Ενας από τους «χρυσούς» κανόνες της Χρηματοοικονομικής λέει ότι το πρώτο πράγμα που πρέπει να εξασφαλίσεις σε περίπτωση ύφεσης, είναι η ρευστότητα.

Σήμερα, μέσα σε αυτή την πρωτοφανή πανδημία, η ρευστότητα παγιδεύτηκε από το lockdown επιχειρήσεων και νοικοκυριών και πλέον δεν φτάνει για να στηρίξει την παραγωγή, την απασχόληση, τα κρατικά έσοδα κ.λπ. Η άντληση νέας ρευστότητας είναι περισσότερο αναγκαία από ποτέ, για να δοθούν ανάσες στην οικονομία, μέχρι να βγει από το αδιέξοδο. Ποιες είναι, όμως, οι πηγές από τις οποίες θα αντληθεί; Η αλήθεια είναι ότι η παγκόσμια κοινότητα ενεργοποιήθηκε άμεσα, επιστρατεύοντας παλιά και νέα εργαλεία και δρομολογώντας πρόσθετη ρευστότητα που ίσως να ξεπερνά τα 10 τρισεκατομμύρια δολάρια.

Αλλά ας περιοριστούμε στις εξελίξεις που μας αφορούν.

Η δική μας κυβέρνηση διαχειρίστηκε αποτελεσματικά το υγειονομικό μέρος της κρίσης, βάζοντας σε καραντίνα μεγάλο μέρος της οικονομίας μας. Παράλληλα, δρομολόγησε προγράμματα στήριξης εργαζομένων και επιχειρήσεων, που σήμερα φτάνουν τα 24 δισ. ευρώ, αλλά ίσως να ξεπεράσουν τα 30 δισ. μέχρι να επανέλθουμε στην κανονικότητα. Για τα δικά μας δεδομένα, τα ποσά αυτά προκαλούν ίλιγγο. Φτάνουν το 10%-15% του ΑΕΠ, σε μια χρονιά που η ύφεση δεν αποκλείεται να φτάσει το -10%!

Ευτυχώς, όμως, υπάρχει η ΕΕ που σε αυτή την περίσταση ξεπέρασε σε μεγάλο βαθμό την ατολμία της και θυμήθηκε ξανά την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Από εκεί θα αντλήσουμε το μεγαλύτερο μέρος της ρευστότητας που χρειαζόμαστε:

Περίπου 12-14 δισ. από το Πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης, τουλάχιστον 10 δισ. από το Ταμείο Ανάκαμψης, 5-6 δισ. από το ΕΣΠΑ, κάπου 2 δισ. από το SURE κ.λπ. Τέλος, θα έχουμε την ευχέρεια άντλησης μέχρι 4 δισ. από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Στήριξης (ESM), στο πλαίσιο κάποιας «πιστωτικής γραμμής στήριξης».

Πέρα όμως από όλα τα πιο πάνω, θα χρειαστεί να αντλήσουμε πόρους για την εξυπηρέτηση του κρατικού χρέους, την υστέρηση των εσόδων, την κάλυψη των αναγκών που προκύπτουν από ετεροχρονισμούς στις εισροές – εκροές κλπ. Αυτά τα ποσά θα τα αναζητήσουμε στις αγορές, όπου η συγκυρία των πολύ χαμηλών επιτοκίων είναι ευνοϊκή παρά την τρέχουσα βαθιά ύφεση. Συγκεκριμένα, το κόστος δανεισμού μας για 10 χρόνια έπεσε χθες κάτω από το 1,9% ως αποτέλεσμα της συμφωνίας Μακρόν – Μέρκελ, η οποία σηματοδότησε την αμοιβαιοποίηση χρέους για πρώτη φορά στα χρονικά της ΕΕ. Αν μάλιστα έλθουν «καλά νέα» από το υγειονομικό μέτωπο (φάρμακα, εμβόλιο) θα μπορούμε να δανειζόμαστε με κόστος μικρότερο του 1%. Ολα δείχνουν ότι οι αγορές μας βλέπουν θετικά και γι’ αυτό θα μας δανείσουν με καλούς όρους. Εκτός απροόπτου, μπορούμε να υπολογίζουμε σε 5-6 ακόμη δισ. ευρώ από τις εκδόσεις ομολόγων μέσα στο 2020. Τέλος, τα Εντοκα Γραμμάτια θα εξακολουθήσουν να χρησιμοποιούνται εντατικά για να καλύψουν τις βραχυπρόθεσμες ανάγκες του κράτους, προσφέροντας παράλληλα λύσεις και στις τράπεζες.

Συμπερασματικά, όλα δείχνουν ότι, με την ΕΕ μεγάλο αρωγό, θα καταφέρουμε να αντλήσουμε τη ρευστότητα που χρειαζόμαστε και να αντιμετωπίσουμε επαρκώς τη μεγάλη ύφεση που προέκυψε τόσο απρόσμενα, διακόπτοντας τη δρομολογημένη πορεία μας προς την ανάπτυξη.

Ο Μιχάλης Γκλεζάκος είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικής