματα γέμιζαν τους δρόμους, πυρκαγιές έκαιγαν επί τρεις μέρες κορυφώνοντας την απόγνωση του πληθυσμού.

ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΤΕΚΜΗΡΙΟ. Αυτές τις σκηνές αλλοφροσύνης που εκτυλίχθηκαν και στη Ζάκυνθο, διέσωσε ατόφιες μέσα από μια ιστορική επιστολή του ο Νικόλαος Βαρβιάνης, μέλος ευγενούς οικογένειας του νησιού με ρίζες στην Ενετοκρατία. Είναι μια επιστολή – μοναδικό ντοκουμέντο από την εποχή εκείνη που βλέπει σήμερα για πρώτη φορά, 67 χρόνια μετά, το φως της δημοσιότητας. Σε αυτήν ο Βαρβιάνης περιγράφει το πώς κατάφερε να διασώσει μέσα από τα ερείπια σπάνια πολιτιστικά αγαθά του νησιού: τα χειρόγραφα του Διονυσίου Σολωμού από το καιόμενο Μουσείο της Ζακύνθου,  μοναδικές τοιχογραφίες του 16ου αιώνα, ενετικές πινακίδες και χρυσοποίκιλτα έργα τέχνης, αγάλματα, τον κατάλογο των ορκισθέντων Φιλικών στη Ζάκυνθο αλλά και φωτογραφικές αποτυπώσεις των ερειπωμένων πλέον οικιών του ποιητή Ούγου Φώσκολου και του Γρηγορίου Ξενόπουλου, σκαλίσματα αιώνων από ιστορικούς ναούς και αρχειακό υλικό ηλικίας άνω των 200 ετών.

Η επιστολή αποτελεί ένα μοναδικό τεκμήριο καθώς περιγράφει, παράλληλα, τους ανεκτίμητους θησαυρούς της Ζακύνθου που χάθηκαν για πάντα. Μέσα σε 13 σελίδες ρυζόχαρτου, τυπωμένες με μια γραφομηχανή της δεκαετίας του ’50, αναβιώνουν ταυτόχρονα βαθιά ανθρώπινες στιγμές, ο ανείπωτος πόνος που πότισε τα νησιά και η δίψα για να κρατηθεί ζωντανό ό,τι απέμεινε, έστω και λαβωμένο, από την άνθησή τους.

«ΣΕΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΙ». Μετά από μια περιπετειώδη πορεία, η επιστολή αυτή, μία από τις συνολικά πέντε, που απηύθυνε ο Νικόλαος Βαρβιάνης ως έκκληση για βοήθεια στην Ακαδημία Αθηνών, κατέληξε στα χέρια του διακεκριμένου σεισμολόγου Γεράσιμου Παπαδόπουλου. «Στην επιστήμη της σεισμολογίας μαθαίνουμε πάρα πολλά από το παρελθόν», λέει ο κ. Παπαδόπουλος εξηγώντας το γιατί ενδιαφέρθηκε να αποκτήσει τη συγκεκριμένη επιστολή.

«Στην ουσία οι εκτιμήσεις που κάνουμε για τη μελλοντική σεισμική δραστηριότητα δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια προβολή του παρελθόντος στο μέλλον, άρα η γνώση του παρελθόντος είναι εξαιρετικά χρήσιμη. Από την άλλη πλευρά, με έχει απασχολήσει πολύ αυτό που εγώ ονομάζω «σεισμοί και πολιτισμοί». Εδώ έχουμε ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα: το 1953 είχαμε μια σειρά σεισμών η οποία δεν κατέστρεψε μόνο τις πόλεις, τα χωριά και τους ανθρώπους αλλά και ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της πολιτιστικής κληρονομιάς τους, ουσιαστικά άλλαξε τη φυσιογνωμία τους. Οι σεισμοί καταστρέφουν αρχαιολογικούς χώρους, εκθέματα μουσείων, αρχεία όπως συνέβη και το 1953 στη Ζάκυνθο. Ταυτόχρονα, όμως, πρέπει να πούμε ότι οι σεισμοί δεν καταστρέφουν μόνο πολιτισμούς αλλά παράγουν κιόλας πολιτισμό – εκπληκτικά ποιήματα και λαϊκούς θρήνους, λογοτεχνήματα, ζωγραφιές, καλλιγραφίες και φωτογραφικά άλμπουμ που φτιάχτηκαν μετά από σεισμικά γεγονότα και έμειναν διαχρονικά. Αυτό είναι το κίνητρό μου για να συλλέγω ό,τι έχει σχέση με το παρελθόν των σεισμών».

