Στην τελική ευθεία για την έξοδο από το τρίτο Μνημόνιο, όλα δείχνουν ότι τα δύσκολα για την Ελλάδα δεν πέρασαν. «Η Οδύσσεια συνεχίζεται» σημειώνει χαρακτηριστικά σε άρθρο του τo «Economist», ενώ σε εμπιστευτικές εκθέσεις τους προς τους επενδυτές ευρωπαίοι ειδικοί αναλυτές επισημαίνουν ότι ο «εύκολος» δρόμος για την Ελλάδα τελειώνει στις 20 Αυγούστου. Τα δύσκολα είναι μπροστά, διαπιστώνουν χαρακτηριστικά.

Δεκαέξι ημέρες πριν από τη λήξη του τρίτου Μνημονίου τίποτα δεν πηγαίνει όπως θα ήθελε η κυβέρνηση για να ενισχύσει το στόρι της καθαρής εξόδου. Οι πιέσεις που δέχονται τα ελληνικά ομόλογα, τα οποία έχουν σπάσει ξανά το φράγμα του 4%, αποτελούν μόνο μία πρώτη γεύση όσων θα ακολουθήσουν το επόμενο διάστημα. Οι αγορές δείχνουν να μην εμπιστεύονται την Ελλάδα. Τα ελληνικά ομόλογα είναι ευάλωτα.

Εμπιστευτικές εκθέσεις ειδικών αναλυτών που απευθύνονται στο επενδυτικό κοινό περιγράφουν την εικόνα της επόμενης ημέρας για τη χώρα με χρώματα που δεν αφήνουν μεγάλα περιθώρια αισιοδοξίας.

Μία από αυτές τις εκθέσεις που διαβάζουν οι ξένοι επενδυτές και διαχειριστές κεφαλαίων για να πάρουν τις αποφάσεις τους αποκαλύπτουν σήμερα «ΤΑ ΝΕΑ». Σε αυτήν, ο Lorenzo Codogno, γνωστός ιταλός οικονομολόγος, καθηγητής στη London School of Economics και ειδικός αναλυτής σε θέματα αγοράς, προειδοποιεί ότι η χώρα κινδυνεύει να μείνει απομονωμένη, αν η κυβέρνηση δεν ανοίξει δίαυλο επικοινωνίας με τις αγορές. «Από τη στιγμή που έχει εξανεμιστεί κάθε πιθανότητα διατήρησης του waiver και ένταξης της Ελλάδας στο QE, δεν μπορούμε πλέον να περιμένουμε θετικούς ιδιοσυγκρασιακούς παράγοντες που θα προσφέρουν στήριξη στα ελληνικά κρατικά ομόλογα» υπογραμμίζει ο ειδικός αναλυτής.

«Θα εξαρτηθεί από τις οικονομικές πολιτικές που θα εφαρμόσει η ελληνική κυβέρνηση και από τον “διάλογο” που θα ανοίξει με τις αγορές καθώς και από το παγκόσμιο κλίμα για τίτλους υψηλού ρίσκου. Συνεπώς, ενδέχεται να βρισκόμαστε στο τέλος μiας θετικής περιόδου» τονίζει ο Loρenzo Codogno.

Η Ελλάδα, εμφανίζεται εύθραυστη, λέει ο κορυφαίος οικονομολόγος και προσθέτει ότι η ελληνική κυβέρνηση για πολιτικούς λόγους απέρριψε την προληπτική γραμμή που πρότειναν οι θεσμοί για να βρεθεί την επόμενη μέρα με ένα νέο καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας.

Η κυβέρνηση πόνταρε ότι με τη λήξη του τρίτου προγράμματος οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων θα επέτρεπαν στο Δημόσιο να βγει στις αγορές ανά πάσα στιγμή και μάλιστα με λογικά επιτόκια. Το σενάριο αυτό κάηκε. Τις δύο τελευταίες ημέρες η απόδοση του 10ετούς ομολόγου ξεπέρασε το 4% για πρώτη φορά από το τέλος Ιουνίου. Χθες βρέθηκε να κινείται στα επίπεδα του 4,1%, όσο ήταν στα τέλη του προηγούμενου μήνα. Μέσα σε δύο ημέρες δηλαδή «χάθηκε» ένας μήνας, αφού από τις αρχές Ιουλίου η απόδοση του 10ετούς είχε αρχίσει να γράφει καθοδική πορεία στα επίπεδα του 3,8%.

