Ο λυγμός στο τέλος της ομιλίας με την οποία η Τερέζα Μέι ανακοίνωσε την παραίτησή της από την πρωθυπουργία, ήταν μια χαρακτηριστική ένδειξη της φόρτισης με την οποία βίωσε τη θητεία της και την ατελέσφορη μάχη να πετύχει μια συμφωνία που θα μπορεί να κάνει πράξη τη λαϊκή ετυμηγορία του 2016 για την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ωστόσο, δεν ήταν λίγοι που έσπευσαν να υπογραμμίσουν πόσο αποτυχημένη ήταν σε αυτό που υποσχέθηκε, με μερικούς να τη συγκρίνουν με τον Φρέντερικ Νορθ, τον πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου όταν αυτό έχασε τις αποικίες στη Βόρεια Αμερική κατά τον αμερικανικό «Πόλεμο της Ανεξαρτησίας».

Στην πραγματικότητα, η πτώση της κ. Μέι απλώς κάνει ακόμη πιο ανάγλυφη τη βαθιά κρίση της βρετανικής πολιτικής ελίτ και της αδυναμίας της να διαχειριστεί την υπόθεση του Brexit.

Μια απόφαση που κανένας δεν μπορούσε να εκπροσωπήσει

Τα προβλήματα με έναν τρόπο οφείλονται στον ίδιο τον τρόπο με τον οποίο μεθοδεύτηκε το Brexit.

Σε πείσμα όσων έχουν γραφτεί κατά καιρούς ο κύριος όγκος της βρετανικής οικονομικής ελίτ δεν επιθυμούσε το Brexit. Αυτό αποτύπωσε άλλωστε και η συστηματική επιχειρηματολογία των Financial Times κατά της ρήξης με την ΕΕ. Καθόλου τυχαία και το City και οι εκπρόσωποι των περισσότερων μεγάλων και διεθνοποιημένων βρετανικών επιχειρήσεων εκτίμησαν ότι το κόστος από μιας εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση θα ήταν πολύ μεγαλύτερου του όποιου οφέλους.

Αυτοί που ήταν υπέρ του Brexit σε πολιτικό επίπεδο ήταν κυρίως μια μερίδα των Συντηρητικών που θεωρούσε ότι η ρήξη αυτή θα απελευθέρωνε δυνάμεις και θα έδινε μια δυνατότητα στη Βρετανία να ανοιχτεί χωρίς βαρίδια στους ωκεανούς της παγκοσμιοποίησης.

Η τοποθέτηση αυτή που ήταν κυρίως ιδεολογική και δεν αντιστοιχούσε απαραιτήτως σε όσα επιθυμούσαν οι ίδιες οι βρετανικές επιχειρήσεις συνδυαζόταν με στοιχεία μιας ιδιότυπης ξενοφοβίας αλλά και μιας νοσταλγίας για τις «παλιές καλές μέρες» της αυτοκρατορίας. Πιο σαφής εκφραστής αυτών των ιδεολογικών φαντασιώσεων το UKIP του Νάιτζελ Φάρατζ.-

Ο Ντέιβιντ Κάμερον εκτίμησε ότι μπορούσε να παγιώσει τη θέση του στο Συντηρητικό Κόμμα με το να δεσμευτεί για δημοψήφισμα, τραβώντας το χαλί κάτω από τα πόδια των εσωκομματικών αντιπάλων του, πιστεύοντας ότι ήταν μια κίνηση εκ του ασφαλούς εφόσον το εκλογικό σώμα θα απέρριπτε το αίτημα της ρήξης.

Όμως, τα πράγματα δεν εξελίχτηκαν έτσι. Αποδείχτηκε ότι το αίτημα της ρήξης με την ΕΕ συναντήθηκε με τις ανησυχίες ευρύτερων τμημάτων της βρετανικής κοινωνίας και δη των κατώτερων που κινητοποιήθηκαν όχι τόσο από ξενοφοβικά αντανακλαστικά (παρότι υπήρξαν και τέτοια) όσο από μια εύλογη ανησυχία για την διαρκή απώλεια λαϊκής κυριαρχίας εντός της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και για την επισφάλεια που φέρνει η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας.