Την επιστολή αυτή σήμερα παρουσιάζουν «ΤΑ ΝΕΑ».

«Με μόνον προσπάθεια κάτι να περισώσουμε και να το παραδώσουμε εις την ιστορίαν του μέλλοντος

«Με τον αφιχθέντα υπουργόν Παιδείας κ. Καλλίαν μετέβημεν εις το αγρόκτημά μου προς παρατήρισιν των, εκεί φυλασσομένων και διασωθέντων υπ’ εμού κατά τας πρώτας ημέρας της τραγωδίας της πόλεώς μας, ανεκτίμητων χειρογράφων του εθνικού μας ποιητού Διονυσίου Σολωμού», γράφει τον Δεκέμβριο του 1953 προς στην Ακαδημία Αθηνών ο Νικόλαος Βαρβιάνης. Τα πολύτιμα χειρόγραφα που άφησε πίσω του ο Διονύσιος Σολωμός όταν έκλεισε τα μάτια του στις 8 Φεβρουαρίου του 1857 φυλάσσονταν στο Μέγαρο της Αγγλικής Τεκτονικής Στοάς, το οποίο είχε πλέον καταρρεύσει.

Ηταν η 3η Δεκεμβρίου του 1953, όταν, συνεχίζει ο Βαρβιάνης, «διεπίστωσα καπνούς εκ των ερειπίων να λιβανίζουν την φρίκην μετά τόσον καιρόν και βροχάς εις τη συνοικία του Αγίου Παύλου…». Φαρμακοποιός στο επάγγελμα αλλά με έντονες πνευματικές και καλλιτεχνικές ευαισθησίες, καταγόμενος από οικογένεια καταχωρισμένη στη Χρυσή Βίβλο των Ευγενών, μία από τις 90 πρώτες που έφτασαν από τη Βενετία, ο Βαρβιάνης διηγείται στην Ακαδημία Αθηνών ότι εχθροί στο έργο της διάσωσης δεν ήταν μόνο οι φλόγες, οι σεισμοί και η βροχή, αλλά και ένα «τρομερό ρεύμα μετασεισμικής καταστροφής» από εργολάβους και τεχνικούς, οι οποίοι «παραβλέποντες κάθε τι, τα πάντα ισοπεδώνουν», δημόσιους κήπους, δενδροστοιχίες, φοίνικες, πεζοδρόμια, ακόμη και ιστορικά κτίρια «προς εξοικονόμηση χώρου και προς απλή λήψη υλικών προς σκυρόστρωσιν με συνέπεια την εξάλειψιν και των ελαχίστων ιχνών και λειψάνων των καλλιτεχνικών και ιστορικών μνημείων και μεγάρων» της πόλης. Οι εργολάβοι φορτώνουν, όπως διηγείται, σκαλισμένους λίθους από καλλιτεχνικές προσόψεις ναών και μοναδικών μνημείων που θα μπορούσαν να αναστηλωθούν ενώ οι μπουλντόζες θρυμματίζουν τα πάντα, ακόμη και την άθικτη λίθινη σκάλα «του Ενεχυροδανειστηρίου όπου παλαιότατα συνεδρίαζαν επί Ενετοκρατίας οι ευγενείς (Il consiglio dei nobili)», καταστροφή που απέτρεψε ο ίδιος διαμαρτυρόμενος.

Από αυτό το «κύμα ισοπεδώσεως των πάντων» ο Βαρβιάνης κατορθώνει να περισώσει αρκετά: Ανάμεσά τους τον πρωτότυπο «κατάλογο των ορκισθέντων Φιλικών εις τον Ναό του Αγίου Γεωργίου του Λατίνου όπου εμυήθησαν από τον μέγα πατριώτη Διονύσιο Ρώμα κατά το 1819-1822». Ο κατάλογος αυτός βρίσκεται ακόμη στο εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου στη Ζάκυνθο, μαζί με την εικόνα στην οποία ορκίστηκαν οι Φιλικοί, και περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τα ονόματα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, του Νικηταρά και του Αναγνωσταρά.

