Συνελήφθη το μεσημέρι της Παρασκευής ο 37χρονος Μ. Α., ο οποίος είχε σκοτώσει τον 20χρονο Αυστραλό Ντουζόν Ζαμίτ και είχε τραυματίσει επίσης άλλα δυο άτομα στον επαρχιακό δρόμο που οδηγεί από το Καλαμοπόδι στη Χώρα της Μυκόνου το 2008.

Αστυνομικοί της ομάδας ΔΙΑΣ τον εντόπισαν να κινείται με μηχανάκι επί της Λ. Βουλιαγμένης στο ύψος της Αργυρούπολης.

Σε σωματική έρευνα που του έκαναν βρήκαν και κατέσχεσαν ένα μαχαίρι και ένα μικρό μεταλλικό γκλοπ. Ο 37χρονος οδηγήθηκε με τη διαδικασία του αυτοφώρου στο Α.Τ. Αργυρούπολης.

Το αποτρόπαιο έγκλημα είχε συγκλονίσει το πανελλήνιο. Το βράδυ της Δευτέρας, 28 Ιουνίου 2008, ο συλληφθείς, ο οποίος εργαζόταν εκείνη την εποχή ως πορτιέρης σε γνωστό club και beach bar του νησιού, εξαπέλυσε αναίτια επίθεση εναντίον τετραμελούς παρέας νεαρών Αυστραλών.

Όπως είχε δηλώσει σε παλαιότερη συνέντευξή του για τον 20χρονο Αυστραλό Ντουζόν Ζαμίτ, εκείνη τη μοιραία νύχτα βρέθηκε στο λάθος τόπο τη λάθος στιγμή, νευρίασε και παραφέρθηκε, αλλά δεν είχε σκοπό –όπως δήλωνε– να βάψει τα χέρια του με το αίμα ενός αμούστακου νέου.

Υποστήριζε μάλιστα πως είχε μετανιώσει φρικτά για τη βίαιη δολοφονία, αλλά και για το γεγονός ότι δεν επέδειξε την απαιτούμενη αυτοσυγκράτηση.

Το χρονικό της τραγωδίας

Ο Μ. Α. είχε πει τη δική του εκδοχή για εκείνη τη νύχτα ενώ ήταν προφυλακισμένος: «Ήμουν πάνω στη μηχανή μου και πήγαινα στο club όπου δούλευα. Ήταν λίγο μετά τις 11.00 το βράδυ. Ξαφνικά με προσπέρασε ο 18χρονος συγκατηγορούμενός μου, που δούλευε ως παρκαδόρος στο beach bar. Με πλεύρισε και μου είπε ότι κάποια παιδιά κλέψανε μια τσάντα από το bar και ότι τα έχουν σταματήσει λίγα μέτρα πιο κάτω».

Λίγα λεπτά αργότερα, ο Μ. Α. φθάνει στο σημείο όπου βρίσκονται ο Ντουζόν και η παρέα του. «Βλέπω ένα παιδί (τον Ρενέ) να είναι κοντά σε μια μάντρα και κάτι να ψάχνει. Μέσα στη μέση ήταν μια κοπέλα και ο Ντουζόν και ο ξάδερφός του, οι οποίοι λογομαχούσαν. Πλησίασα τον Ρενέ που νόμιζα ότι είχε κλέψει την τσάντα, του έπιασα το χέρι από τον καρπό και προσπάθησα να του μιλήσω. Εκείνος, τρομαγμένος, άρχισε να μου λέει: “Όχι, όχι…” Στο μεταξύ, ήρθε ο 18χρονος συγκατηγορούμενός μου και του έριξε μια κλοτσιά. Του είπα να σταματήσει».

Ο Μ. Α. απομακρύνεται από τον Ρενέ και πλησιάζει, όπως λέει, τον αδικοχαμένο Ντουζόν και τον ξάδερφό του Κάμερον. «Εκείνη τη στιγμή είδα με την άκρη του ματιού μου να σταματάει ένα αυτοκίνητο. Βγήκε ο Μάθιου, ένα άλλο παιδί που ήθελε να δει τι συμβαίνει. Με το που έφθασε κοντά μου είπε τι συμβαίνει και με έσπρωξε».