Ένα Brexit δίχως σχέδιο

Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ήταν σαφές και δύσκολα μπορούσε να αμφισβητηθεί. Η Βρετανία έπρεπε να οργανώσει την αποχώρησή της από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Όμως, σχέδιο δεν υπήρχε.

Ο Ντέιβιντ Κάμερον το κατάλαβε και παραιτήθηκε και στη μάχη της διαδοχής ύστερα από διάφορες παλινωδίες του Μπόρις Τζόνσον την ηγεσία κέρδισε η Τερέζα Μέι, που δεσμεύτηκε να υλοποιήσει την ετυμηγορία του βρετανικού λαού, έστω και εάν η ίδια αρχικά ήταν υπέρ της παραμονής στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η δυσκολία ήταν τεράστια γιατί η απόσταση ανάμεσα στις διαφορετικές οικονομικές και πολιτικές αναγκαιότητες και το πώς φαντάζονταν τη ρήξη οι οπαδοί της εντός του Συντηρητικού Κόμματος πολύ μεγάλη.

Οι οικονομικές ελίτ και το City έκανα σαφές ότι οι βρετανικές επιχειρήσεις χρειάζονταν την πρόσβαση στην κοινή αγορά, ενώ η μη διακύβευση της ειρηνευτικής διαδικασίας στη Βόρειο Ιρλανδία απαιτούσε να παραμένει ανοιχτό το σύνορό της με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας.

Όμως, η πρόσβαση στην κοινή αγορά σήμαινε και την αποδοχή των απαιτήσεων της ευρωπαϊκής πλευράς τόσο ως προς τις ελευθερίες στις συναλλαγές και τις κινήσεις κεφαλαίων όπως και προσώπων, όσο και ως προς τα δικαιώματα των ευρωπαίων πολιτών σε βρετανικό έδαφος.

Την ίδια ώρα η διατήρηση ειδικού ανοιχτού καθεστώτος στα σύνορα ανάμεσα στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας και την Βόρεια Ιρλανδίας διαμόρφωνε το ενδεχόμενο η Βόρεια Ιρλανδία να έχει ειδικό συνοριακό και δασμολογικό καθεστώς και άρα τρόπον τινά η Ιρλανδική θάλασσα να γίνεται πραγματικό σύνορο εντός του Ηνωμένου Βασιλείου, κάτι που δεν θα μπορούσαν να αποδεχτούν οι Ενωτικοί (προτεστάντες) που όμως ήταν ταυτόχρονα και κυβερνητικοί σύμμαχοι των Συντηρητικών.

Μια συμφωνία που κανείς δεν ήθελε

Όλα αυτά διαμόρφωναν ένα εξαιρετικά δύσβατο πεδίο. Όλες οι παραλλαγές μιας εφικτής συμφωνίας ήταν κοντά σε αυτές που πρότεινε η Τερέζα Μέι. Μόνο μια τέτοια συμφωνία μπορούσε να εξασφαλίσει τα συμφέροντα των βρετανικών επιχειρήσεων και ταυτόχρονα να διατηρήσει μια ισορροπία στην Βόρεια Ιρλανδία.

Την ίδια στιγμή αυτή τη συμφωνία την απέρριπταν οι οπαδοί του «σκληρού Brexit» μέσα στο κυβερνών Συντηρητικό Κόμμα όπως και οι Ενωτικοί της Ιρλανδίας, χωρίς ωστόσο να μπορούν και να προτείνουν με πρακτικούς όρους ποια θα μπορούσε να είναι μια συμφωνία με πιο σαφή χαρακτήρα ρήξης.

Από την άλλη οι Εργατικοί του Τζέρεμι Κόρμπιν παρότι κεντρικά δεν αντιτάχθηκαν στην απόφαση για το Brexit επέλεξαν τελικά να συμπεριφερθούν ως μια δύναμη που θα συζητούσε ακόμη και την παραμονή στην ΕΕ και ταυτόχρονα αντιτάχθηκαν στη συμφωνία της Μέι, ιδίως μια που θεωρούσαν ότι δεν εξασφάλιζε τα δικαιώματα των εργαζομένων στη Βρετανία που δεν είναι βρετανοί πολίτες.