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΕΙΜΗΛΙΑ. Με τη βοήθεια συνεργείου o ίδιος, σε συνεργασία με τις Αρχές, κατορθώνει να συγκεντρώσει, επίσης, ιστορικές πινακίδες, όπως «την προμετωπίδα του κατερειπωθέντος Νοσοκομείου του Ο.Δ.Α.Σ» με την ευαγγελικη φράση «Ορφανοίς και ασθενέσι, Ζακύνθιοι, εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των ελαχίστων εμοί εποιήσατε»», πινακίδα που τοποθετήθηκε «υπό του ενετού προβλεπτού Κορνέλ τον 17ο αιώνα, διατάξαντος εκεί την συγκέντρωσιν των ορφανών και ασθενών έναντι της ιστορικής εκκλησίας Santa Maria Delle Gracie».

Και μαζί με αυτήν αγάλματα και προτομές σπάνιας καλλιτεχνικής αξίας, κιονόκρανα από το άλλοτε επιβλητικό Δημοτικό Θέατρο, μεγαλοπρεπείς κολόνες από ιστορικά μέγαρα και κομμάτια από τις προσόψεις τους ώστε να συγκολλήσουν ξανά, περίτεχνα κιγκλιδώματα και σπάνια έγγραφα. Μετά από συνεννόηση με τον βιβλιόφιλο Ζακυνθινό Δ. Κλαυδιανό, ο οποίος νοσηλεύεται τραυματισμένος από τον σεισμό στην Αθήνα, ο Βαρβιάνης ξεκινά διήμερη ανασκαφή στα ερείπια του σπιτιού του και τελικά γεμίζει «έξι σάκους την μία ημέρα και τέσσερις την άλλη» με έντυπα, φυλλάδια και σειρές παλαιών εφημερίδων και περιοδικών που συνέλεγε επί χρόνια ο Κλαυδιανός.

Σε αυτά περιλαμβάνονται τεύχη του 19ου αιώνα από τα έντυπα «Μούσσαι», «Ελπίς», «Φρουρός», «Ζακυνθινή Φωνή», «Νέο Φως» και άλλα. Ολα τους θα μεταφερθούν στο Δημοτικό Σχολείο της Αμμου για αποξήρανση και μαζί τους το διασωθέν «Λεξικό της Ζακύνθου» του ιστοριοδίφη Λεωνίδα Ζώη, διευθυντή του περίφημου Αρχειονομείου, μια μοναδική δουλειά που εκδόθηκε το 1898. Από τα χέρια του Ζώη θα σωθεί επίσης, η «πρώτη ιστορία της Ζακύνθου», γραμμένη από τον καθολικό Μπαλτάσαρ Μαρία Ρεμοντίνι που είχε τοποθετηθεί επίσκοπος Ζακύνθου το 1736.

ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΥΤΟΘΥΣΙΑΣ. Είναι συγκινητικές, όμως, παράλληλα οι περιγραφές που δίνει ο Βαρβιάνης σε σχέση με τους Ζακυνθινούς, εικόνες που αποτυπώνουν με μοναδικό τρόπο το κλίμα των ημερών. Ο λαός, διηγείται, παρά τη σφοδρότητα των σεισμικών δονήσεων, τα ερείπια και την πρωτοφανή πυρκαγιά, επέδειξε ευψυχία και ψυχραιμία ενώ δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις αυτοθυσίας, μερικές από τις οποίες παραθέτει. «Η Νικολαΐς Τσιροπούλου» γράφει ενδεικτικά «ηρνήθη να εγκαταλείψει την κατάκοιτον εξ ημιπληγίας μητέρα της μη δεχθείσα να ακολουθήσει τους προσδραμόντας προς διάσωσίν της εθελοντάς οι οποίοι ανήλθον διά σχοινίων εκ των παραθύρων της καμένης οικίας της, όταν αντελήφθη ότι η μεταφορά της μητρός της ήτο αδύνατος ελλείψει τρόπου διακομιδής της. Αμφότεραι εκάησαν ζώσαι». Επίσης, «ο Νικόλαος Κομούτος βοηθούμενος υπό του Ευσταθίου Πομόνη μετέφερε εις τον ώμον του διά των κατακρημνιζομένων ερειπίων τους τροφίμους του γηροκομείου καθώς και άλλους γέροντας όπου τους εξασφάλισε εις τον κήπο του Μεγάρου του».

ΑΝΕΚΤΙΜΗΤΟΣ ΘΗΣΑΥΡΟΣ. Ως προς τα εθνικά κειμήλια και τους πολιτιστικούς θησαυρούς που κατορθώθηκε να διασωθούν τις τραγικές εκείνες ημέρες ο Βαρβιάνης, ο οποίος αργότερα τιμήθηκε για την προσφορά του, αναφέρει πως μεταξύ άλλων, συγκεντρώθηκαν περισσότερες από 750 εικόνες εξαιρετικής τέχνης και αξιόλογα ξυλόγλυπτα τέμπλα από τον πληγωμένο ναό του Αγίου Διονυσίου, αποτοιχίστηκαν παρά τις δυσμενείς συνθήκες 40 τ.μ. τοιχογραφίες μεταβυζαντινής και κρητικής τέχνης του 16ου και του 17ου αιώνα, κάποιες εκ των οποίων αποκαλύφθηκαν μετασεισμικώς από την αποσβέστωση των τοίχων σε ιστορικές εκκλησίες. Εσωσαν, επίσης, εκπληκτικές εικόνες της Επτανησιακής Σχολής, μεταξύ των οποίων την «Αμόλυντο» του Εμμανουήλ Τζάνε και τη «Γέννηση της Θεοτόκου» του Νικόλαου Δοξαρά, χρυσοποίκιλτα σκαλίσματα, ορειχάλκινα μανουάλια που δεν ξαναφτιάχνονται πια.

Και πολλά άλλα πέρασαν για πάντα στην αφάνεια: «Λεπτομερής προσωπική μου έρευνα εις τα ερείπια της Δημοσίας Βιβλιοθήκης, ουδέν απέφερε από τον ανεκτίμητο αυτόν πνευματικόν θησαυρό, αριθμούντα 20.000 τόμους βιβλίων και 5.000 αταξινόμητων» γράφει ο συγγραφέας της επιστολής, αναφέροντας ενδεικτικά τη Θεία Κωμωδία του Δάντη, εκδοθείσα το 1491 από τον οίκο Gutenbergis Venetia που περιελάμβανε θαυμάσιους ξυλογραφικούς πίνακες, εκδόσεις του 16ου και του 17ου αιώνα, χειρόγραφα του Λόρδου Βύρωνα, του Γλάδστωνος, του Μάρκου Μπότσαρη, του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη αλλά και όλη την αλληλογραφία του Αγώνος, έγγραφα του Καποδίστρια, τον Χάρτη του Ρήγα, χειρόγραφα του Ούγγου Φωσκόλου και πολλά άλλα. Σώθηκαν μόνο μερικοί τόμοι της Εγκυκλοπαίδειας για το Παγκόσμιο Θέατρο εκδόσεως 1812, κάποια βιβλία για τον Ιπποκράτη ίδιας χρονολογίας και για την κλασική ποίηση εκδόσεως 1817.

Τα υπόλοιπα ήταν υπεράνω των δυνάμεών τους. Το αναγνωρίζει και ο ίδιος ο Βαρβιάνης γράφοντας: «Εις το κύλισμα του ατέρμονος και ακαταλύτου χρόνου ήτο μοιραίο εις την ιδικήν μας γενεάν να ζήσει εις μίαν ιστορικήν κρίσιμον καμπή της ωραίας και χιλιοτραγουδισμένης νήσου μας. Ητο γραμμένον από τη Μοίρα η ιδική μας γενεά που έζησε εις το τελευταίον παρελθόν της, αφού εστάθη ευβλαβής φρουρός των οσίων και των παραδόσεων των απτέρων της να ζήσει εις μίαν ιστορικήν στροφήν της ιστορίας της, την τραγικότερην, την θλιβερότερην». Και καταλήγει: «Εις την άνισην αυτήν πάλιν μεταξύ ανθρώπου και στοιχείων της φύσεως από καθήκον εκινήθημεν και με μόνον προσπάθεια κάτι να περισώσουμε και να το παραδώσουμε εις την ιστορίαν του μέλλοντος…».