Ο τρομερός κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος, αυτός που κάποτε διαβεβαίωνε ότι ποτέ δεν θα συναινούσε σε «κωλοτούμπα» τύπου Ιουλίου 2015, για να καταλήξει συντονιστής του θλιβερού παιχνιδιού επικοινωνιακής διαχείρισης της τραγωδίας στο Μάτι, έχει και άποψη για τα όσα συμβαίνουν στους αθλητικούς χώρους.

Ως αυτόκλητος εισαγγελέας αποφάσισε να απομονώσει ένα μόνο από τα πολλά άθλια περιστατικά οπαδικής βίας του τελευταίου διαστήματος, αποσιωπώντας όλα τα άλλα, μόνο και μόνο για να μπορέσει να στοχοποιήσει και να δικαιολογήσει το όλο θέατρο ότι η «κυβέρνηση θα συγκρουστεί με επιχειρηματικά συμφέροντα», την ώρα που ψηφίζει το ένα νομοσχέδιο μετά το άλλο που στηρίζουν μεγάλα ντόπια και πολυεθνικά συμφέροντα (αθλητικό νομοσχέδιο με χαριστικές ρυθμίσεις, τροπολογία για τιμολόγηση φαρμάκων κ.ά.)

Παρότι νομικός, φαίνεται πώς έχει διακόψει διπλωματικές σχέσεις με τον πυρήνα της νομικής σκέψης. 

Γιατί θα έπρεπε να ξέρει ότι δεν μπορείς να απομονώσεις ένα φαινόμενο. 

Ούτε αυτόκλητα και χωρίς έρευνα και στοιχεία να αποφανθείς για μεθοδεύσεις και ηθικούς αυτουργούς. 

Ούτε, πολύ περισσότερο, μπορείς να καταδικάζεις χωρίς να έχει γίνει κανονική έρευνα.

Γιατί τότε απλώς εκμεταλλεύεσαι ένα ευρύτερο κοινωνικό πρόβλημα (δεν γεννήθηκε χτές η οπαδική βία), για να μπορέσεις να συντηρείς το παραμύθι ότι «πολεμάς επιχειρηματίες» εν μέσω προεκλογικής περιόδου.

Γιατί τότε αντί για υπουργός και κυβερνητικός εκπρόσωπος, καταντάς να είναι ο…. κυβερνητικός Βαξεβάνης ή Μάκης Τριανταφυλλόπουλος και εισαγγελέας από τα Lidl.

Επί της ουσίας: το ελληνικό ποδόσφαιρο είναι σε βαθιά κρίση. 

Η οπαδική βία είναι ανοιχτή πληγή και τροφοδοτείται τόσο από μια βαθύτερη κοινωνική κρίση – για την οποία έχει ευθύνη η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ που παρέτεινε την μνημονιακή απελπισία – αλλά και από μια κρίση του ποδοσφαίρου – για την οποία επίσης έχει τεράστια ευθύνη η κυβέρνηση που αντί να επιβάλει κανόνες και «καθαρό ποδόσφαιρο», έφερε τη διαβόητη «εξυγίανση» και την επιλεκτική αντιμετώπιση ομάδων και επιχειρηματιών.

Η οπαδική βία δεν αντιμετωπίζεται με το να επιλέγεις ένα περιστατικό, αποσιωπώντας όλα τα άλλα. 

Αντιμετωπίζεται με γενναίες πρωτοβουλίες για ένα καλύτερο ποδόσφαιρο, με προσπάθεια να φέρεις πίσω τους φιλάθλους στα γήπεδα, με προσπάθεια απομόνωσης της αλητείας (όλων των αποχρεώσεων), με διάλογο με την πλειοψηφία των οπαδών. 

Αντιμετωπίζεται με κυβερνητικές πρωτοβουλίες που έχουν να κάνουν με το άθλημα και όχι τους κατά περίπτωση «αγαπημένους ολιγάρχες», αλλά και με πρωτοβουλίες και δράσεις των ομάδων.

Αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα για αλαζόνες πολιτικούς που χωρίς να έχουν δοκιμαστεί στην πραγματική ζωή, παρά μόνο στην ασφάλεια του κομματικού μηχανισμού, εκτινάσσονται σε θέσεις ευθύνης και εκτιμούν ότι μπορούν να «κάνουν παιχνίδι», αγνοώντας ότι στις δημοκρατίες η εξουσία που έχουν προσωρινή και σίγουρα βραχύβια.