Η Ελλάδα, δεν είχε προφανείς συλλογικές ενοχές όπως η Γερμανία ή η Ιταλία, μεταπολεμικά. Οι δύο χώρες μέσω πολλών τρόπων και θαρραλέα, μίλησαν για το τέρας του ναζισμού – φασισμού  αυτοκριτικά. Οι Γερμανοί έφτιαξαν ένα λαμπρό μεταπολεμικό θέατρο, που συχνά εσωτερίκευε ή αναστοχαζόταν πάνω στην πληγή και το τραύμα. Οι Ιταλοί συνέχισαν έναν λαμπρό (εξωστρεφή) κινηματογράφο που επίσης τους έδινε την ευκαιρία να πάνε ένα βήμα μπροστά.

Καθόλου τυχαία και οι δύο χώρες ανέπτυξαν ένα τεράστιο ριζοσπαστικό κίνημα με όλες τις απολήξεις. Από το πράσινο πρόσημο των άγριων παιδιών όπως ο Φίσερ, που έφτασε να συναινεί στο έγκλημα στη Γιουγκοσλαβία μέχρι την Μπάαντερ Μάινχοφ. Και στην Ιταλία: από τις Κουμμούνες των εργοστασίων του ’60 ή του ’70 μέχρι τις Ερυθρές Ταξιαρχίες και τη δολοφονία του Αλντο Μόρο.

Η Ελλάδα λοιπόν; Με το τραύμα του Εμφυλίου κάτω απ’ το χαλί και με το τραύμα της διακοπής της άνοιξης του ’60 από την καταστροφική χούντα, η χώρα πέρασε στη Μεταπολίτευση στερεώνοντας το πολιτικό και κοινωνικό της κεκτημένο. 46 χρόνια μετά το τέλος των συνταγματαρχών και τη συμφωνία για την Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία, οι γενιές σήμερα ρευστοποιημένες από τη δεκαετή κρίση δεν έχουν την επάρκεια να συνομιλήσουν μεταξύ τους. Ισως γιατί ένας κάποιος διάλογος που ξεκίνησε στα τέλη του ’80 ή στα μέσα του ’90, μετά την Πτώση του Τείχους, προϋποθέτει και μια υλική κανονικότητα. Και αυτή διαταράχθηκε από το 2009 και έπειτα με άγριο τρόπο.

Πάντως, αν στις άλλες χώρες δημιουργοί κατάφεραν μέσω της Τέχνης τους να βάλουν τις γενιές θαρραλέα να συνομιλούν ή να συγκρούονται πάνω σε ζητήματα όπως η Δημοκρατία, οι ματαιώσεις, η Ελευθερία, εδώ αυτό έγινε αραιά. Στη Γερμανία, ο Bernhard Schlink στο μυθιστόρημα «Το Σαββατοκύριακο» (που το χρωστώ ως διάβασμα στον Γιώργο Κιμούλη), βάζει τους παλιούς συντρόφους που πια είναι καθημερινοί μεσοαστοί να συναντούν σε ένα εξοχικό έναν παλιό τρομοκράτη της γενιάς τους. Στην Ιταλία, ο Paolodi Paolo στο «Πού ήσασταν όλοι» βάζει τον γιο του μυθιστορήματος να γράφει τη διπλωματική του πάνω στον Μπερλουσκόνι – και άρα να συγκρούεται με την επιλογή των γονιών του.

Στην Ελλάδα, στις μέρες μας ο Γιώργος Βέλτσος επινοεί κάτι πιο λοξό: γράφει τη Μεταγωγή που παίζεται στο θέατρο Αργώ ως θεατρική – ποιητική υπόμνηση ενός διαλόγου που δεν έγινε στη χώρα, ή έγινε θραυσματικά πάνω στις γαρδένιες της Μεταπολίτευσης και ενός εκσυγχρονισμού που βυθίστηκε στον καταστροφικό νεοφιλελευθερισμό. Η έξοχη ιδέα του Βέλτσου θέλει ένα νέο ζευγάρι αντιεξουσιαστών να αποδρά την ώρα της μεταγωγής του και να βρίσκει καταφύγιο στο σπίτι ενός μεσοαστικού ζευγαριού πρώην αριστερών. Οι τέσσερις άνθρωποι έρχονται αντιμέτωποι σε ένα δυστοπικό σπίτι του Κολωνού, σαν να είναι κρατούμενοι όλοι. «Σ’ εκείνα τα σπίτια όπου κρατούνται φύλακες, μια που οι ίδιοι είναι αυτοί που κλειδώνουν από μέσα, στα σπίτια τους. Είναι κρατούμενοι και φύλακες στα σπίτια τους…», λέει υπέροχα το κείμενο του Βέλτσου που αυτοτελώς στέκεται πέραν της θεατροποίησής του, αφού συνιστά ένα ντοκουμέντο για τις περίπου πέντε αυτές δεκαετίες και τη σκυτάλη των ματαιώσεων – ελπίδων.

«Οι Ελληνες δεν ξέρουν από διάλογο. Προτιμάνε να κόβουν τον λαιμό ο ένας του άλλου. Ξέρεις ποιος το είπε αυτό; Ο Στάλιν το είπε, στη Γιάλτα. Σφάζοντας όμως δεν υποστηρίζεις τίποτα. Ετοιμάζεις τον επόμενο φόνο στο σφαγείο. Σου έχουν πει τι έγινε στον Εμφύλιο», λέει ο άνδρας του σπιτιού στο νεαρό οργισμένο ζευγάρι. Ανατομία μιας εποχής, λάδι στη φωτιά των ημερών ενός διαρκούς εμφυλίου, το κείμενο του Βέλτσου σε σκηνοθεσία της Καψούλη, ανασυστήνει το πολιτικό θέατρο. Κοιτά προς τα μέσα.