Σε αυτό το τοπίο διαμορφωνόταν ένας ετερόκλιτος συνασπισμός βουλευτών που απλώς ήθελε να υπονομεύσει την έγκριση των παραλλαγών συμφωνίας που πρότεινε η Μέι, χωρίς φυσικά να μπορεί να διαμορφώσει και θετικό συσχετισμό προς κάποια κατεύθυνση. Γιατί οι πλειοψηφίες που ταπείνωσαν τόσες φορές τη βρετανίδα πρωθυπουργό δεν ήταν πλειοψηφίες υπέρ της παραμονής στην ΕΕ αλλά το άθροισμα των οπαδών του Remain με τους οπαδούς του σκληρού Brexit.

Επιπροσθέτως, από ένα σημείο και μετά μία κρίσιμη μάζα συντηρητικών βουλευτών επί της ουσίας ασχολήθηκε με ένα βασικό στόχο: την αλλαγή ηγεσίας στο Συντηρητικό Κόμμα.

Όλα αυτά οδήγησαν στην παράταση της διαδικασίας της ρήξης, εφόσον δεν διαμορφωνόταν ούτε πλειοψηφία για ένα «Brexit χωρίς συμφωνία», στις αλλεπάλληλες ψηφοφορίες που απλώς έφθειραν την κ. Μέι και φυσικό στο παράδοξο να έχουμε εκλογές για την ευρωβουλή σε μια χώρα που πρόκειται να αποχωρήσει από την ΕΕ και στις οποίες εκλογές οι δημοσκοπήσεις δίνουν προβάδισμα στο κατεξοχήν κόμμα που υπερασπίζεται τη ρήξη, αυτό του Νάιτζελ Φάρατζ.

Σε αυτό το φόντο ο χρόνος μετρούσε ανάποδα για την πρωθυπουργία της κ. Μέι. Το κόμμα της ούτως ή άλλως είχε μπει σε τροχιά διαδοχής και αυτό μπορεί να εξηγήσει και την απροθυμία υπερψήφισης οποιασδήποτε συμφωνίας πριν γίνει σαφές ότι παραιτείται από την ηγεσία του κόμματος.

Μια πολιτική ελίτ σε κρίση

Από την αδυναμία επεξεργασίας ενός πραγματικού σχεδίου για το Brexit μέχρι την αδυναμία συνειδητοποίησης των πραγματικών ορίων της όποιας συμφωνίας και από την επικίνδυνη υποτίμηση του Ιρλανδικού ζητήματος μέχρι την ίδια την πρόταξη της εσωκομματικής εκκαθάρισης σε βάρος της ίδιας της μεγαλύτερης θεσμικής τομής για δεκαετίες, είναι προφανές ότι βλέπουμε την κρίση της βρετανικής πολιτικής ελίτ.

Πολιτικά στελέχη βγαλμένα από τα ίδια ακριβά public schools και τα ίδια πανεπιστήμια, με ανάλογες διαδρομές από τον κόσμο των επιχειρήσεων σε κάποια «σίγουρη» έδρα για τη Βουλή των Κοινοτήτων και μετά στην κεντρική πολιτική σκηνή, με ικανή εκπαίδευση στα εσωκομματικά πισώπλατα μαχαιρώματα αλλά όχι στο πώς όντως λειτουργεί ο σύγχρονος κόσμος, διαχειρίζονται τις τύχες μιας χώρας που δεν παύει να είναι η πέμπτη οικονομία στον κόσμο, να είναι έχει δικό της πυρηνικό οπλοστάσιο, να είναι μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας και να διαθέτει τις μυστικές υπηρεσίες που διαμόρφωσαν το στερεότυπο του «κατασκόπου».

Ακόμη και εάν υποθέσει κανείς ότι η διαδικασία διαδοχής θα οδηγήσει σε κάποια ηγετική φυσιογνωμία σαφώς υπέρ του Brexit και ταυτόχρονα πιο ικανή να ολοκληρώσει τη διαδικασία εξόδου, το βαθύτερο πρόβλημα ως προς την ικανότητα διαχείρισης τόσο κρίσιμων αποφάσεων θα παραμένει.

Και η ίδια η Τερέζα Μέι πάντα θυμίζει στην έξοδό της τους στίχους του Τ.Σ. Έλιο από τους «Κούφιους Ανθρώπους»: «Έτσι τελειώνει ο κόσμος / Όχι με έναν βρόντο / μα μ’ έναν λυγμό».