Στην κλασσική ελληνική αρχαιότητα οι αναπεπταμένοι δημόσιοι χώροι, όπως σήμερα οι πλατείες, είχαν τη δική τους ιστορία. Είχαν μια εμβληματική ονομασία: Η «αγορά». Από το ρήμα αγορεύω, δηλαδή μιλάω και κατ’ επέκτασιν συζητώ, για όλα τα κοινωνικά θέματα, γιατί όχι για τη διαμόρφωση του πολιτισμού.

Ένας περίπατος, στην αρχαία αθηναϊκή αγορά δεν θα κούραζε, γιατί απέχει μερικές εκατοντάδες μέτρα από τα αμέτρητα φαγάδικα της Πλάκας με την κνίσα, από τα σουβλάκια, τους γύρους και τα κοκορέτσια, τις πίτες και τα λοιπά τερψιλαρίγγια της «βαρειάς ελληνικής βιομηχανίας» που ονομάζεται τουρισμός.

Το πώς η γοητευτική ονομασία των περιηγήσεων, δηλαδή του τουρισμού  ανακατεύτηκε στις μέρες μας, με τα τσίπουρο-ούζο-«μεζεδοπωλεία» και λοιπά… ευαγή ιδρύματα, όπως ξενυχτάδικα, με τις μπόμπες για τους «ανεβασμένους» ή άλλως πώς «είμαι στα χάι μου», ένας Θεός ξέρει…

Οι πλατείες μας με τα «τραπεζάκια έξω» δεν έχουν καμμία σχέση, ούτε με την αθηναϊκή ούτε με τη ρωμαϊκή αγορά των Αθηνών. Συνειρμικά μας μεταφέρουν στο φιλμ του Νίκου Παναγιωτόπουλου (1978), με την υπέροχη ερμηνεία των Βασίλη Διαμαντόπουλου, Όλγας Καρλάτου και Δημήτρη Πουλικάκου και με τον τίτλο «Οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας».

Φυσικά, υπάρχουν στις ίδιες αυτές πλατείες οι κοινωνικές εξαιρέσεις. Όπως, ευπρεπέστατοι χώροι εστίασης, με γοητευτικούς ακάλυπτους εσωτερικούς χώρους και διακριτική μουσική ρέμβη. Και φυσικά, με την απαγόρευση του καπνίσματος, που μετέτρεψε το ομαδικό τοξικό «θεριακλήκι» σε άνετη φιλική ατμόσφαιρα. Τέρμα λοιπόν στους τεκέδες της νικοτίνης. Δεν ισχύει όμως το ίδιο, με τις καφετέριες και τα μπαρ, στις πλατείες με τα «τραπεζάκια έξω».

Τραπεζάκια έξω

Αυτές ακριβώς, οι πλατείες έρχονται πρώτες:

  • Στον ημερήσιο τζίρο, στις ημερήσιες εισπράξεις, ακόμη και σε σύγκριση με τα πολυσύχναστα εμπορικά κέντρα.
  • Στην προσέλκυση της πλειονότητας ενός νεανικού δυναμικού, στις ηλικίες 18 και άνω. Και όχι μόνον σε περιόδους διακοπών, αλλά σε καθημερινή βάση για τα καλομαθημένα τέκνα γονέων με φουσκωτό πορτοφόλι και όχι φυσικά για τους γόνους οικογενειών που βιοπαλαίων. Εδώ έρχονται γάντι οι στίχοι με τη μουσική του Διονύση Σαββόπουλου:

Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας

ποτέ δεν λένε την αλήθεια

ο κόσμος υποφέρει και πονά

μα εσείς τα ίδια παραμύθια.

Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας

είναι πολύ ζαχαρωμένα

ταιριάζουν για σοκολατόπαιδα

μα δεν ταιριάζουνε για μένα…

(Για τους κιθαρωδούς θυμίζω, ότι το τραγούδι αυτό υπακούει στις συγχορδίες ρε μινόρε-λα σέτιμο-σολ μινόρε-φα ματζόρε).

Γάντι πέφτει στην κατάσταση αυτή και το σατιρο-σαρκαστικό τραγούδι σε στίχους και μουσική του ασύγκριτου μακαρίτη Λουκιανού Κηλαηδόνη:

Τζιν τζιν τζιν πώς του παν καλέ τα τζιν (…)

μπλε μπλε μπλε πώς του παν καλέ τα μπλε

πώς του παν τα μπλε τα μωβ τα θαλασσιά

φαν φαν φαν, πώς του πάνε τα μπουφάν

νου νου νου νου νου νου βρε τι κάνει το Νουνού…

Θυμίζω μάλιστα, ότι η ατέλειωτη σειρά παρόμοιων τραγουδιών είχε ιδιαιτέρως ενοχλήσει τον αείμνηστο ευγενικό πρωθυπουργό Γεώργιο Ράλλη, που κάποτε ανεφώνιζε: «Ποιος επιτέλους είναι αυτός ο κύγιος Κελαηδόνης »…

Η γιατρειά του άλλου ιού…

Αντιπαρέρχομαι λοιπόν, με έκδηλη διάθεση ευθυμίας και όχι αντιπαλότητας, τους καβγάδες, για την πρόσφατη «μάχη των πλατειών».

Μια μορφή νεοφανούς και περαστικού ιού είναι και τα «Πλατειακά» της Αγίας Παρασκευής, της Νέας Σμύρνης ή της Θεσσαλονίκης και βάλε, με τους επαναστάτες των κουτιών της μπύρας και τους αγκιτάτορες μιας… «επανάστασης χωρίς αιτία», που τους υποδαυλίζει.

Το ίδιο νεοφανής ιός είναι και οι κόντρες με τα «μοτόρια», τις μοτοσυκλέτες, στην παραλιακή λεωφόρο Σουνίου. Έπεσαν τσουχτερά πρόστιμα, κατασχέσεις διπλωμάτων, αδειών κυκλοφορίας και πινακίδων. Και… «κάθε κατεργάρης στον πάγκο του»…

Υπάρχει άραγε γιατρειά; Υπάρχει, αλλά το «Σύστημα» τη φοβάται. Την αποφεύγει. Για να μη χαλάσει την πιάτσα. Μα ποια θεραπεία είναι αυτή;

Απλούστατα: Η δωρεάν μεταφορά με τα λεωφορεία των ΚΤΕΛ, όλων αυτών των πρωταγωνιστών του ποικίλου ελληνικού χαβαλέ, στους παραμεθόριους με την Αλβανία οπωρώνες και τα καταπράσινα περιβόλια της Ηπείρου και της Μακεδονίας μας. Για ν’ ανασκουμπωθούν φιλικά μαζί με τους Αλβανούς γείτονές μας εργάτες, να μαζέψουν το χρυσάφι των ελληνικών φρούτων και λαχανικών.

Να αμειφθούν καλά για το μεροκάματό τους. Να πάρουν τον καθαρό αέρα της ελληνικής φύσης. Να ιδρώσουν. Ν’ αποβάλουν κάποια περιττά λίπη, από το καθησιό στην αστική «εύφορη κοιλάδα των τεμπέληδων». Και να επιστρέψουν οίκαδε, φέρνοντας δώρα σε γενήτορες, φίλους και φιλενάδες από την άλλη άγνωστη, αλλά και υπέροχη Ελλάδα!