Ήταν μόλις 19 ετών ο Μανώλη Γλέζος όταν μαζί με τον Σάντα κατέβασαν την ναζιστική σημαία από την Ακρόπολη. Και αυτή έμελλε να γίνει η πιο γενναία πράξη κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής.

Η πρώτη κίνηση αντίστασης, ήρθε από δυο φοιτητές που ξεκίνησαν τη δράση τους από τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης και δεν σταμάτησαν ποτέ να αγωνίζεται για τα ιδανικά τους.

Ο Μανώλης Γλέζος, ο οποίος έφυγε από τη ζωή το μεσημέρι της Δευτέρας, είχε αναφερθεί πολλές φορές στην ηρωική του πράξη και στον τρόπο που το αντιμετώπισε η οικογένεια του.

Ιδιαίτερη σημασία έχει όμως ένα σκίτσο που δημιούργησε ο σπουδαίος Πάμπλο Πικάσο και απεικονίζει την Ακρόπολη με το Μανώλη Γλέζο να φαίνεται στην κορυφή του βράχου.

Το σκίτσο φτιάχτηκε το καλοκαίρι του 1959 σε μια πολύ κρίσιμη στιγμή για τον αριστερό αγωνιστή. Ένα χρόνο πριν ο Γλέζος συλλαμβάνεται και παραπέμπεται σε δίκη με την κατηγορία της κατασκοπείας, επειδή είχε συναντήσει τον Κώστα Κολιγιάννη, τότε Γενικό Γραμματέα του ΚΚΕ που είχε μπει παράνομα στην Ελλάδα.

Ο Γλέζος στη δίκη του υποστηρίζει ότι είχε καθήκον να συναντήσει τον Κολιγιάννη, ως άνθρωπος, επειδή τον γνώριζε προσωπικά, ως δημοσιογράφος αλλά και ως κομμουνιστής ήταν αναντίρρητη υποχρέωση να συναντήσει ανώτερο στέλεχος του κόμματος.

Τελικά, ο Μανώλης Γλέζος καταδικάζεται σε πενταετή κάθειρξη για συνεργία σε κατασκοπεία και φυλακίζεται.

Στην προσπάθεια προσωπικοτήτων από όλο τον κόσμο να πιέσουν για την αποφυλάκιση Γλέζου, κίνημα που ξεκίνησε ο Καμύ, προστίθεται αμέσως και ο Πάμπλο Πικάσο.

Στις 2 Ιουλίου του 1959, κι ενώ ο Μ. Γλέζος βρίσκεται στη φυλακή, ο Πικάσο σχεδιάζει έναν «Παρθενώνα»: στην κορυφή του αετώματος στέκεται η μορφή του Μ. Γλέζου να εγείρει μια σημαία με το περιστέρι της ειρήνης. Η υπογραφή του Πικάσο σχηματίζει τα ριζά του βράχου.

Το σχέδιο γίνεται πρωτοσέλιδο στην Humanite με τίτλο «Το μολύβι του Πικάσο σε βοήθεια του Ηρωα της Ακρόπολης».

Ο Μ. Γλέζος αποφυλακίστηκε το 1962 και ένα χρόνο αργότερα επισκέφθηκε τον καλλιτέχνη.

Την συνάντηση εκείνη περιγράφει ο ίδιος ο Μανώλης Γλέζος στον Ηλία Μαγκλίνη και την εφημερίδα «Καθημερινή».

«Στις 15 Δεκεμβρίου 1962 αποφυλακίστηκα και η επιτροπή που είχε σχηματιστεί στη Γαλλία για την απελευθέρωσή μου με προσκάλεσε εκεί. Συνάντησα τον Πικάσο στην έπαυλή του, στην Aix-en-Provence. Εκείνη την εποχή είχε δημιουργήσει μια σειρά έργων σε μέταλλο, που είχαν εκτεθεί στην έπαυλή του. Μέσα από αυτά τα έργα πέρασα και ανεβήκαμε στον πρώτο όροφο. Εκεί ήταν η κρεβατοκάμαρά του. Ηταν άρρωστος αλλά ήθελε να με δει.

»Μπήκα μέσα σε μια τεράστια αίθουσα. Υπήρχε ένα μεγάλο κρεβάτι και όπως ήταν καθισμένος, είχε δεξιά του έναν όγκο από γράμματα, τα διάβαζε και μετά τα έριχνε αριστερά του. Η αίθουσα ήταν εντελώς άδεια από έργα και πίνακες. Μπροστά του όμως είχε παράθυρα απ’ όπου έμπαινε άπλετο φως. Τον πλησίασα και μόλις έφτασα κοντά του, και άπλωσα το χέρι μου, μου έδωσε το δικό του και μου είπε: «Ελλάδα! Φως!» Μετά, καθίσαμε και κουβεντιάσαμε. Αλλά δεν μπορώ να ξεχάσω αυτή του τη φράση.

»Μου ανέλυσε πότε και πώς ήρθε στην Ελλάδα, τις εντυπώσεις του από τον Παρθενώνα αλλά δεν είπαμε τίποτα για το σχέδιο που είχε φτιάξει για μένα. Φυσικά, τον ευχαρίστησα για τη βοήθειά του.