Σε μια συνέντευξή του στους «Financial Times» ο Χένρι Κίσινγκερ πριν από έναν χρόνο επισήμανε την πιθανότητα οι παγκόσμιες γεωπολιτικές και γεωοικονομικές εξελίξεις να καταστήσουν την Ευρώπη ένα είδος απόφυσης της Κίνας. Η ανάλυσή του συνοδευόταν από μια εκτίμηση για τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Η οικονομική επιθετικότητα της Κίνας και η μερική έστω πρόσδεση της Ευρώπης στο άρμα της, θα σήμαινε για την Αμερική ένα είδος απομόνωσης, στροφής προς τον εαυτό της. Στο πλαίσιο αυτό, πάντα κατά τον Κίσινγκερ, ο πρόεδρος Τραμπ ήταν κι αυτός ένα φυσιολογικό αποτέλεσμα της ιστορίας. Οι αναπάντεχες και πρωτοφανείς εξελίξεις με τον κορωνοϊό επιτάχυναν τις εξελίξεις, ως φαίνεται, που ο Χ. Κίσινγκερ είχε προβλέψει.

Ισως είναι λιγότερο γνωστό ότι η περιοχή της Λομβαρδίας είχε ήδη συνάψει στενές οικονομικές σχέσεις με την Κίνα. Η μεσαία τάξη και τα ανώτερα στρώματα που, λόγω της οικονομίας της αγοράς, αναπτύσσονται στη μεγάλη αυτή χώρα, δημιουργούν τις προϋποθέσεις ανάπτυξης μιας «αγοράς πολυτελούς ζωής» με έμφαση στην ένδυση, τα ακριβά αυτοκίνητα, τα αξεσουάρ κτλ. Ολες οι μεγάλες πόλεις της Κίνας περιλαμβάνουν ήδη ένα σημαντικό κομμάτι της αγοράς όπου πολυτελείς ευρωπαϊκές ιταλικές και γαλλικές φίρμες διαθέτουν μεγάλο μερίδιο. Η Κίνα έχει διεισδύσει οικονομικά ήδη στη Νότια Ευρώπη. Στη Βόρεια Ιταλία έχει αγοράσει μεγάλους οίκους μόδας αλλά και παραδοσιακές βιομηχανίες. Η οικονομική διείσδυση περιλαμβάνει και την κτηματαγορά.

Υπάρχουν απευθείας πτήσεις Γιουχάν – Μιλάνου, ενώ δεκάδες χιλιάδες Κινέζοι επισκέπτονται αλλά και διαμένουν στην περιοχή. Οσοι έχουν επισκεφθεί πρόσφατα το Μιλάνο, όπως ο υπογράφων, θα έχουν διαπιστώσει ότι η περιοχή της Λομβαρδίας αναπτύσσεται ραγδαία σε αντίθεση με άλλες περιοχές όχι μόνο της Νότιας αλλά και της Βόρειας Ιταλίας.

Η περιοχή αυτή σφύζει από ζωή και έντονους ρυθμούς οικονομικής δραστηριότητας. Η κινεζική οικονομική εισβολή έχει μεγάλη συμβολή και στα δύο. Αυτός είναι και ο λόγος που η Λομβαρδία έχει πληγεί τόσο από τον κορωνοϊό. Αλλά και ο λόγος που η υγειονομική βοήθεια της Κίνας έφτασε πρώτα εκεί. Θυμίζω επίσης τη βοήθεια σε υλικό και τεχνογνωσία που προσφέρει η Κίνα στη Σερβία. Ανάλογη αλλά σε μικρότερο βαθμό είναι και η περίπτωση της Ισπανίας. Δεν μπορεί κανείς να εκτιμήσει, μετά τα όσα έχουν συμβεί, τι θα ακολουθήσει ακριβώς, αλλά η επιρροή της κινεζικής οικονομίας στη Νότια Ευρώπη είναι δεδομένη και με ρίζες πλέον. Η Ελλάδα έχει δει αυτή την επιρροή στο λιμάνι του Πειραιά και σε κάποιο βαθμό στην κτηματαγορά. Είναι όμως ακόμα στην αρχή.

Η επιθετική αντιμετώπιση του κορωνοϊού σε χώρες όπως η Κίνα, η Νότια Κορέα ή και η Σιγκαπούρη αναδεικνύουν ένα ακόμη ασιατικό πλεονέκτημα. Οι δύο τελευταίες έχουν ποσοστό δαπανών στο ΑΕΠ 30% και 18% αντιστοίχως. Οι χώρες αυτές έχουν πολιτικά συστήματα που ξεκινούν από τη δικτατορία και στην καλύτερη περίπτωση φτάνουν στην πολύ αυστηρή Δημοκρατία. Η αφοσίωση όμως των συστημάτων αυτών στην εξοργιστικά μερικές φορές ελεύθερη αγορά εκπλήσσει.

Με άλλα λόγια, παρουσιάζεται το φαινόμενο ευρωπαϊκές χώρες με σχεδόν διπλάσιες δαπάνες και έντονα ρυθμισμένες αγορές να έχουν πολύ χειρότερα αποτελέσματα στην αντιμετώπιση της πανδημίας. Αν προσθέσει κανείς και την οικονομική επιτυχία των χωρών αυτών, η οποία είναι αδιαμφισβήτητη, τότε εύλογο είναι να υποθέσει ότι όταν περάσουν όλα αυτά η επιρροή του ασιατικού μείγματος ελεύθερης αγοράς και αυταρχικής Δημοκρατίας μπορεί να καταστεί πρότυπο οικονομικής και πολιτικής οργάνωσης του 21ου αιώνα ιδιαιτέρως ενδιαφέρον για τους εξαντλημένους από την οικονομική στασιμότητα Ευρωπαίους. Πολύ περισσότερο όταν μάλιστα η Ευρώπη έχει μείνει τόσο πίσω σε κρίσιμα ζητήματα όπως τα επιχειρηματικά start up ή η 5G τεχνολογία.

Ο Θοδωρής Πελαγίδης είναι καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και NR Senior Fellow, Brookings Institution