Στα αγκάθια των αγορών

Η Ελλάδα από την επόμενη ημέρα της λήξης του τρίτου προγράμματος θα βρεθεί μόνη της απέναντι στις αγορές. Το μαξιλάρι ασφαλείας, όταν θα εκταμιευτεί και το ποσό της δόσης των 15 δισ. ευρώ, θα διαμορφωθεί στα επίπεδα των 35 δισ. ευρώ. Αυτό θα μπορούσε να συμβάλει στο να δοθεί χρόνος για την ανάκτηση βιώσιμης πρόσβασης στις αγορές, αφού δεν υπάρχει άμεση ανάγκη δανεισμού για την κάλυψη αναγκών. Ωστόσο, το μεγάλο πρόβλημα, όπως λένε οι αναλυτές, είναι ότι η Ελλάδα δεν έχει συνηθίσει να στέκεται στα πόδια της με όρους αγορών και πάντα υπάρχει κίνδυνος σταδιακά να αντικαθιστά το «φθηνό» χρέος των εταίρων της με το «ακριβό» των αγορών.

Ο Lorenzo Codogno θυμίζει ότι μετά τη συμφωνία του Eurogroup της 21ης Ιουνίου για το χρέος, ο Μπενουά Κερέ της ΕΚΤ είχε προειδοποιήσει ότι την επόμενη μέρα από τη λήξη του Μνημονίου η Ελλάδα θα είναι μόνη της, ξεκαθαρίζοντας ότι είναι απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης ποια κατεύθυνση θα πάρει, άρα όσο πιο δυνατή είναι η ελληνική οικονομία τόσο το καλύτερο για τα ομόλογα.

Από τη στιγμή που η Ελλάδα, όπως λέει, «δεν απολαμβάνει επενδυτική διαβάθμιση από τους οίκους αξιολόγησης, η κυβέρνηση είναι αυτή που θα πρέπει να αρχίσει να μιλάει με τις αγορές. Η επικοινωνία που είχε μέχρι τώρα η ελληνική κυβέρνηση με τους δανειστές θα αντικατασταθεί από έναν δίαυλο επικοινωνίας με τις αγορές. Ομως η γλώσσα που μιλούν οι αγορές είναι πολύ διαφορετική». Οι αποδόσεις αποκλιμακώνονται σε περιόδους εμπιστοσύνης και αυξάνονται όταν αυτή δεν υπάρχει. Τότε το επενδυτικό κοινό στρέφεται σε ασφαλή καταφύγια, όπως αυτό που προσφέρουν τα γερμανικά ομόλογα, τα οποία και χθες είδαν τις αποδόσεις τους να μειώνονται.

Η πολιτική αβεβαιότητα

Υπάρχει ακόμα δουλειά που πρέπει να γίνει, προκειμένου να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών και η πλήρης πρόσβαση στις αγορές, σχολιάζει ο επικεφαλής του τμήματος σταθερού εισοδήματος της Alpha Trust Mutual Fund Management Δημήτρης Νταλίπης.

Με δηλώσεις του στα «ΝΕΑ» υπογραμμίζει ότι «οι επενδυτές και οι αγορές αξιολογούν σε κάθε περίπτωση συνολικά τη συνεργασία μεταξύ κυβέρνησης και δανειστών και την αποτελεσματικότητα της ακολουθούμενης πολιτικής». Στο ενδεχόμενο να υπάρξουν διαφωνίες σε επιμέρους θέματα, όπως η μη εφαρμογή του μέτρου των περικοπών στις συντάξεις, δύναται να επηρεάσουν αρνητικά στον βαθμό που καθίσταται πιθανή κάποια ρήξη στα συμφωνηθέντα με τους δανειστές, εφόσον κάποιος συμβιβασμός δεν είναι εφικτός.

Για το κατά πόσο ο εκλογικός κύκλος που έχει ανοίξει στην Ελλάδα θα μπορούσε να επηρεάσει τις αγορές, ο Δημήτρης Νταλίπης αναφέρει ότι «οι αγορές τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερο έχουν σε παγκόσμιο επίπεδο πια μάθει να ενσωματώνουν αυτό που λέμε πολιτική αβεβαιότητα στις εκτιμήσεις τους. Η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση και κατά συνέπεια ένα κομμάτι της πολιτικής αβεβαιότητας είναι ενσωματωμένο στις τιμές και στις προσδοκίες της αγοράς». «Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως δεν μπορούμε να δούμε αυξημένη μεταβλητότητα στο σενάριο πρόωρων εκλογών. Στο πώς θα το πάρουν οι αγορές θα παίξει ρόλο και το πώς θα φθάσουμε στο σενάριο αυτό και στο ποιες θα είναι οι θέσεις των κομμάτων εξουσίας για την επόμενη ημέρα από το εκλογικό αποτέλεσμα».

Το «Economist» στο άρθρο του για την επόμενη ημέρα στην Ελλάδα εκτιμά ότι με τις επόμενες εκλογές να πλησιάζουν υπάρχει ο φόβος η ελληνική κυβέρνηση να μην εφαρμόσει ακόμα περισσότερες μεταρρυθμίσεις προκειμένου κερδίσει την υποστήριξη ορισμένων κοινωνικών ομάδων.