Εκείνη τη στιγμή – κατά την αφήγηση του κατηγορουμένου – η κατάσταση ήταν έκρυθμη. Ο Μ. Α. τα χάνει. Φοβάται, τον πιάνει αμόκ. «Ήμουν ένας και ήταν τρεις. Φοβήθηκα και έχασα τον έλεγχο. Έσπρωξε τον Μάθιου και χτύπησα κατά λάθος τον Ντουζόν στο πρόσωπο. Εκείνος έπεσε κάτω. Εγώ συνέχισα να παλεύω με τον Μάθιου, ο οποίος έπεσε με το κεφάλι στη μάντρα. Δεν είχα αντιληφθεί τι συνέβαινε με τον Ντουζόν. Λίγο μετά μας χώρισε ένας συγκατηγορούμενός μου. Όταν σταμάτησε ο καβγάς, ήταν όλοι όρθιοι. Και ο Ντουζόν».

Μετά το τέλος της «συμπλοκής», ο Μ.Α. ανεβαίνει στη μηχανή του και πηγαίνει κανονικά στη δουλειά του. Ξεπλένει τα ματωμένα χέρια του και αλλάζει μπλούζα. Σχολάει στις 10.00 το πρωί και πάει για ύπνο στο σπίτι της κοπέλας του. Ξυπνάει στις 5.30 το απόγευμα και ανυποψίαστος για το τι έχει συμβεί, πηγαίνει στην απογευματινή δουλειά του. Εκείνη την ώρα μπαίνουν μέσα οι αστυνομικοί.

«Μου είπαν ότι την προηγούμενη νύχτα είχε γίνει ένα ατύχημα και είχε χτυπήσει ένα παιδί. Τους είπα ότι είχε σημειωθεί συμπλοκή στην οποία συμμετείχα. Με πήραν μαζί τους στο τμήμα. Η ανάκριση κράτησε είκοσι τέσσερις ώρες», λέει και συνεχίζει: «Στο τμήμα έμαθα ότι ο Ντουζόν ήταν σε κώμα και τότε μου είπαν ότι εμπλέκομαι και κατηγορούμαι για απόπειρα ανθρωποκτονίας. Εκείνη τη στιγμή δεν είχα συνειδητοποιήσει πού βρισκόμουν. Ήμουν χαμένος. Δεν περίμενα ότι ήταν τόσο σοβαρά τα πράγματα. Προσπαθούσα να καταλάβω και να θυμηθώ τι είχε συμβεί. Όλα μου έμοιαζαν σαν εφιάλτης. Αδυνατούσα να σκεφτώ λογικά και να πω τι είχε γίνει».

Λίγα εικοσιτετράωρα μετά το συμβάν ο 20χρονος Αυστραλός ξεψυχά και ο Μ.Α. απολογείται στον ανακριτή Σύρου. Προφυλακίζεται και μετάγεται στην Α’ Πτέρυγα των φυλακών Κορυδαλλού ενώ πρωτόδικα είχε καταδικαστεί σε 22 έτη και έξι μήνες φυλάκιση για πρόκληση θανατηφόρων σωματικών βλαβών, καθώς και ακόμη δύο υπάλληλοι του κέντρου, που είχαν καταδικαστεί σε 8 έτη και 3 μήνες ο ένας και σε 7,5 έτη ο άλλος, για άμεση συνέργεια.

Τον Οκτώβριο του 2013 και μετά από έφεση που κατέθεσαν οι τρεις κατηγορούμενοι και ύστερα από τρίωρη συνεδρίαση, το δικαστήριο μείωσε τις ποινές των τριών κατηγορουμένων προκαλώντας σοκ στην οικογένεια του αδικοχαμένου 20χρονου Αυστραλού, που περίμενε δικαίωση.

Ο πρώτος καταδικάστηκε σε 16 χρόνια κάθειρξη, ο δεύτερος σε πέντε έτη και δύο μήνες και ο τρίτος σε τέσσερα έτη και 11 μήνες. Για τους δύο τελευταίους η ποινή μετατράπηκε σε εξαγοράσιμη, έναντι 5 ευρώ την ημέρα, και αφέθηκαν ελεύθεροι, ενώ ο πρώτος επέστρεψε στον Κορυδαλλό όπου εξέτισε την ποινή του.

Για την απόφαση του δικαστηρίου μετά την έφεση είχε δηλώσει ο πατέρας του 20χρονου Ντουζόν: «Αισθανόμαστε ότι μας αρνούνται τα δικαιώματά μας. Και θα εμφανιστούμε στον Άρειο Πάγο. Θα εξετάσουμε τα έγγραφα από τη Σύρο και θα ζητήσουμε αίτηση αναίρεσης της απόφασης για αυτό που έκαναν στην οικογένειά μας. Και θα εξετάσουμε τις επιλογές μας για να πάμε στο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο».