Κάποιοι λένε πως το πόσο ένδοξος γίνεσαι εξαρτάται από το πόσο νωρίς ή αργά πεθαίνεις. Στην περίπτωση του Μανώλη Γλέζου δεν ισχύει αυτό.

Έφυγε από τη ζωή  στα βαθιά γεράματα, όρθιος, έτσι όπως έζησε. Κουβαλώντας μια καρδιά εφήβου που ασφυκτιούσε στο γέρικο κορμί του.

Το αποδείκνυε όταν βρισκόταν λίγα χρόνια πριν στην πρώτη γραμμή των συλλαλητηρίων,  όταν έβγαζε πύρινους λόγους στην ευρωβουλή πριν αποχωρήσει από τον ΣΥΡΙΖΑ, τότε που έφερνε σε αμηχανία δεκάδες ευρωβουλευτές οι οποίοι ένοιωθαν άβολα αντικρίζοντας αυτό το πρόσωπο , αυτό το βλέμμα το οποίο ακόμη και σε στιγμές απόλυτης ηρεμίας σου προκαλούσε δέος.

Όταν το 2017 από το μαρτυρικό Δίστομο, ο Μανώλης Γλέζος αποδεικνύοντας το μεγαλείο του έπαιρνε από το χέρι τον γερμανό πρέσβη προκειμένου  να τον αφήσει να  καταθέσει στεφάνι στο μνημείο. «Το παιδί του εγκληματία όσα εγκλήματα κι αν έχει κάνει ο πατέρας και η μάνα του δεν ευθύνεται για αυτά», είπε λίγο μετά από την συγκλονιστική του κίνηση.

Όταν εξευτέλιζε τους βασανιστές του, όταν  κουρέλιαζε τη σημαία με τη σβάστικα, όταν, όταν…

«Για μένα το μεγάλο μαρτύριο είναι που φεύγουν οι φίλοι μου και εγώ είμαι ζωντανός» συνήθιζε να λέει στις εξομολογήσεις του.

Η Ελλάδα υποκλίνεται στον Μανώλη Γλέζο

Οι Έλληνες μέσα σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία στην οποία βρίσκεται η χώρα,  σηκώνονται για να αποχαιρετήσουν έναν εμβληματικό αγωνιστή της Αριστεράς και της Εθνικής Αντίστασης.

Στις 13.00 ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, θα μεταβεί στο Α’ Νεκροταφείο στο Ναό των Αγίων Θεοδώρων για να τελέσει την εξόδιο ακολουθία του Μανώλη Γλέζου.

Η κηδεία του εμβληματικού ιστορικού στελέχους της Αριστεράς θα γίνει σε στενό οικογενειακό κύκλο, όπως επιβάλλουν οι έκτακτες συνθήκες που βιώνει η χώρα.

Σε άλλη περίπτωση η λαοθάλασσα που θα υπήρχε για το ύστατο χαίρε στον μεγάλο αγωνιστή ίσως να μην είχε προηγούμενο.

Οι Έλληνες όμως έστω και έτσι, βγάζουν το κάπελό τους απέναντι σε έναν άνθρωπο οραματιστή,  έναν αγωνιστή που έμαθε να  πολεμά και να νικά.

Πριν από τρία χρόνια, ο Μανώλης Γλέζος είχε συναντηθεί με τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών κ.κ. Ιερώνυμο, και τότε πληροφορίες ανέφεραν ότι είχε εκφράσει την επιθυμία του στον Αρχιεπίσκοπο να ταφεί με θρησκευτική κηδεία. Αυτή την επιθυμία του, θα εκπληρώσει σήμερα ο αρχιεπίσκοπος.

Μεσίστια η ελληνική σημαία στην Ακρόπολη

Η ελληνική σημαία από το πρωί της Τετάρτης, κυματίζει μεσίστια στον βράχο της Ακρόπολης. Ήταν μία πρωτοβουλία και απόφαση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, ως ελάχιστο φόρο τιμής σε όλα όσα έκανε για την πατρίδα ο αιώνιος έφηβος της Αριστεράς και της Εθνικής Αντίστασης.

Η ηρωική πράξη με τη σημαία

Ως παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές ήταν η ηρωική στιγμή όπου ο Μανώλης Γλέζος μαζί με τον Λάκη Σάντα κατέβασαν τη σημαία με τη σβάστικα από τον βράχο της Ακρόπολης.

Ήταν 30 Μαϊου του  1941 όταν δύο νεαροί Έλληνες μόλις 19 ετών προχώρησαν σε μια πράξη αντίστασης στην καρδιά της Αθήνας η οποία είχε μόλις παραδοθεί στην κατοχή των δυνάμεων του Άξονα.

Δύο νεαροί φοιτητές, ο Μανώλης Γλέζος και ο Λάκης Σάντας έλαβαν την παράτολμη απόφαση να κατεβάσουν τη σημαία που μόλυνε το ιερό μνημείο της Αθήνας, μου μόλυνε ολόκληρη τη χώρα.

Κατά τη διάρκεια ενός  περιπάτου τους στο Ζάππειο, συνέλαβαν την ιδέα! Θα κατέβαζαν από τον ιστό του Ιερού Βράχου το χιτλερικό σύμβολο. Έτσι κι έκαναν, γράφοντας μαζί τη δική τους ένδοξη ιστορία.

Η αγκαλιά της μητέρας του

Για αυτή τη στιγμή που σημάδεψε ανεξίτηλα την ιστορία της χώρας κατά της γερμανικής κατοχής ο Μανώλης Γλέζος είχε μιλήσει αρκετές φορές.

Ωστόσο σε μία πιο προσωπική εξομολόγηση, είχε αναφέρει τη στιγμή που επέστρεψε στο σπίτι μετά από αυτό το συγκλονιστικό γεγονός, τη συνάντηση με τη μητέρα του και τα όσα εκτυλίχθηκαν.

«Η πιο έντονη ανάμνηση της ζωής μου, είναι η μάνα μου. Με ρωτάνε διαρκώς για τη σημαία. Εγώ όμως, ακόμα κι από την ιστορία της σημαίας, θυμάμαι τη μάνα μου.

Όταν γυρίζαμε εκείνη την ημέρα στα σπίτια μας, η ώρα ήταν περασμένη, μετά τα μεσάνυχτα. Πάω στο σπίτι και βλέπω τη μάνα μου […] Με περίμενε. Την πλησιάζω και της λέω, «Μάνα!».

Σηκώνεται απότομα, με πιάνει από τον λαιμό, με πάει στην κουζίνα για να μην ακούσουν οι άλλοι και ξυπνήσουν και μου λέει «Πού ήσουν;».

Τότε εγώ ανοίγω το σακάκι και της δείχνω το κομμάτι της σβάστικας που είχαμε κόψει. Με αγκαλιάζει, με φιλάει και μου λέει, «Πήγαινε κοιμήσου».